Η γεωπολιτική ένταση μεταξύ Ιράν και Ισραήλ, η οποία κορυφώθηκε με στρατιωτικά πλήγματα και απειλές για αποκλεισμό του Στενού του Ορμούζ, έχει σημαντικές δευτερογενείς επιπτώσεις και για την Ελλάδα, παρά τη γεωγραφική της απόσταση από την εστία της κρίσης. Οι συνέπειες αφορούν κυρίως το ενεργειακό κόστος, την εφοδιαστική ασφάλεια, αλλά και τη μακροοικονομική σταθερότητα.
Η Ελλάδα, ως εισαγωγέας ενέργειας και κόμβος ναυτιλίας, επηρεάζεται άμεσα από την αστάθεια στη Μέση Ανατολή. Η ενίσχυση της ενεργειακής διαφοροποίησης, η επιτάχυνση των ΑΠΕ και η αναβάθμιση της στρατηγικής αποθήκευσης ενέργειας αναδεικνύονται ως βασικές προτεραιότητες για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας της ελληνικής οικονομίας σε παρόμοιες διεθνείς κρίσεις.
Η χώρα μας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις διεθνείς τιμές πετρελαίου και LNG, καθώς μεγάλο ποσοστό της ενεργειακής κατανάλωσης βασίζεται σε εισαγόμενους πόρους. Η αύξηση της τιμής του πετρελαίου Brent, που ήδη διαμορφώνεται στα 78,5 δολάρια/βαρέλι, με προοπτικές να κινηθεί προς τα 90–100 δολάρια σε περίπτωση επιδείνωσης της κρίσης, μεταφράζεται άμεσα σε υψηλότερο κόστος καυσίμων και μεταφορών. Αυτό έχει αλυσιδωτές επιπτώσεις στο κόστος παραγωγής, ιδιαίτερα στους κλάδους της βιομηχανίας, των μεταφορών και της αγροδιατροφής.
Παράλληλα, το αυξανόμενο κόστος του φυσικού αερίου – με την τιμή TTF στην Ευρώπη να κινείται στα 70–74 ευρώ/MWh – ενισχύει το ενεργειακό κόστος των ελληνικών νοικοκυριών και επιχειρήσεων, ιδιαίτερα των μικρομεσαίων. Καθώς μεγάλο μέρος της ηλεκτροπαραγωγής βασίζεται ακόμα στο φυσικό αέριο, η άνοδος αυτή ενδέχεται να μετακυλιστεί και στα τιμολόγια ηλεκτρικής ενέργειας, παρά τις προσπάθειες της ΡΑΕ και της κυβέρνησης να σταθεροποιήσουν την αγορά μέσω ρυθμιστικών μηχανισμών.
Σε επίπεδο εφοδιασμού, αν και η Ελλάδα δεν προμηθεύεται άμεσα μεγάλες ποσότητες αργού από το Ιράν, εντούτοις επηρεάζεται έμμεσα από την παγκόσμια μετατόπιση των εμπορικών ροών. Η αυξημένη ζήτηση για φορτία από πιο ασφαλείς περιοχές (π.χ. Αφρική ή ΗΠΑ) ενδέχεται να περιορίσει τη διαθεσιμότητα LNG στην Ανατολική Μεσόγειο, αυξάνοντας την πίεση στον ΔΕΣΦΑ και στους μεγάλους καταναλωτές. Επιπλέον, ενδέχεται να υπάρξουν επιβαρύνσεις στο κόστος ασφάλισης και μεταφοράς, ιδίως για τα ελληνικά δεξαμενόπλοια που δραστηριοποιούνται στη διεθνή ναυτιλία ενέργειας.
Σε πολιτικό επίπεδο, η Ελλάδα εντείνει τη διπλωματική της παρουσία στους κόμβους ενεργειακής ασφάλειας, όπως στο πλαίσιο του EastMed Gas Forum, ενώ επανεξετάζει επενδυτικά έργα όπως η πλωτή μονάδα LNG στην Αλεξανδρούπολη και οι διασυνδέσεις με Βουλγαρία και Ιταλία, για αύξηση της ενεργειακής ευελιξίας.
Η συνεχιζόμενη κρίση προσφέρει και ευκαιρίες για τον ελληνικό στόλο, δεδομένης της αυξημένης ναυτιλιακής ζήτησης και των πιθανών μετατοπίσεων στις διαδρομές πετρελαίου. Ωστόσο, αυτές οι ευκαιρίες συνοδεύονται από αυξημένους κινδύνους ασφάλειας και κόστους.
Η συσσώρευση αυτών των πιέσεων ενδέχεται να οδηγήσει σε γενικό πληθωρισμό κόστους (cost-push inflation), σε μείωση της κατανάλωσης, καθώς οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά προσπαθούν να απορροφήσουν τα επιπλέον κόστη αλλά και σε συρρίκνωση της παραγωγικής δραστηριότητας, κυρίως στις ενεργοβόρες μονάδες, αν δεν υπάρξει ενίσχυση ή ανακούφιση από το κράτος.