Λιανεμπόριο: Στροφή στα convenience stores και νέες ισορροπίες στη μικρή λιανική

Με ανάπτυξη άνω του 5% τρέχει το ελληνικό λιανεμπόριο τροφίμων στο α τετράμηνο συγκριτικά με πέρυσι, με τα επώνυμα προϊόντα να καταγράφουν άνοδο σε σχέση με τα ιδιωτικής ετικέτας. Ωστόσο, πηγές της αγοράς, μιλώντας στο patris.gr εξηγούν ότι υπάρχει συγκρατημένη αισιοδοξία για την φετινό εξάμηνο, ενόψει και της φετινής σεζόν.

Πιο αναλυτικά, το γεγονός ότι η φετινή εορταστική περίοδος του Πάσχα συνέπεσε νωρίτερα, τόσο για τους καθολικούς όσο και για τους ορθόδοξους, φαίνεται ότι δεν ευνόησε την κατανάλωση σε σχέση και με την νέα τουριστική σεζόν.

Παράλληλα, η καθυστέρηση στο άνοιγμα πολλών ξενοδοχειακών μονάδων είχε ως αποτέλεσμα να μην υπάρξει παράλληλα τουριστική ζήτηση, η οποία παραδοσιακά λειτουργεί ως ενίσχυση για την κίνηση στη λιανική.

Η εικόνα αυτή αποτυπώνεται τόσο στη μεγάλη όσο και στη μικρή λιανική, με τους ρυθμούς ανάπτυξης να παρουσιάζουν κάμψη σε σχέση με το ίδιο διάστημα πέρυσι. Καταναλωτικά, καταγράφεται μια πιο επιφυλακτική συμπεριφορά, με τους αγοραστές να περιορίζουν τις ποσότητες, να επανέρχονται σε τακτικές αγορές μικρού όγκου και να αποφεύγουν τις προγραμματισμένες ή αυθόρμητες αγορές μεγαλύτερης κλίμακας. Το φαινόμενο αυτό ενισχύεται από το γεγονός ότι οι ανατιμήσεις συνεχίζονται, με έμφαση σε βασικές κατηγορίες όπως η σοκολάτα, τα γαλακτοκομικά και τα αρτοποιήματα, ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις οι τιμές δεν παρουσιάζουν ουσιαστική αποκλιμάκωση παρά την σταθεροποίηση του ενεργειακού κόστους.

Οι ίδιες πηγές εξηγούν ότι μέσα σε αυτό το περιβάλλον, τα convenience stores και τα σχήματα franchise παρουσιάζουν ανάπτυξη. Προσφέρουν μικρότερους και ευέλικτους χώρους, ευκολία πρόσβασης, επαρκές εύρος προϊόντων, και τιμές που δεν αποκλίνουν ιδιαίτερα από αυτές των σούπερ μάρκετ. Παράλληλα, η αίσθηση ελέγχου της κατανάλωσης και ο περιορισμένος χρόνος παραμονής στο κατάστημα λειτουργούν ως μηχανισμός «αποτροπής» υπερκατανάλωσης, σύμφωνα με παράγοντες του κλάδου.

Η παρουσία αλυσίδων που έχουν εισέλθει δυναμικά στη μικρή λιανική είναι πλέον έντονη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Efood, η οποία έχει προχωρήσει στη μερική…μεταμόρφωση των περιπτέρων Kiosky’s, εφαρμόζοντας πρακτικές category management και ψηφιοποιημένες υπηρεσίες, ενσωματώνοντας ψηφιακές παραγγελίες, διανομές και click & collect.

Ταυτόχρονα, αυξάνεται και η παρουσία τοπικών ή μικρών δικτύων καταστημάτων (2–3 καταστημάτων), τα οποία υιοθετούν branding και λειτουργικά πρότυπα μικρών αλυσίδων, αξιοποιώντας την ευελιξία τους για να προσαρμοστούν στις ανάγκες κάθε γειτονιάς.

Η πρόσφατη εξαγορά της 24 Shopen από τον Όμιλο Βαρδινογιάννη εντείνει τη κινητικότητα στην αγορά, καθώς για πρώτη φορά εισέρχεται στη μικρή λιανική ένας επιχειρηματικός όμιλος με ισχυρή κεφαλαιακή βάση και εκτεταμένη εμπειρία σε δίκτυα υποδομών και υπηρεσιών. Η είσοδος αυτή εκτιμάται ότι θα οδηγήσει σε ανακατανομή μεριδίων αγοράς, ενδεχομένως προκαλώντας επιταχύνσεις ή και εξαγορές μεταξύ των υπαρχόντων παικτών.

Η μικρή λιανική αποκτά ολοένα και πιο επαγγελματική δομή, απομακρυνόμενη σταδιακά από το παραδοσιακό μοντέλο του ανεξάρτητου περιπτέρου ή μίνι μάρκετ, και ενσωματώνοντας πρακτικές που στο παρελθόν ήταν χαρακτηριστικές των οργανωμένων αλυσίδων. Το επόμενο εξάμηνο θα είναι καθοριστικό για την εδραίωση αυτών των νέων ισορροπιών.

Μέσα σε ένα περιβάλλον αυξημένης επιφυλακτικότητας από την πλευρά των καταναλωτών και παράλληλων πιέσεων στο διαθέσιμο εισόδημα, τα convenience stores και τα επιχειρηματικά σχήματα τύπου franchise εμφανίζουν ενισχυμένη δυναμική. Ο βασικός λόγος αυτής της τάσης είναι η ικανότητά τους να ανταποκρίνονται ευέλικτα στις μεταβαλλόμενες ανάγκες του καταναλωτή, προσφέροντας μικρής κλίμακας εμπορικούς χώρους, οι οποίοι εστιάζουν στην ταχύτητα εξυπηρέτησης και στην εύκολη πρόσβαση, συνήθως σε πυκνοκατοικημένες περιοχές ή δίπλα σε σημεία διέλευσης (π.χ. πρατήρια καυσίμων, συγκοινωνιακοί κόμβοι).

Τα συγκεκριμένα καταστήματα έχουν περιορίσει τη διαφορά στις τιμές σε σχέση με τα σούπερ μάρκετ, αποφεύγοντας την εικόνα του «ακριβού σημείου» που είχαν στο παρελθόν. Στην πράξη, οι αποκλίσεις τιμών για βασικά είδη πρώτης ανάγκης έχουν μειωθεί, κυρίως λόγω βελτίωσης των συνεργασιών με προμηθευτές, καλύτερης διαχείρισης αποθεμάτων και της ένταξής τους σε οργανωμένες αλυσίδες ή κεντρικά συστήματα προμηθειών.

Επιπλέον, τα convenience stores προσφέρουν στοχευμένο εύρος προϊόντων, καλύπτοντας καθημερινές ανάγκες χωρίς να δημιουργούν την ψευδαίσθηση «πολλαπλών επιλογών», η οποία συχνά οδηγεί σε αυθόρμητες αγορές στα σούπερ μάρκετ. Αυτή η πιο περιορισμένη γκάμα λειτουργεί συμπληρωματικά ως μηχανισμός καταναλωτικού αυτοελέγχου, καθώς οι πελάτες επιλέγουν γρήγορα τα απολύτως απαραίτητα, χωρίς να περνούν μεγάλο χρονικό διάστημα στο κατάστημα.

Η συντομία της παραμονής σε συνδυασμό με την απλή και λειτουργική διάταξη των προϊόντων ενισχύει περαιτέρω αυτή τη συμπεριφορά. Σύμφωνα με παράγοντες του κλάδου, αυτό το μοντέλο δημιουργεί μια νέα καταναλωτική εμπειρία, που δεν βασίζεται στην ποσότητα ή την ποικιλία, αλλά στην άμεση εξυπηρέτηση, τον έλεγχο κόστους και τον περιορισμό περιττών αγορών.

Τα σχήματα franchise, από την άλλη πλευρά, παρέχουν στους ιδιοκτήτες μικρών καταστημάτων πρόσβαση σε επαγγελματική τεχνογνωσία, εμπορικά εργαλεία και οργανωμένη υποστήριξη προμηθευτικής αλυσίδας, μειώνοντας έτσι το ρίσκο της μεμονωμένης επιχειρηματικής λειτουργίας. Αυτό έχει οδηγήσει σε σημαντική αύξηση του αριθμού τέτοιων σημείων σε αστικά και ημιαστικά περιβάλλοντα, δημιουργώντας ένα πυκνό και αποτελεσματικό δίκτυο μικρής λιανικής.