Η ιστορία της Τούλας Αμάνα μοιάζει με ένα έπος της σύγχρονης ελληνικής διασποράς. Κρητικοπούλα, με ρίζες που φτάνουν μέχρι τη Μικρά Ασία και τα Προσφυγικά της Σάμου, ξεκίνησε στα 17 της για την Αμερική με μια βαλίτσα όνειρα, όρεξη για σκληρή δουλειά και, όπως έδειξε η ιστορία, απίστευτες αντοχές.
Στη Φλόριντα κατάφερε να χτίσει μια επιχειρηματική αυτοκρατορία στον χώρο της εστίασης, να μεγαλώσει παιδιά μέσα στις δυσκολίες, να γίνει παράδειγμα γυναικείας δύναμης και ανεξαρτησίας.
Σήμερα, με πλούσια εμπειρία και γεμάτη καρδιά, μιλά ανοιχτά για την ανάγκη επιστροφής στις ρίζες: στην Ελλάδα, στην Κρήτη που ποτέ δεν έφυγε από την ψυχή της. «Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά 40 χρόνια σκλαβιά και φυλακή στην ξενιτιά», λέει χαρακτηριστικά, αφήνοντας να φανεί η εσωτερική της απόφαση.
Η κρητική ρίζα και η οικογενειακή μνήμη
«Ο προπάππος μου ο Αρίστος Μακριδάκης, από την οικογένεια Μακριδάκη, το 1800 κάτι έφυγε από την Κρήτη και πήγε στη Μικρά Ασία», αφηγείται η ίδια. «Από εκεί, η γιαγιά μου το 1922, με τον διωγμό, έφτασε στα Προσφυγικά της Σάμου. Εκεί κατέληξε η οικογένεια. Εγώ, όμως, μεγάλωσα στην Αθήνα, με τη γιαγιά μου, μια γυναίκα που είχε ζήσει δύο παγκοσμίους πολέμους».
Η γιαγιά της, η Καλλιόπη, υπήρξε μια εμβληματική φιγούρα, που «σημάδεψε» την πορεία της και την δίδαξε -με τη στάση και τη ζωή της- ήθος και αντοχή. «Την είχαν συλλάβει οι Γερμανοί, ήταν να την εκτελέσουν γιατί μετέφερε όπλα στους αντάρτες. Τελικά τη φυλάκισαν και τη μετέφεραν στο Κάιρο. Η νοοτροπία που πήρα από αυτήν δεν ήταν μιας γενιάς, αλλά δύο πιο πίσω. Και αυτό με έκανε πάντα δυνατή», τονίζει με έμφαση.
Στα 17 της χρόνια, η Τούλα πήρε μια γενναία απόφαση: να φύγει για τις Ηνωμένες Πολιτείες. «Ήμουν μαθήτρια στο Αμερικανικό Κολέγιο της Αγίας Παρασκευής. Ο θείος μου, ο Τσούκας, ήταν τότε πρύτανης στο Columbia University. Εκείνος με ενθάρρυνε να σπουδάσω στην Αμερική. Σκέφτηκα πως θα πάω, θα σπουδάσω και θα γυρίσω πίσω. Όμως έμεινα…».
Η δεκαετία του ’70 στην Ελλάδα δεν πρόσφερε ευκαιρίες. Η νεαρή Τούλα βρήκε στην Αμερική έναν κόσμο πιο ανοιχτό. «Ήταν πολύ πιο εύκολο να δημιουργήσεις περιουσία. Στην Ελλάδα δεν είχαμε τότε τις ίδιες προοπτικές. Ήταν πριν μπούμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Εκεί, αν δούλευες, έβλεπες αποτελέσματα».
Σερβιτόρα, manager, ιδιοκτήτρια
Θυμάται τα πρώτα της βήματα και τα περιγράφει με συγκλονιστικές λεπτομέρειες: «Δούλεψα σερβιτόρα σε εστιατόριο. Με τα λεφτά όχι μόνο ζούσα εγώ, αλλά έστελνα και στον παππού και στη γιαγιά στην Αθήνα. Σε έξι μήνες έγινα manager. Σε δυο-τρία χρόνια βρέθηκα ιδιοκτήτρια του κτηρίου».
Αυτό που για άλλους έμοιαζε απίστευτο, για εκείνη ήταν απλώς η δύναμη της εργατικότητας. «Όταν έβλεπα κάτι βρώμικο, το καθάριζα. Όταν έβλεπα κάτι που έπρεπε να γίνει, το έκανα. Δεν περίμενα να μου πει κάποιος. Έτσι προχώρησα. Μέχρι που ο ιδιοκτήτης μού πούλησε το μαγαζί και μάλιστα με τα χρέη του.
Όλοι έλεγαν “γιατί το έκανε αυτό;”. Μα όταν ξέσπασε ο τυφώνας Andrew, το δικό μου ήταν το μόνο μαγαζί με ρεύμα. Είχα ουρές για μήνες! Εκεί χτίστηκε η βάση μου».
Χτίζοντας μια αυτοκρατορία στη Φλόριντα
Κάθε τρία με πέντε χρόνια, η Τούλα άνοιγε και ένα νέο εστιατόριο. Στη Μπόκα Ρατόν, στο Μαϊάμι, σε άλλες περιοχές. «Κάθε επιχείρηση που άνοιγα, έδινε δουλειά σε 30 με 50 άτομα. Γι’ αυτό και η Κυβέρνηση με βοηθούσε με χρηματοδοτήσεις. Σιγά-σιγά έφτιαξα κτήματα, κτήρια, ό,τι έβρισκα το ανακαίνιζα και το έκανα κόσμημα».
Η ίδια χαμογελά όταν θυμάται τις ουρές που δημιουργούνταν έξω από τα μαγαζιά της. «Εγώ το απολάμβανα. Να βλέπω τον κόσμο να έρχεται, να τρώει, να διασκεδάζει. Ήταν δύσκολη δουλειά – 24 ώρες το 24ωρο, 7 μέρες την εβδομάδα. Αλλά μού έδωσε δύναμη».
Σήμερα έχει έξι εστιατόρια, από τα οποία τα δύο δουλεύουν όλο το 24ωρο, και 150 άτομα προσωπικό, έχοντας μειώσει τα εστιατόρια της από 9 και το προσωπικό από 300.
Συχνά η Τούλα φοράει κράνος κατασκευής, σηματοδοτώντας τον ενεργό ρόλο της στην ανάπτυξη ακινήτων. Αλλά τις τελευταίες δεκαετίες, έχει φορέσει πολλά καπέλα -επιχειρηματίας, μητέρα, σύζυγος, μέντορας, δασκάλα, σεφ, ιδιοκτήτρια εστιατορίων και ιδιοκτήτρια γης.
Από την άφιξή της το 1979 ως νεαρή μετανάστρια, η πορεία της Τούλας περιλαμβάνει πλέον ένα χαρτοφυλάκιο πολύτιμων ακινήτων σε Hallandale Beach, Davie, Fort Lauderdale και Boca Raton, όλα στον τομέα της φιλοξενίας, με πάνω από 250 εργαζόμενους. Η θρυλική αλυσίδα Flashback Diner, τώρα σε τρεις τοποθεσίες, έχει επιβιώσει 33 χρόνια οικονομικών κύκλων, τυφώνων, COVID-19 και συνεχούς ανανέωσης.
Προσωπική ζωή και σπουδές
Παρά την επιχειρηματική επιτυχία, η προσωπική ζωή δεν ήταν εύκολη. Τα παιδιά μεγάλωσαν χωρίς να με έχουν στο σπίτι συνέχεια. Τώρα ο γιος μου, ο Γιάννης, είναι 21, και έχω και δύο κορίτσια».
Με συγκίνηση θυμάται: «Τα μωρά τα έφερναν στο μαγαζί, τα θήλαζα εκεί, μέσα στην κουζίνα. Η μάνα μου με βοηθούσε, αλλά ο άντρας μου είχε αναπηρία και δεν δούλεψε ποτέ. Ήταν σκληρά χρόνια. Αλλά ό,τι έχω κάνει, το έκανα με ιδρώτα».
Η Τούλα δεν περιορίστηκε μόνο στην επιχειρηματικότητα. Συνέχισε να σπουδάζει: «Πήρα Bachelor στα Οικονομικά και στην Πληροφορική, Master στο Real Estate και τώρα κάνω διδακτορικό στη Δημόσια Διοίκηση. Πάντα με ενδιέφερε η πολιτική, η οργάνωση, η διαχείριση. Αυτό μού έδωσε προοπτική».
Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, κάτι άλλαξε. «Η Αμερική δεν είναι πια όπως την ήξερα. Μετά τον Covid, οι άνθρωποι έγιναν πιο τεμπέληδες. Τα νέα παιδιά μπλέκουν με ναρκωτικά. Δεν υπάρχει πια ηθική. Δεν έχω πια σύνδεσμο με αυτή τη νοοτροπία».
Όλο και πιο συχνά, η σκέψη της στρέφεται στην Ελλάδα. «Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά 40 χρόνια σκλαβιά και φυλακή στην ξενιτιά», λέει με φωνή που δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης. «Θέλω να επαναπατριστώ. Να δω τι μπορώ να κάνω εδώ, στις ρίζες μου. Στην Κρήτη, στην Ελλάδα που αγαπώ».
Η Κρήτη στην ψυχή της
Παρά τα χρόνια μακριά, η Κρήτη δεν έφυγε ποτέ από την ψυχή της. «Όπου κι αν πήγα, κουβαλούσα την Κρήτη. Το φαγητό, τη μουσική, τον τρόπο σκέψης. Όταν έρχομαι εδώ, οι συγγενείς μού λένε “Αμερικανάκι”. Μα εγώ ξέρω ποια είμαι. Είμαι Ελληνίδα, Κρητικιά, με ρίζες που πάνε πίσω αιώνες».
Σήμερα, καθώς οι μεγάλες αλυσίδες και οι ουρανοξύστες απειλούν να αλλάξουν το τοπίο στη Φλόριντα, η Τούλα σκέφτεται σοβαρά να πουλήσει μέρος της περιουσίας της. «Με πιέζουν να τα πουλήσω όλα, γιατί οι περιοχές που έχω τα μαγαζιά ανεβαίνουν πολύ. Όμως εγώ θέλω να δω πώς μπορώ να επενδύσω στην Ελλάδα. Να κάνω κάτι που θα ενώνει τις δύο πατρίδες μου: εισαγωγές, εξαγωγές, συνεργασίες. Να δώσω πίσω σε αυτόν τον τόπο».
Το όνομά της είναι ήδη γνωστό στη Φλόριντα. Πολλά έχουν γραφτεί γι’ αυτήν. Όμως εκείνη ξέρει ότι η αληθινή της ιστορία δεν είναι μόνο τα εστιατόρια, αλλά η δύναμη να σταθεί όρθια. «Η ιστορία μου είναι σαν παραμύθι», λέει. «Μπορείτε να το δείτε και στο διαδίκτυο. Αλλά για μένα είναι πραγματικότητα. Δούλεψα σκληρά, μεγάλωσα παιδιά, κράτησα αξίες. Και τώρα θέλω να γυρίσω πίσω, στην Ελλάδα, για να γράψω το επόμενο κεφάλαιο».
Η Τούλα Αμάνα δεν είναι απλώς μια επιχειρηματίας. Είναι μια γυναίκα που κουβαλάει την ιστορία της Κρήτης, τη μνήμη της Μικράς Ασίας, το τραύμα της προσφυγιάς, αλλά και τη δύναμη της ελληνικής μετανάστριας που πάλεψε και κέρδισε. Κι αν η Αμερική τής έδωσε ευκαιρίες, είναι η Ελλάδα που εξακολουθεί να της δίνει νόημα. Γιατί, όπως λέει η ίδια: «Όσο μακριά κι αν πας, η πατρίδα σε καλεί. Και κάποια στιγμή, η καρδιά σου βρίσκει τον δρόμο πίσω».