Ανησυχητικά είναι τα συμπεράσματα της πρόσφατης μελέτης της Τράπεζας της Ελλάδος σχετικά με την προσιτότητα της στέγασης για τα ελληνικά νοικοκυριά.
Όπως αναφέρεται στην έκθεση, ο πιο κοινός τρόπος για να μετρηθεί αν η στέγαση είναι προσιτή ή όχι, είναι να εξεταστεί το ποσοστό των νοικοκυριών που δαπανούν πάνω από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός τους για έξοδα που σχετίζονται με τη στέγαση. Αυτά περιλαμβάνουν ενοίκια ή δόσεις δανείων, κοινόχρηστα, λογαριασμούς ρεύματος και νερού, καθώς και άλλα πάγια κόστη.
Η μελέτη υπογραμμίζει ότι όταν το στεγαστικό κόστος ξεπερνά αυτό το όριο του 40%, η πίεση που δέχονται τα νοικοκυριά είναι σημαντική και επηρεάζει τη δυνατότητά τους να καλύψουν άλλες βασικές ανάγκες. Στην Ελλάδα, τα τελευταία χρόνια, εξαιτίας της αύξησης των ενοικίων, της περιορισμένης προσφοράς προσιτών κατοικιών, αλλά και των χαμηλών εισοδημάτων, το πρόβλημα αυτό έχει γίνει ιδιαίτερα έντονο. Σε πολλές περιπτώσεις, ειδικά για οικογένειες με χαμηλά ή μεσαία εισοδήματα, το ποσό που δαπανάται για στέγη ξεπερνά εύκολα αυτό το κρίσιμο ποσοστό.
Η κατάσταση φαίνεται να επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο μετά την πανδημία και τις αυξήσεις στο κόστος ενέργειας και διαβίωσης. Όπως τονίζεται στην ανάλυση, η Ελλάδα εμφανίζει από τα υψηλότερα ποσοστά στεγαστικής επιβάρυνσης στην Ευρώπη, ιδιαίτερα σε νοικοκυριά που ζουν με περιορισμένους οικονομικούς πόρους ή σε περιοχές όπου η ζήτηση για κατοικία είναι υψηλή και η προσφορά περιορισμένη.
Επιπλέον, η έκθεση επισημαίνει πως η προσιτότητα της στέγασης δεν είναι θέμα μόνο των τιμών των ακινήτων ή των ενοικίων. Παίζει ρόλο και το γενικότερο οικονομικό περιβάλλον: τα εισοδήματα των πολιτών, η πρόσβασή τους σε τραπεζική χρηματοδότηση, το φορολογικό καθεστώς, και η ύπαρξη ή όχι κρατικών παρεμβάσεων για στήριξη της κατοικίας.
Το βασικό μήνυμα της μελέτης είναι ότι το ζήτημα της στέγασης στην Ελλάδα έχει λάβει πλέον χαρακτηριστικά κρίσης για ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Η επιβάρυνση των νοικοκυριών με υψηλό στεγαστικό κόστος δεν επηρεάζει μόνο την καθημερινότητά τους αλλά δημιουργεί και σοβαρό κοινωνικό και οικονομικό πρόβλημα σε βάθος χρόνου. Για τον λόγο αυτό, η Τράπεζα της Ελλάδος τονίζει την ανάγκη για σχεδιασμό και υλοποίηση στοχευμένων πολιτικών, όπως η ενίσχυση της κοινωνικής κατοικίας, τα φορολογικά κίνητρα για ιδιοκτήτες και επενδυτές και η αύξησή της προσφοράς οικονομικά προσιτών κατοικιών.