Με ανακούφιση υποδέχτηκαν οι αγορές το σχέδιο προληπτικής ενίσχυσης της ρευστότητας της Credit Suisse, με τη διοχέτευση έως και 50 δισεκατομμυρίων ελβετικών φράγκων (50,6 δισ. ευρώ) από την κεντρική τράπεζα της Ελβετίας (SNB), που παράλληλα θα αγοράσει χρέος της τράπεζας ύψους έως και 3 δισ. φράγκων.
Ο μεγαλύτερος μέτοχος της Credit Suisse, η σαουδαραβική τράπεζα Saudi National Bank εκτίμησε ότι η αναταραχή που έχει προκληθεί στις αγορές και η κατακρήμνιση της μετοχής της ελβετικής τράπεζας ήταν «αδικαιολόγητη».
Σύμφωνα με αναλυτές όμως, η ανακωχή μπορεί να είναι πρόσκαιρη. Αναλυτές της JPMorgan ανέφεραν, ότι το δάνειο από την SNB δεν θα είναι αρκετό, για να καθησυχάσει τις ανησυχίες των επενδυτών, καθώς και ότι «το status quo δεν αποτελεί πλέον επιλογή», θεωρώντας ως πιο πιθανό αποτέλεσμα την εξαγορά της Credit Suisse.
Η εξασφάλιση της στήριξης στρατηγικών επενδυτών θα μπορούσε να είναι μια επιλογή για να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη της αγοράς. Μεταξύ των επενδυτών της βρίσκονται η Αρχή Επενδύσεων του Κατάρ και ο σαουδαραβικός όμιλος Oyalan Group.
Η αποεπένδυση από διάφορα περιουσιακά στοιχεία είναι μια επιλογή, καθώς η Credit Suisse κατέχει δραστηριότητες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων και ποσοστό στην SIX Group, την εταιρία που διαχειρίζεται το χρηματιστήριο της Ζυρίχης.
Η τράπεζα συγκαταλέγεται μεταξύ των μεγαλύτερων στον κόσμο διαχειριστών πλούτου και είναι μία από τις 30 τράπεζες που θεωρούνται παγκοσμίως συστημικά σημαντικές, των οποίων η κατάρρευση που θα μπορούσε να προκαλέσει κλυδωνισμούς σε ολόκληρο το χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Μια σειρά από σκάνδαλα επί πολλά έτη, αλλαγές στην κορυφή της διοίκησης, ζημίες ύψους πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων και μια στρατηγική στερούμενη ενθουσιασμού είναι μεταξύ των παραγόντων που συνέβαλαν στη χαώδη κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει πλέον η ελβετική τράπεζα, που μετρά 167 χρόνια ζωής.
Χρ. Σταϊκούρας: «Το τραπεζικό σύστημα είναι σε καλύτερη θέση από ό,τι ήταν πριν από τέσσερα χρόνια»
«Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα είναι σήμερα σαφώς σε καλύτερη θέση από ό,τι ήταν πριν από τέσσερα χρόνια, ώστε να απορροφήσει τυχόν κλυδωνισμούς από τις διεθνείς αγορές» τόνισε από το βήμα της Βουλής ο υπουργός Οικονομικών, Χρήστος Σταϊκούρας, με αφορμή τις αναταραχές που βιώνει το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα τις οποίες, όπως είπε, πυροδότησε κυρίως η κατάρρευση της Silicon Valley Bank και η κάθετη πτώση της τιμής της μετοχής της Credit Suisse.
Μιλώντας στο πλαίσιο συζήτησης νομοσχεδίου σχετικά με τη δημιουργία κέντρου του ΟΟΣΑ στην Κρήτη για τον πληθυσμό, ο κ. Σταϊκούρας εξήγησε ότι:
-1ον: Οι τράπεζες έχουν εξυγιάνει τους ισολογισμούς τους με τη χρήση του προγράμματος “Ηρακλής”, των οποίων οι εγγυήσεις δεν μπαίνουν στο δημόσιο χρέος – όπως με βεβαιότητα διάφορα πολιτικά κόμματα υποστήριζαν εδώ στη Βουλή – και διαθέτουν μονοψήφιους δείκτες μη εξυπηρετούμενων δανείων. Σημείωσε μάλιστα ότι τον Ιούλιο του 2019 τα κόκκινα δάνεια στο χαρτοφυλάκιο των τραπεζών ήταν περίπου στο 44%. «Τα παραλάβαμε στο 44%, όσο τα παραδώσαμε τον Ιανουάριο του 2015. Σήμερα είναι στο 8,7%, (Δεκέμβριος 2022)».
-2ον: Οι τράπεζες έχουν ενισχύσει σημαντικά τη ρευστότητα τους μέσα από δύο πυλώνες, την αύξηση των καταθέσεων και την πρόσβαση στις αγορές. «Να είμαστε συγκεκριμένοι: Οι καταθέσεις την τελευταία τετραετία έχουν αυξηθεί κατά 30% ή 50 δισεκατομμύρια ευρώ. Και η πρόσβαση στις διεθνείς αγορές έχει ενισχυθεί με εκδόσεις τίτλων και κεφαλαιακών μέσων ύψους περίπου δωδεκάμισι δισεκατομμυρίων ευρώ».
-3ον: Οι τράπεζες διατηρούν δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας αρκετά πιο υψηλά του ελάχιστου όρου. Το όριο αυτό είναι χαμηλό, σε σχέση με αυτό που έχουν οι ελληνικές τράπεζες, που είναι 17,5%το Δεκέμβριο του ’22, και
-4ον: Οι τράπεζες έχουν επανέλθει σε κερδοφορία μετά από μία σειρά ζημιογόνων χρήσεων.