Πολλά τα μέτωπα με τα οποία ήρθε αντιμέτωπη η ηγεσία της τοπικής ΕΛ.ΑΣ. τα τελευταία 24ωρα στο Ηράκλειο.
Αρχικά είχαμε την επίθεση σε βάρος του Μάκη Βορίδη από μερίδα ατόμων που πέταξαν αυγά, μπουκάλια και φώναζαν συνθήματα κατά του πρώην υπουργού.
Το περιστατικό σημειώθηκε σε εστιατόριο στο κέντρο του Ηρακλείου με τους αστυνομικούς να αναζητούν τους δράστες της επίθεσης για να προχωρήσουν λίγε ώρες μετά στην εκκένωση του Ευαγγελισμού.
Όπως αναφέρει ο πρόεδρος της Ένωσης Αστυνομικών Υπαλλήλων ν.Ηρακλείου, Γιώργος Πικράκης διμοιρίες των ΜΑΤ βρίσκονταν και φρουρούσαν μέχρι και το Σάββατο το κτίριο.
Από την περασμένη Τετάρτη 29 Οκτωβρίου οι κτηνοτρόφοι προχωρούν στο κλείσιμο του ΒΟΑΚ με όλη της δύναμη της αστυνομίας να βρίσκεται επί ποδός.
Για να φτάσουμε στην Παρασκευή με την έκρηξη του εκρηκτικού μηχανισμού σε σπίτι και το πρωί του Σαββάτου στο αιματοκύλισμα.
Αναλυτικά η ανακοίνωση της Ένωσης Αστυνομικών Υπαλλήλων ν.Ηρακλείου
‘‘Όταν η αδιαφορία γίνεται ρουτίνα’’
Αν πούμε ξανά ότι «εμείς τα λέγαμε», ίσως καταντήσουμε γραφικοί.
Ωστόσο, με τις από 16 και 21 Οκτωβρίου 2025 επιστολές μας προς την Πολιτική και Φυσική Ηγεσία, μετά την επίσκεψη του Προεδρείου μας στην περιοχή της Μεσσαράς, είχαμε επισημάνει με κάθε τρόπο την έντονη και επικίνδυνη υποστελέχωση, τόσο σε ανθρώπινο δυναμικό όσο και σε οχήματα, τόσο του Αστυνομικού Τμήματος Φαιστού όσο και του Τ.Α.Ε. Μεσσαράς, υπηρεσιών που σηκώνουν στις πλάτες τους την αστυνόμευση των Βοριζίων και της ευρύτερης περιοχής, μιας περιοχής με ιδιαίτερες επιχειρησιακές απαιτήσεις, αυξημένη επικινδυνότητα και πολυσύνθετες μορφές εγκληματικότητας.
Οι επιστολές αυτές προωθήθηκαν στη Βουλή από το σύνολο σχεδόν των τοπικών Βουλευτών και διαβιβάστηκαν από την Π.Ο.ΑΣ.Υ. στην Πολιτική και Φυσική Ηγεσία χωρίς όμως απάντηση έως σήμερα.
Χρόνια τώρα είχαμε προειδοποιήσει με σαφήνεια για την ιδιαίτερη και πολυεπίπεδη εγκληματικότητα που μαστίζει την περιοχή, από παραβατικότητα του κοινού ποινικού δικαίου έως φαινόμενα που θυμίζουν «άβατα» και καταστάσεις εκτός ελέγχου.
Και όμως, κανένα αρμόδιο αυτί δεν ίδρωσε.
Φαίνεται πως μόνο όταν θρηνούμε νεκρούς, τότε και μόνον τότε, η Ηγεσία δείχνει να αντιλαμβάνεται το μέγεθος του προβλήματος.
Ακόμη και στις πρόσφατες έκτακτες μεταθέσεις, μόλις πέντε (5) αστυνομικοί προβλέπεται να ενισχύσουν τη Διεύθυνση Αστυνομίας Ηρακλείου — τη στιγμή που γνωρίζουμε πως, μέχρι το τέλος του έτους, θα αποστρατευτούν υπερπολλαπλάσιοι, αφού οι αποστρατείες αναμένονται μαζικές.
Η αριθμητική, δυστυχώς, είναι αμείλικτη.
Αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι ήδη από την επιστολή μας της 24ης Ιανουαρίου 2025, είχαμε παρουσιάσει τεκμηριωμένα και αναλυτικά στοιχεία για την υποστελέχωση της Διεύθυνσης Αστυνομίας Ηρακλείου, τα οποία — παρά τη σαφήνεια και τη βαρύτητά τους — ουδέποτε ελήφθησαν υπόψη από την Ηγεσία.
Απόσπασμα της από 24-01-2025 επιστολής μας:
«Ας δούμε τι λένε όμως και οι αριθμοί:
Ο πληθυσμός της Ελλάδας σύμφωνα με την απογραφή του 2021 είναι 10.482.487 κάτοικοι.
Το προσωπικό της Ελληνικής Αστυνομίας ανέρχεται περίπου σε 55.000 αστυνομικούς, άρα αντιστοιχεί 1 αστυνομικός ανά 190,59 μόνιμους κατοίκους (πανελλαδική αναλογία 1/190,59).
Ο πληθυσμός του Νομού Ηρακλείου είναι 305.017 κάτοικοι.
Κατά συνέπεια, θα έπρεπε να υπηρετούν τουλάχιστον 1.600 αστυνομικοί, σύμφωνα με την πανελλαδική αναλογία.
Σήμερα υπηρετούν μόλις 761 αστυνομικοί, δηλαδή λιγότεροι από τους μισούς από όσους θα έπρεπε!
Και όλα αυτά χωρίς να υπολογίζονται οι εκατομμύρια τουρίστες που κατακλύζουν το νομό κάθε καλοκαίρι, οι χιλιάδες φοιτητές που σπουδάζουν στις δεκάδες πανεπιστημιακές σχολές της πόλης μας, καθώς και το νέο διεθνές αεροδρόμιο Καστελίου, που αναμένεται να λειτουργήσει το 2027 χωρίς καμία πρόβλεψη αστυνομικής ενίσχυσης.»
Για του λόγου το αληθές, παραθέτουμε εκ νέου, συνημμένες, και τις τρεις επιστολές μας (24 Ιανουαρίου, 16 Οκτωβρίου και 21 Οκτωβρίου 2025), οι οποίες δυστυχώς δεν βρήκαν καμία ανταπόκριση από τους αρμόδιους φορείς.
Η κατάσταση πλέον δεν επιδέχεται άλλες καθυστερήσεις.
Ζητάμε ουσιαστική και άμεση ενίσχυση της Διεύθυνσης Αστυνομίας Ηρακλείου με μόνιμο προσωπικό, μέσω των τακτικών μεταθέσεων, και όχι το ημίμετρο των αποσπάσεων (με έξοδα Δημοσίου), που απλώς μεταθέτουν το πρόβλημα χωρίς να το λύνουν.
Δυστυχώς, το έργο το έχουμε ξαναδεί:
Μετά από κάθε τραγωδία, ανακοινώνονται αποσπάσεις για κάποιους μήνες, με έξοδα του Δημοσίου, οι οποίες παρουσιάζονται ως «ενίσχυση».
Μόλις περάσουν οι μήνες και η σκόνη έχει καταλαγιάσει, οι συνάδελφοι αυτοί επιστρέφουν στις ιδιαίτερες πατρίδες τους, και τότε το ίδιο έργο επαναλαμβάνεται — με την ίδια επικίνδυνη ανεπάρκεια προσωπικού.
Η πλειοψηφία των αποσπασμένων συναδέλφων έχει δει την Κρήτη ίσως μόνο από τον χάρτη, και η περιοχή της Μεσσαράς τους είναι παντελώς άγνωστη.
Έτσι, μέχρι να προσαρμοστούν στις ιδιαίτερες κοινωνικές και γεωγραφικές συνθήκες του τόπου μας, έχει ήδη παρέλθει το διάστημα της απόσπασής τους.
Αυτό δεν είναι ενίσχυση· είναι διαχείριση της στιγμής, όχι λύση ουσίας.
Δυστυχώς, επιβεβαιωθήκαμε με τον χειρότερο τρόπο μετά τα τραγικά γεγονότα στη Μεσσαρά.
Η πραγματικότητα αποδεικνύει πως η αδιαφορία και η έλλειψη άμεσης ενίσχυσης των αστυνομικών υπηρεσιών της περιοχής έχει πλέον σοβαρές και τραγικές συνέπειες — τόσο για τους συναδέλφους μας, όσο και για την ασφάλεια των πολιτών.
Είναι δε, προσβλητικό και υποτιμητικό για τη νοημοσύνη τόσο των συμπολιτών μας όσο και των αστυνομικών, η Πολιτεία να εμφανίζεται και να «ενισχύει» προσωρινά τις τοπικές αστυνομικές δυνάμεις μόνο μετά από κάποια αιματοχυσία, κατόπιν εορτής, δηλαδή.
Η αστυνόμευση δεν μπορεί να λειτουργεί με όρους επικοινωνίας· οφείλει να λειτουργεί με όρους πρόληψης, σοβαρότητας και σχεδίου.
Και ας μην ξεχνάμε κάτι ακόμη:
Είναι εύκολο και απλό να κρίνουμε και να ρωτάμε κατόπιν εορτής :«πού ήταν η Αστυνομία τη στιγμή της ένοπλης συμπλοκής;;;», την ίδια στιγμή που η αποστελεχωμένη Διεύθυνση Αστυνομίας Ηρακλείου είχε να διαχειριστεί ταυτόχρονα τα μπλόκα των κτηνοτρόφων στον Β.Ο.Α.Κ. και την εκκένωση της κατάληψης του Ευαγγελισμού, με προσωπικό επί μέρες καταπονημένο, να εργάζεται σε διπλοβάρδιες, πολλές φορές χωρίς καν την ελάχιστη ανάπαυση. Αυτή είναι η πραγματικότητα της πρώτης γραμμής — και αυτή η πραγματικότητα δεν επιδέχεται ωραιοποιήσεις.
Καλούμε τους Βουλευτές του Νομού Ηρακλείου, αλλά και τους τοπικούς φορείς που πάντοτε στέκονται στο πλευρό μας στα σοβαρότατα ζητήματα της αστυνόμευσης, να σταθούν και τώρα στο ύψος των περιστάσεων, ώστε να μην επιτραπεί ξανά τέτοια αιματοχυσία.
Η ασφάλεια των πολιτών και η αξιοπρέπεια των αστυνομικών δεν μπορεί να περιμένει άλλο και δεν διαπραγματεύεται.
Η κοινωνία του Ηρακλείου το απαιτεί — και το αξίζει».
