Η έννοια του σπιτιού είναι βαθιά ριζωμένη στην ανθρώπινη εμπειρία. Δεν πρόκειται μόνο για έναν χώρο στέγασης, αλλά για τον πυρήνα της καθημερινότητας, της ασφάλειας και της προσωπικής εξέλιξης.
Ωστόσο, η αντίληψη που έχουμε για το ιδανικό σπίτι αλλάζει καθώς περνούν τα χρόνια, όσο εξελίσσονται τόσο οι προσωπικές μας ανάγκες όσο και οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες.
Από την ενοικίαση του πρώτου φοιτητικού μας διαμερίσματος μέχρι την αγορά μονοκατοικίας για να μεγαλώσουμε την οικογένειά μας ή να απολαύσουμε τη συνταξιοδότησή μας, η επιλογή κατοικίας αντικατοπτρίζει το στάδιο της ζωής μας.
Ας μάθουμε περισσότερα.
Η πρώτη ανεξαρτητοποίηση: ευελιξία και προσβασιμότητα
Η πρώτη εμπειρία ανεξάρτητης διαβίωσης, είτε λόγω σπουδών είτε ένταξης στον επαγγελματικό στίβο, χαρακτηρίζεται από την ανάγκη ευελιξίας. Σε αυτή τη φάση, το μέγεθος ή η πολυτέλεια του σπιτιού έχουν μικρότερη σημασία από την τοποθεσία και το χαμηλό κόστος. Οι νεαροί ενήλικες επιλέγουν συχνά διαμερίσματα κοντά σε πανεπιστήμια, μέσα μαζικής μεταφοράς ή κέντρα πόλεων που προσφέρουν ευκολία και κοινωνικές ευκαιρίες.
Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat για το 2022, το 46% των νέων ηλικίας 25-34 στην ΕΕ εξακολουθούσε να ζει με τους γονείς του, ενώ η Ελλάδα παρουσίασε ένα από τα υψηλότερα ποσοστά, αγγίζοντας το 63%. Το υψηλό κόστος ενοικίου και η ανασφάλεια στην εργασία καθιστούν την ανεξαρτητοποίηση πιο δύσκολη, καθυστερώντας την επιλογή ενός πρώτου σπιτιού.
Η δημιουργία οικογένειας: χώρος και σταθερότητα
Καθώς προχωρούμε σε φάσεις της ζωής που περιλαμβάνουν τη συντροφικότητα και την τεκνοποίηση, οι προτεραιότητες αλλάζουν ριζικά. Ο διαθέσιμος χώρος γίνεται καθοριστικός, όχι μόνο για πρακτικούς λόγους αλλά και για τη δημιουργία ενός περιβάλλοντος που προσφέρει σταθερότητα και ασφάλεια. Το σπίτι παύει να είναι απλώς ένας τόπος διαμονής και γίνεται το κέντρο βάρους της οικογενειακής ζωής.
Σε αυτή τη φάση, τα ζευγάρια στρέφονται συχνά στην αγορά μονοκατοικίας με περισσότερα υπνοδωμάτια, κήπο ή κοντά σε σχολεία και υποδομές για παιδιά. Οι ημιαστικές ή προαστιακές περιοχές γίνονται ιδιαίτερα ελκυστικές, προσφέροντας μια ισορροπία μεταξύ ποιότητας ζωής και οικονομικής βιωσιμότητας. Παράλληλα, αυξάνεται η επιθυμία για ιδιοκατοίκηση, καθώς αυτή συνδέεται με την ιδέα της ασφάλειας και της μακροπρόθεσμης επένδυσης.
Μέση ηλικία: αναθεώρηση προτεραιοτήτων
Καθώς τα χρόνια περνούν και τα παιδιά μεγαλώνουν ή οι επαγγελματικές απαιτήσεις αλλάζουν, αρκετοί ιδιοκτήτες κατοικιών αρχίζουν να επανεκτιμούν τις ανάγκες τους. Η καθημερινότητα μπορεί να έχει ανάγκη από περισσότερο ιδιωτικό χώρο ή λειτουργικές αλλαγές, όπως ένα γραφείο στο σπίτι, μια ανάγκη που ενισχύθηκε με την πανδημία.
Σύμφωνα με έρευνα του ΚΕΠΕ (Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών), το 32,8% των εργαζομένων στην Ελλάδα θα μπορούσε να εργαστεί από το σπίτι, ποσοστό που ισοδυναμεί με 1.263.000 εργαζόμενους, γεγονός που αυξάνει τη ζήτηση για χώρους κατάλληλους για τηλεργασία. Οι κατοικίες που επιτρέπουν την ευελιξία χρήσης χώρων, όπως ένα έξτρα δωμάτιο ή διαχωρισμοί στον χώρο καθιστικού, αποκτούν ιδιαίτερη αξία.
Η τρίτη ηλικία: άνεση, προσβασιμότητα και σύνδεση
Η συνταξιοδότηση φέρνει νέες ανάγκες και συχνά μια επιστροφή στην αναζήτηση απλότητας. Το σπίτι πρέπει να προσφέρει ευκολία πρόσβασης, ασφάλεια και, συχνά, λιγότερες απαιτήσεις συντήρησης. Πολλοί άνθρωποι επιλέγουν να μετακομίσουν σε μικρότερα διαμερίσματα ή να επιστρέψουν σε πατρογονικές κατοικίες, εφόσον αυτές βρίσκονται σε πιο ήσυχες περιοχές.
Παράλληλα, κερδίζουν έδαφος οι κατοικίες με υπηρεσίες υποστήριξης ή οι αυτόνομες μονάδες σε κοινότητες ηλικιωμένων, ειδικά σε χώρες με οργανωμένα συστήματα φροντίδας.
Αξιοσημείωτο είναι πως, σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο αριθμός των ανθρώπων άνω των 65 ετών στην Ευρώπη θα φτάσει το 30% του πληθυσμού έως το 2050, γεγονός που θα αλλάξει ριζικά την αγορά κατοικίας.
Η διαχρονική σημασία της κατοικίας
Η κατοικία δεν είναι ποτέ απλώς ένα ακίνητο. Αντανακλά τις εσωτερικές μας ανάγκες, τους στόχους και τις προτεραιότητες που αλλάζουν με τον χρόνο. Η τεχνολογία, η οικονομία, η υγεία και η οικογένεια επηρεάζουν την επιλογή, το μέγεθος, τη θέση και τη λειτουργία του σπιτιού μας.
Ενώ η αγορά κατοικίας προσαρμόζεται αργά στις μεταβαλλόμενες ανάγκες, παραμένει σημαντικό οι πολίτες να έχουν πρόσβαση σε ποιοτικές επιλογές, προσαρμοσμένες σε κάθε στάδιο της ζωής τους. Η κατανόηση αυτής της δυναμικής μπορεί να οδηγήσει σε καλύτερες πολιτικές στέγασης, αλλά και σε προσωπικές αποφάσεις που αντανακλούν πραγματικά τις αξίες και τις ανάγκες μας.
Το σπίτι, τελικά, δεν είναι μόνο το πού μένουμε. Είναι το πώς ζούμε.