Τα τελευταία χρόνια, η άνοδος στις τιμές των τροφίμων έχει εξελιχθεί σε μια από τις πιο πιεστικές κοινωνικές και οικονομικές προκλήσεις για τον οικογενειακό προϋπολογισμό. Ιδίως για τα χαμηλότερα οικονομικά στρώματα της κοινωνίας μετατρέπεται σε μια καθημερινή αγωνία για τα ελληνικά νοικοκυριά.
Ο πληθωρισμός στην Ελλάδα σε σχέση με τον μέσο όρο στην Ευρωζώνη παραμένει σημαντικά υψηλότερος, με τους καταναλωτές να πληρώνουν ακριβότερα βασικά αγαθά στο οικογενειακό τραπέζι, καθότι σύμφωνα με έκθεση της Eurostat, από το 2019 οι τιμές στα τρόφιμα στην Ελλάδα έχουν αυξηθεί κατά 30%.
Σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, με εξαίρεση τις χώρες της Βαλτικής και τη Σλοβακία (άλμα +50%), η απόσταση της Ελλάδας δεν είναι μεγάλη. Στη Γαλλία το ποσοστό είναι +27%, στη Γερμανία +37% και στις Κάτω Χώρες (Ολλανδία και Βέλγιο) κυμαίνεται μεταξύ 38 και 39%. Στην Ιταλία το ποσοστό διαμορφώνεται στο +28%, στην Ισπανία +34% και την Πορτογαλία +32%. Ωστόσο, δομικό στοιχείο που κάνει τη διαφορά είναι το χάσμα στους μισθούς και -κυρίως- η περιορισμένη αγοραστική δύναμη των Ελλήνων καταναλωτών.
Το πλήγμα στους φτωχούς
Στην έκθεση της Eurostat δίνεται επίσης έμφαση στις ανισότητες που διογκώνει ο πληθωρισμός των τροφίμων, ο οποίος είναι πιο επιβαρυντικός για τα χαμηλότερα εισοδήματα, κάτι που προκύπτει και από τα στοιχεία που δημοσίευσε χθες η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ). Είναι χαρακτηριστικό ότι για το 2024, το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης για είδη διατροφής των νοικοκυριών του φτωχότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 33,5% των δαπανών των νοικοκυριών, ενώ το αντίστοιχο μερίδιο του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 12,7%.
«Όταν οι άνθρωποι πηγαίνουν στο σούπερ μάρκετ, αρκετοί από αυτούς αισθάνονται φτωχότεροι απ’ ό,τι πριν από την αύξηση του πληθωρισμού που ακολούθησε την πανδημία. Ένας στους τρεις ανησυχεί για το αν θα μπορεί να αγοράσει τα τρόφιμα που θα ήθελε. Και αυτό δεν είναι απλώς μια αίσθηση: οι τιμές των τροφίμων παραμένουν σταθερά υψηλές -κατά ένα τρίτο υψηλότερες απ’ ό,τι πριν από την πανδημία» επισημαίνεται στην έκθεση της Eurostat, στην οποία προστίθεται πως «οι τιμές των τροφίμων έχουν ακόμη μεγαλύτερη σημασία για τα νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα, για τα οποία η καθημερινή διατροφή “τρώει” μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους».
Η μέση μηνιαία ισοδύναμη δαπάνη των φτωχών νοικοκυριών εκτιμάται στο 32,2% των δαπανών των μη φτωχών νοικοκυριών. Τα φτωχά νοικοκυριά δαπανούν το 33,7% του μέσου προϋπολογισμού τους σε είδη διατροφής και μη οινοπνευματώδη ποτά, ενώ τα μη φτωχά το 19,7%
Οι φτωχότερες οικογένειες διαθέτουν ήδη το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους για βασικές ανάγκες, με την αγορά τροφίμων να απορροφά δυσανάλογα μεγάλο ποσοστό. Όταν οι τιμές ανεβαίνουν, οι ίδιοι δεν έχουν την ευχέρεια να περικόψουν δαπάνες από άλλους τομείς, όπως ψυχαγωγία ή πολυτελή αγαθά, γιατί απλώς δεν υπάρχουν.
Ανισότητες
Σε κάθε περίπτωση, σημαντικό παραμένει το ζήτημα των ανισοτήτων, όπως το καταγράφει η ΕΛΣΤΑΤ για το 2024.
Το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης (αγορές, τρέχουσες τιμές) του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού είναι 5,68 φορές μεγαλύτερο από το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης του φτωχότερου 20% του πληθυσμού (5,64 για το 2023). Ο δείκτης μειώνεται στο 4,38, όταν συμπεριληφθούν στην καταναλωτική δαπάνη οι τεκμαρτές δαπάνες (τελική καταναλωτική δαπάνη) (4,43 για το 2023).
Τα νοικοκυριά του φτωχότερου 20% του πληθυσμού αύξησαν τις δαπάνες τους σε σχέση με το 2023 κατά 4,8%, ενώ τα νοικοκυριά του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού κατά 5,4% .
Πηγή: ot.gr