Οι επιχειρηματικές επιπτώσεις της σύγκρουσης Ισραήλ–Ιράν στην Ελληνική Οικονομία

Η πρόσφατη κλιμάκωση της έντασης μεταξύ Ισραήλ και Ιράν προκαλεί αλυσιδωτές αντιδράσεις στις διεθνείς αγορές.

Πέραν του ότι η σύγκρουση Ισραήλ – Ιράν συνολικά επαναφέρει στο προσκήνιο την έννοια του γεωπολιτικού ρίσκου ως βασικού παράγοντα αστάθειας, οι ελληνικές εταιρείες καλούνται να διαχειριστούν με ευελιξία έναν ασταθή εξωτερικό περιβάλλον, ενώ η ανάγκη για στρατηγικό σχεδιασμό και διαφοροποίηση προμηθευτών και αγορών καθίσταται πιο επιτακτική από ποτέ.

Ακόμα η κατάσταση επηρεάζει αρνητικά τόσο την παγκόσμια οικονομία όσο και τις ελληνικές επιχειρήσεις που διατηρούν άμεση ή έμμεση σύνδεση με την περιοχή της Μέσης Ανατολής.

Η Ελλάδα και το Ισραήλ αποτελούν παραδοσιακούς εταίρους με στενούς οικονομικούς, εμπορικούς και τουριστικούς δεσμούς. Το διμερές εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών ξεπερνά τα 2,7 δισ. ευρώ ετησίως, καθιστώντας το Ισραήλ έναν από τους μεγαλύτερους εξαγωγικούς προορισμούς για την ελληνική παραγωγή, ειδικά στον τομέα των αγροτικών προϊόντων (ελαιόλαδο, εσπεριδοειδή), των φαρμακευτικών και των χημικών προϊόντων.

Ελληνικές εξαγωγικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε αγορές της Μέσης Ανατολής (όπως φαρμακευτικά προϊόντα, αγροτικά είδη και δομικά υλικά) αντιμετωπίζουν καθυστερήσεις στις παραδόσεις, αυξημένα μεταφορικά κόστη και μεγαλύτερη αβεβαιότητα ως προς τις πληρωμές και τις παραγγελίες.

Η άνοδος των τιμών του πετρελαίου αποτελεί μία από τις πρώτες και πιο αισθητές συνέπειες της σύγκρουσης. Καθώς ο Περσικός Κόλπος παραμένει μια από τις βασικές πηγές προμήθειας ενέργειας διεθνώς, η οποιαδήποτε αποσταθεροποίηση στην περιοχή εντείνει τους φόβους για περιορισμένη προσφορά και ωθεί τις τιμές προς τα πάνω.

Την εβδομάδα μετά την ανταλλαγή στρατιωτικών πληγμάτων μεταξύ των δύο χωρών, οι τιμές του Brent ξεπέρασαν τα 95 δολάρια το βαρέλι, ασκώντας πιέσεις σε μεταφορικές και ενεργοβόρες ελληνικές επιχειρήσεις.

Ιδιαίτερα επηρεασμένος είναι ο κλάδος των ναυτιλιακών εταιρειών, με δεδομένο τον κομβικό ρόλο που διαδραματίζει η περιοχή στα διεθνή θαλάσσια δρομολόγια. Η απειλή για νέες επιθέσεις σε δεξαμενόπλοια ή ο αποκλεισμός των Στενών του Ορμούζ — από τα οποία διέρχεται περίπου το 20% του παγκόσμιου πετρελαίου — έχει ήδη οδηγήσει σε ανατιμήσεις στα ναύλα και σε αύξηση του κόστους ασφάλισης φορτίων. Ελληνικές ναυτιλιακές εταιρείες που δραστηριοποιούνται σε αυτά τα περάσματα αντιμετωπίζουν πλέον υψηλότερα λειτουργικά κόστη και ρίσκο διακοπής μεταφορών.

Ο ενεργειακός τομέας επηρεάζεται επίσης σημαντικά. Εισαγωγικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα, που εξαρτώνται από τιμές φυσικού αερίου και πετρελαίου, προσαρμόζουν τα τιμολόγια τους υπό καθεστώς έντονης αβεβαιότητας. Η αύξηση του ενεργειακού κόστους αναμένεται να μεταφερθεί στον τελικό καταναλωτή, προκαλώντας πληθωριστικές πιέσεις και μείωση της αγοραστικής δύναμης.

Πλήγμα υφίσταται και ο τουριστικός τομέας, ειδικά όσον αφορά τις ελληνικές εταιρείες που διατηρούν συνεργασίες με τουριστικούς πράκτορες της Ανατολικής Μεσογείου. Οι ταξιδιωτικές ακυρώσεις σε Ισραήλ και γειτονικές χώρες, καθώς και η αυξημένη αίσθηση αστάθειας στην ευρύτερη περιοχή, δημιουργούν αλυσιδωτές επιπτώσεις στις κρατήσεις και την εμπιστοσύνη διεθνών επισκεπτών. Μικρότερες τουριστικές επιχειρήσεις, που εξαρτώνται από αγορές όπως το Ισραήλ, αναφέρουν ήδη μειωμένη ζήτηση και αναπροσαρμογές στον επιχειρηματικό σχεδιασμό τους.

Θυμίζω ότι ο τουρισμός από το Ισραήλ τροφοδοτεί σταθερά τον ελληνικό κλάδο φιλοξενίας: περίπου 300.000 Ισραηλινοί επισκέπτες προτιμούν κάθε χρόνο νησιά του Αιγαίου και την ηπειρωτική Ελλάδα, συνεισφέροντας με πάνω από 250 εκατ. ευρώ σε έσοδα ξενοδοχείων και χώρων εστίασης. Η ασφάλεια και η πολιτική σταθερότητα στην Ελλάδα παραμένουν κρίσιμα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα για τον Ισραηλινό τουρισμό· κάθε αύξηση στην περιοχή Μέσης Ανατολής υπονομεύει άμεσα αυτές τις ροές.

Οι επενδύσεις άμεσου ξένου κεφαλαίου από το Ισραήλ προς την Ελλάδα έχουν ενισχυθεί τα τελευταία χρόνια, ιδίως σε κλάδους υψηλής τεχνολογίας, ενέργειας και τεχνογνωσίας. Κοινά ερευνητικά προγράμματα στον τομέα της καινοτομίας και των τηλεπικοινωνιών, καθώς και επενδύσεις σε start-ups ελληνικών πόλεων (Αθήνα, Θεσσαλονίκη) αναδεικνύουν τη δυναμική συνεργασία.

Συνεπώς, η όποια αναταραχή στην ισραηλινή αγορά – είτε σε επίπεδο εμπορικών συναλλαγών, είτε στον τουρισμό, είτε στις επενδυτικές ροές – μεταφράζεται άμεσα σε επιβράδυνση ελληνικών εξαγωγών, μείωση εισροών συναλλάγματος και, τελικά, σε πιέσεις για τον προϋπολογισμό και τα εταιρικά κέρδη. Την ίδια στιγμή, η πιθανή αύξηση κόστους ασφάλισης πλοίων και οι καθυστερήσεις σε θαλάσσιες μεταφορές επιδεινώνουν το γεωπολιτικό ρίσκο, αναγκάζοντας τις ελληνικές επιχειρήσεις να επανεξετάσουν στρατηγικές και να αναζητήσουν εναλλακτικές αγορές ή διαδρομές.