Κλίμα απογοήτευσης και ερωτηματικών
Σήμερα το αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση της υπόθεσης θανάτου της 4χρονης Μελίνας Παρασκάκη θα αποφασίσει αν θα κάνει δεκτές ή όχι τις δηλώσεις εξαίρεσης των δύο εκ των τριών πραγματογνωμόνων. Αυτό σημαίνει ότι είτε αυτές γίνουν δεκτές είτε απορριφθούν, θα δοθεί και πάλι νέα προθεσμία.
Η αγωνιώδης αναζήτηση απαντήσεων από την έδρα για το τι πραγματικά συνέβη το μοιραίο πρωινό δείχνει να έχει «σκαλώσει» σε δαιδαλώδη επιστημονικά μονοπάτια. Και όσο παρατείνεται η διαδικασία, τόσο πολώνεται το κλίμα ανάμεσα στις αντίδικες πλευρές, τόσο βαθαίνει το αίσθημα απογοήτευσης εκείνων που προσδοκούν δικαίωση, τόσο εντείνεται η καχυποψία της κοινής γνώμης και δημιουργούνται σκιές για το κύρος της διαδικασίας.
Η ετυμηγορία του δικαστηρίου αναμενόταν στις 17 Δεκεμβρίου 2020, όμως η έδρα αποφάσισε να ζητήσει την επιστημονική βοήθεια τριών πραγματογνωμόνων, προκειμένου να απαντήσουν τεκμηριωμένα σε συγκεκριμένα ιατρικά ζητήματα όμως τελικά η διαδικασία κατέληξε να παραπέμπεται πια από διακοπή σε διακοπή εξαιτίας των εξαιρέσεων και των ενστάσεων.
Όπως έχει γράψει η «Π», η δήλωση εξαίρεσης υποβλήθηκε από τους δύο πραγματογνώμονες λίγα 24ωρα μετά την ένσταση της πολιτικής αγωγής με την οποία ζητούσε ακύρωση της νέας πραγματογνωμοσύνης επειδή δεν υπήρξε συνεργασία των διορισμένων πραγματογνωμόνων με τους τεχνικούς συμβούλους. Έτσι το δικαστήριο προχώρησε εκ νέου στο διορισμό των τριών για να γίνει αυτή τη φορά η διαδικασία όπως ακριβώς προβλέπεται.
Όμως λογάριαζαν χωρίς τους πραγματογνώμονες, οι οποίοι μετά την «εκρηκτική» συνεδρίαση της 29ης Ιανουαρίου και τα όσα βαριά ειπώθηκαν, αποφάσισαν να ζητήσουν την εξαίρεση τους και να απέχουν από την όλη διαδικασία.
Δημοσιογραφικές πηγές αναφέρουν ότι ο ένας εκ των δύο πραγματογνωμόνων φέρεται να επικαλείται για την εξαίρεση του τα όσα περί μεροληψίας τού καταλογίζει η πολιτική αγωγή επειδή, όπως επισημαίνεται, όταν τον διόρισε το δικαστήριο παρέλειψε να δηλώσει ότι είχε συνεργαστεί με την κατηγορούμενη στο διάστημα εργασίας της στο ΠΑΓΝΗ, κάτι όμως που δεν έγινε με δόλο, αλλά από απειρία στις διαδικασίες αυτές.
Ο ίδιος ζητά να εξαιρεθεί, καθώς ναι μεν είναι αληθές ότι είχε συνεργαστεί με την κατηγορούμενη, θεωρεί όμως ότι η μομφή που του αποδίδεται από την πολιτική αγωγή προσβάλλει βάναυσα την υπόληψη και την προσωπικότητα του καθώς, όπως υποστηρίζει, αφιέρωσε χρόνο για τη διεξοδική μελέτη και ανάλυση των συμβάντων, ώστε να απαντήσει στα ερωτήματα του δικαστηρίου.
Στο ίδιο μήκος κύματος φέρεται να κινείται και το σκεπτικό εξαίρεσης του δεύτερου πραγματογνώμονα, ο οποίος κατά πληροφορίες συμμετείχε ως μέλος στο συμβούλιο που είχε παραπέμψει την υπόθεση της αναισθησιολόγου στο πρωτοβάθμιο πειθαρχικό.
Σήμερα αναμένεται να εμφανιστούν αυτοπροσώπως ενώπιον του δικαστηρίου προκειμένου να εκθέσουν τους λόγους για τους οποίους ζητούν να εξαιρεθούν.