Γραφείο του Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή

Διατήρηση του πολύ καλού ρυθμού ανάπτυξης και στο γ’ τρίμηνο του 2021 αναμένει το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής στην έκθεσή του που δόθηκε στη δημοσιότητα, τονίζοντας, όμως, ότι δεν θα πρέπει να υπάρξει εφησυχασμός, με δεδομένο ότι ορισμένοι ενισχυτικοί παράγοντες, όπως το «πάγωμα» του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης αλλά και το πρόγραμμα ΡΕΡΡ της ΕΚΤ, δεν θα συνεχίσουν να «λειτουργούν» μετά το 2022.

Όπως τονίζεται στο εισαγωγικό σημείωμα της έκθεσης του Γραφείου Προϋπολογισμού, η ελληνική οικονομία κατέγραψε υψηλό ρυθμό μεγέθυνσης 16,2% κατά το δεύτερο τρίμηνο του έτους (έναντι 14,3% στην ευρωζώνη) επιστρέφοντας ουσιαστικά στο επίπεδο του 2019.

Συγκρίνοντας και τα υπόλοιπα βασικά μακροοικονομικά μεγέθη με το 2019, διαπιστώνεται ότι η ανεργία έχει μειωθεί, ο πληθωρισμός έχει αυξηθεί και το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών έχει διευρυνθεί. Αξίζει, επίσης, να τονιστεί ότι ο επιτυχής δανεισμός του δημοσίου από τις διεθνείς αγορές συνεχίστηκε και κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2021, ενώ αναβαθμίστηκε και η πιστοληπτική αξιολόγηση του Ελληνικού Δημοσίου.

Η επαναλειτουργία των περισσότερων οικονομικών δραστηριοτήτων, από την πλευρά της προσφοράς, σε συνδυασμό με τις συσσωρευμένες αποταμιεύσεις των νοικοκυριών και την επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, από την πλευρά της ζήτησης, λειτούργησαν συμπληρωματικά προς την κατεύθυνση της επιτάχυνσης του ρυθμού μεγέθυνσης. Ωστόσο, αφενός οι αποταμιεύσεις είναι πεπερασμένες, αφετέρου η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική θα αναστραφεί με την λήξη των έκτακτων μέτρων.

Επιπρόσθετα, ο κίνδυνος μιας αναζωπύρωσης της πανδημίας δεν έχει εκλείψει οριστικά. Με αυτά τα δεδομένα, υπογραμμίζεται η ανάγκη παρακολούθησης των βασικών μεγεθών πριν τη λήψη αποφάσεων συνέχισης της επεκτατικής οικονομικής πολιτικής με μέτρα μόνιμου χαρακτήρα.

Η ανεργία τον μήνα Ιούλιο, σε εποχικά διορθωμένους όρους, ήταν στο 14,2%, δηλαδή τρεις μονάδες κάτω από τον Ιούλιο του 2019. Αυτό αποτελεί μια ιδιαίτερα θετική εξέλιξη, κυρίως αν ληφθεί υπόψη ότι οι περισσότερες αναστολές εργασίας είχαν ήδη αποσυρθεί στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο.

Το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, από την άλλη, παραμένει υψηλό κατά το δεύτερο τρίμηνο (7,5 δις) και έχει διευρυνθεί από το ήδη αυξημένο επίπεδο που είχε καταγράψει το 2020 (7,1 δις) σε σχέση με το 2019 (4,1 δις). Τέλος, ο πληθωρισμός έχει περάσει σε θετικό έδαφος από τον Ιούνιο φτάνοντας το 1,2% τον Αύγουστο. Η αυξητική τάση που παρουσιάζει διεθνώς δεν είναι ακόμα σαφές αν θα περιοριστεί στη βραχυχρόνια περίοδο ή θα υπάρξει διάρκεια.

Στην πρώτη περίπτωση – και εφόσον δεν αναπροσαρμοστούν ανάλογα τα εισοδήματα – θα υπάρξει μια μείωση της αγοραστικής δύναμης που θα πλήξει περισσότερο τα πιο ευάλωτα νοικοκυριά. Στη δεύτερη περίπτωση, η μείωση της αγοραστικής δύναμης θα επιδεινωθεί και επιπρόσθετα θα αυξηθεί η πιθανότητα μεταστροφής της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ – χάρη στην οποία το ελληνικό δημόσιο αντιμετωπίζει ιδιαίτερα χαμηλά επιτόκια δανεισμού.

Οι αβεβαιότητες

Σύμφωνα με την έκθεση, οι σημαντικότερες αβεβαιότητες είναι μεσοπρόθεσμες και αφορούν τα έτη από το 2022 και μετά. Οι αποφάσεις της ΕΚΤ σχετικά με το έκτακτο πρόγραμμα αγορών κρατικών ομολόγων και η αναθεώρηση των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας θα καθορίσουν το πλαίσιο εντός του οποίου θα κινηθεί η ελληνική οικονομία και ειδικότερα η δημοσιονομική πολιτική.

Η στάση της ΕΚΤ θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από την πορεία του πληθωρισμού, όπως αναφέραμε παραπάνω. Σημειώνουμε ωστόσο ότι το PEPP έχει ημερομηνία λήξης, τον Μάρτιο του 2022, και μένει να διευκρινιστούν τα επόμενα βήματα. Το Σύμφωνο Σταθερότητας – που βρίσκεται σε αναστολή μέχρι το τέλος του 2022 – αποτελεί ήδη αντικείμενο συζήτησης.