Ημερίδα του Περιφερειακού Παρατηρητηρίου Κοινωνικής Ένταξης με θέμα «Συνθήκες Διαβίωσης, Αγροτικοί Θύλακες Αποστέρησης και Καταγραφή Τοπικών Αναγκών στην Κρήτη»

Επιδείνωση της ακραίας φτώχειας καταγράφεται στην Κρήτη για την περίοδο 2020-2021, ενώ η επιδοματική και άλλες συμπληρωματικές παροχές του προγράμματος για το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα δεν φαίνεται να μπορούν να ικανοποιήσουν το σύνολο των αναγκών των νοικοκυριών που τις λαμβάνουν.

Την ίδια στιγμή, σημαντικά είναι τα ευρήματα της επιτόπιας κοινωνικής έρευνας σε αγροτικούς θύλακες στο νοτιο-ανατολικό άξονα των Περιφερειακής Ενότητας Ηρακλείου και Λασιθίου με υψηλή πυκνότητα αποστερημένων κοινοτήτων αναδεικνύουν βασικά προβλήματα και ανάγκες και, επιπλέον, τη δομή της αίσθησης αυτών των τοπικών κοινωνιών για τις συνθήκες αποστέρησης.

Αυτά είναι μερικά από τα ζητήματα που αναδείχτηκαν στο πλαίσιο της ημερίδας του Περιφερειακού Παρατηρητηρίου Κοινωνικής Ένταξης στη Νεάπολη Λασιθίου με θέμα «Συνθήκες Διαβίωσης, Αγροτικοί Θύλακες Αποστέρησης και Καταγραφή Τοπικών Αναγκών στην Κρήτη» και την ενεργό συμμετοχή των Δ/νσεων  Δημόσιας Υγείας και Κοινωνικής Μέριμνας των Περιφερειακών Ενοτήτων (Π.Ε.) Λασιθίου και Ηρακλείου και των κοινωνικών υπηρεσιών των Δήμων των αντίστοιχων Π.Ε.

Τις εργασίες της ημερίδας άνοιξαν ο αντιπεριφερειάρχης Π.Ε. Λασιθίου, Ιωάννης Ανδρουλάκης, και ο αντιπεριφερειάρχης Κοινωνικής Πολιτικής, Λάμπρος Καμπουράκης, σημειώνοντας τη σημασία του Παρατηρητηρίου στη λήψη κατάλληλων μέτρων για την κοινωνική συνοχή και κοινωνική ανάπτυξη της Κρήτης, λαμβάνοντας ειδική μέριμνα για τις περιοχές και τις πληθυσμιακές ομάδες που παρουσιάζουν αυξημένες ανάγκες.

Σύμφωνα με τα πρόσφατα διαθέσιμα δεδομένα της ΕΛΣΤΑΤ και της Eurostat, η κατάσταση φτώχειας, ανισότητας, υλικής και κοινωνικής αποστέρησης στην Κρήτη είναι δυσμενής, επηρεαζόμενη από τη σημαντική επιδείνωση που καταγράφεται στο επίπεδο διαβίωσης της χώρας μετά το 2008, το οποίο υπολείπεται σημαντικά του επιπέδου διαβίωσης του μέσου όρου των χωρών της ΕΕ-27.

Μεταξύ των στοιχείων που το επιβεβαιώνουν, περιλαμβάνονται και οι δείκτες υλικής και κοινωνικής αποστέρησης, οι οποίοι εμφανίζουν τριπλάσια ποσοστά στην Ελλάδα και την Κρήτη. Στην Ελλάδα τα σχετικά ποσοστά βρίσκονται στο 29,2% (υλική και κοινωνική αποστέρηση) και 14,9% (έντονη υλική και κοινωνική αποστέρηση), στην Κρήτη στο 32,7 % και 15,3%, ενώ στο σύνολο της  ΕΕ-27 είναι 11,9% και στο 6,3% αντίστοιχα.

Παρόλο που ο κίνδυνος φτώχειας (με βάση ένα διαχρονικά σταθερό όριο) παρουσιάζει βελτίωση στη χώρα σχεδόν 10 ποσοστιαίων μονάδων την περίοδο 2015-2019, τα ποσοστά της εξακολουθούν να είναι υψηλά σε σύγκριση με την περίοδο πριν την οικονομική κρίση (48-38% την περίοδο 2015-2019 έναντι του 18,0% το 2009).

Στην Κρήτη ο αντίστοιχος κίνδυνος φτώχειας κυμαίνεται σε χαμηλότερα επίπεδα από το σύνολο της χώρας.

Το 2020 καταγράφεται ξανά μικρή επιδείνωση στον κίνδυνο φτώχειας, ως συνέπεια της αρνητικής κοινωνικο-οικονομικής επίδρασης που άσκησε η πανδημία covid-19 στην Ελλάδα. Στην περίπτωση της Κρήτης η αντίστοιχη επιδείνωση αντιστοιχεί σε μία σχεδόν ποσοστιαία μονάδα.

Η καταναλωτική ικανότητα των νοικοκυριών στην Κρήτη μειώθηκε σημαντικά μεταξύ των ετών 2014 και 2020, περιοριζόμενη όλο και περισσότερο στην κάλυψη βασικών ειδών διατροφής, έναντι άλλων σημαντικών για την ευημερία αναγκών, όπως η υγεία. Τα επιδόματα δεν παρουσιάζουν επίσης σημαντική επίδραση στη μείωση της φτώχειας, της ανισότητας και της αποστέρησης στην Ελλάδα και στην ειδικότερα στην Κρήτη, ενισχύοντας την αναγκαιότητα δωρεάν παροχής υπηρεσιών σε είδος (εκπαίδευση, παιδική φροντίδα, απασχόληση, φροντίδα ηλικιωμένων κ.α.) και κοινωνικής επένδυσης.

Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση του πληθυσμού που βιώνει ακραίες συνθήκες φτώχειας στην Κρήτη, όπου σύμφωνα με τα στοιχεία για το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα (ΕΕΕ) παρατηρείται επιδείνωση της ακραίας φτώχειας για την περίοδο 2020-2021, ενώ η επιδοματική και άλλες συμπληρωματικές παροχές του προγράμματος για το ΕΕΕ δεν φαίνεται να μπορούν να ικανοποιήσουν το σύνολο των αναγκών των νοικοκυριών που τις λαμβάνουν (2ος ερευνητικός άξονας).

Σημαντικά είναι τα ευρήματα επιτόπιας κοινωνικής έρευνας σε αγροτικούς θύλακες στον νότιο-ανατολικό άξονα των Περιφερειακή Ενότητα Ηρακλείου και Λασιθίου (3ος ερευνητικός άξονας) με υψηλή πυκνότητα αποστερημένων κοινοτήτων αναδεικνύουν βασικά προβλήματα και ανάγκες και, επιπλέον, τη δομή της αίσθησης αυτών των τοπικών κοινωνιών για τις συνθήκες αποστέρησης.

Τα ευρήματα δείχνουν χωρικούς διαχωρισμούς ανάμεσα σε απομονωμένους αγροτοκτηνοτροφικούς οικισμούς με γερασμένο πληθυσμό και δημογραφική συρρίκνωση, παράκτιους οικισμούς που βασίζονται στον εποχιακό τουρισμό και ανεπτυγμένες κωμοπόλεις ή μικρές πόλεις που λειτουργούν ως εμπορικά και κοινωνικά κέντρα των Δήμων και χώροι υποδοχής της εσωτερικής μετανάστευσης πληθυσμού.

Οι αποστερημένες κοινότητες παρουσιάζουν εξάρτηση από τον πρωτογενή τομέα, περιορισμένη καινοτομία, γεωγραφική και κοινωνική απομόνωση, αυξημένο κόστος μεταφορικών και ανεπάρκειες κοινωνικού εξοπλισμού και υποδομών.

Σε κοινωνικό επίπεδο παρατηρούνται υψηλά ποσοστά κατοίκων με χαμηλά εισοδήματα και εξάρτηση από επιδόματα, περιορισμένες ευκαιρίες νεανικής κοινωνικότητας και ποιοτικού ελεύθερου χρόνου, αδυναμία κάλυψης υπηρεσιών υγείας και κοινωνικής φροντίδας σε όλο τον πληθυσμό, έμφυλοι φραγμοί στην ένταξη των γυναικών στην τοπική οικονομία και υποστελεχωμένες κοινωνικές υπηρεσίες.

Η μελέτη επισημαίνει τη σημασία της δικτύωσης του τοπικού με υπερτοπικές ευκαιρίες και ενός συμμετοχικού κοινωνικού σχεδιασμού που αξιοποιεί εναλλακτικές μεθόδους κοινοτικής ανάπτυξης και προγράμματα κοινωνικής γεωργίας, κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας, κοινωνικής κατοικίας και επανακατοίκησης στο πλαίσιο ολοκληρωμένων χωρικών παρεμβάσεων με όραμα τη χωρική δικαιοσύνη και την κοινωνική συνοχή.