ΦΠΑ

Πάνω από δύο ΕΝΦΙΑ το χρόνο κοστίζουν οι απώλειες από τη φοροδιαφυγή και την απάτη στο ΦΠΑ καθώς η Ελλάδα έχασε το 2019 έσοδα ύψους 5,3 δις. ευρώ και βρέθηκε στη δεύτερη θέση στην ΕΕ.

Τα παραπάνω  προκύπτουν από νέα μελέτη που δημοσίευσε χθες  η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για το ύψος της φοροδιαφυγής στο ΦΠΑ στα κράτη μέλη.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της έκθεσης για το 2019, η Ελλάδα μετρά απώλειες της τάξης του 25,8% ήτοι 5,35 δισ. ευρώ, με τη μοναδική χώρα από τα 27 κράτη μέλη αλλά και τη Βρετανία που συμπεριλαμβάνεται στη σχετική λίστα, που ξεπερνά ποσοστιαία τη χώρα μας να είναι η Ρουμανία με απώλειες 34,9%.

Συνολικά, το 2019, τα κράτη μέλη της ΕΕ εκτιμάται ότι απώλεσαν 134 δισ. ευρώ από τον φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ). Το ποσό αυτό αντιστοιχεί σε απώλειες εσόδων λόγω απάτης και φοροδιαφυγής στον τομέα του ΦΠΑ, αποφυγής και πρακτικών βελτιστοποίησης του ΦΠΑ, χρεοκοπιών και πτωχεύσεων, καθώς και εσφαλμένων υπολογισμών και διοικητικών σφαλμάτων.

Αν και ορισμένες απώλειες εσόδων είναι αδύνατο να αποφευχθούν, η αποφασιστική δράση και οι στοχευμένες απαντήσεις πολιτικής θα μπορούσαν κάνουν πραγματικά τη διαφορά, ιδίως όσον αφορά τη μη συμμόρφωση.

Η απώλεια εσόδων από τον ΦΠΑ έχει εξαιρετικά αρνητικό αντίκτυπο στις κρατικές δαπάνες για δημόσια αγαθά και υπηρεσίες από τις οποίες εξαρτόμαστε όλες και όλοι, όπως τα σχολεία, τα νοσοκομεία και οι μεταφορές.

Ο χαμένος ΦΠΑ θα μπορούσε επίσης να έχει αποδειχθεί επωφελής, τη στιγμή που τα κράτη μέλη προσπαθούν να καλύψουν το χρέος που προέκυψε κατά την αρχική ανάκαμψη από την πανδημία COVID-19 ή να αυξήσουν τις φιλοδοξίες τους όσον αφορά τη χρηματοδότηση για το κλίμα.

«Χάνονται 4.000 ευρώ το δευτερόλεπτο»

Ο Επίτροπος Οικονομίας, Πάολο Τζεντιλόνι, δήλωσε με αφορμή τη δημοσιοποίηση της έρευνας πως «παρά τη θετική τάση που έχει καταγραφεί τα τελευταία έτη, το έλλειμμα ΦΠΑ εξακολουθεί να προκαλεί σοβαρές ανησυχίες, ιδίως αν λάβουμε υπόψη τις τεράστιες επενδυτικές ανάγκες που πρέπει να καλύψουν τα κράτη μέλη μας τα επόμενα έτη».

«Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτού του έτους, πρόκειται για απώλειες άνω των 4.000 ευρώ ανά δευτερόλεπτο. Πρόκειται για απαράδεκτες απώλειες για τους εθνικούς προϋπολογισμούς, γεγονός που σημαίνει ότι το βάρος της κάλυψης του ελλείμματος πέφτει στους απλούς πολίτες και τις απλές επιχειρήσεις, μέσω άλλων φόρων που καλούνται να πληρώσουν για ζωτικής σημασίας δημόσιες υπηρεσίες. Πρέπει να καταβάλουμε κοινή προσπάθεια για την καταπολέμηση της απάτης στον τομέα του ΦΠΑ, ενός σοβαρού εγκλήματος που αφαιρεί χρήματα από την τσέπη των καταναλωτών, υπονομεύει τα συστήματα πρόνοιας και αδειάζει τα κυβερνητικά ταμεία» πρόσθεσε.

Έπειτα από συνεχείς προσπάθειες βελτίωσης της κατάστασης, τόσο σε επίπεδο ΕΕ όσο και σε εθνικό επίπεδο, η σχετικά θετική τάση συνεχίστηκε το 2019 και το συνολικό έλλειμμα ΦΠΑ στα κράτη μέλη της ΕΕ μειώθηκε κατά περίπου 7 δισ. ευρώ σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος. Η ΕΕ έχει ήδη καταβάλει σημαντικές προσπάθειες για τη βελτίωση του τρόπου είσπραξης του ΦΠΑ . Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει στηρίξει τα κράτη μέλη για την καλύτερη μεταξύ τους συνεργασία στο δίκτυο «Eurofisc», το οποίο αποτελείται από εθνικούς υπαλλήλους από τα 27 κράτη μέλη και τη Νορβηγία.

Κύρια αποτελέσματα για το 2019

Σε ονομαστικούς όρους, το 2019 το συνολικό έλλειμμα ΦΠΑ της ΕΕ μειώθηκε κατά σχεδόν 6,6 δισ. ευρώ, στα 134 δισ. ευρώ, μείωση που συνιστά σημαντική βελτίωση σε σχέση με το προηγούμενο έτος, κατά το οποίο είχε σημειωθεί μείωση κατά 4,6 δισ. ευρώ. Αν και το συνολικό έλλειμμα ΦΠΑ βελτιώνεται μεταξύ του 2015 και του 2019, παραμένει άγνωστη η πλήρης έκταση των επιπτώσεων της πανδημίας COVID-19 στην καταναλωτική ζήτηση και, κατά συνέπεια, στα έσοδα από τον ΦΠΑ το 2020.

Το 2019, η Ρουμανία κατέγραψε το υψηλότερο εθνικό έλλειμμα συμμόρφωσης προς τον ΦΠΑ, έχοντας απολέσει το 34,9 % των εσόδων της από τον ΦΠΑ το 2019, ακολουθούμενη από την Ελλάδα (25,8 %) και τη Μάλτα (23,5 %). Τα μικρότερα ελλείμματα ΦΠΑ παρατηρήθηκαν στην Κροατία (1,0 %), τη Σουηδία (1,4 %) και την Κύπρο (2,7 %). Σε απόλυτες τιμές, τα υψηλότερα ελλείμματα συμμόρφωσης προς τον ΦΠΑ καταγράφηκαν στην Ιταλία (30,1 δισ. ευρώ), και τη Γερμανία (23,4 δισ. ευρώ).