Με λαμπρότητα και κατάνυξη θα τιμηθεί και φέτος στο Ηράκλειο η μνήμη του Αγίου Αποστόλου Τίτου, πρώτου Επισκόπου Κρήτης, στον επιβλητικό Καθεδρικό Ναό που είναι αφιερωμένος στη χάρη του και δεσπόζει στην καρδιά της πόλης.
Την Κυριακή 24 Αυγούστου, στις 7 το απόγευμα, θα τελεστεί Πανηγυρικός Αρχιερατικός Εσπερινός παρουσία κλήρου, αρχών και πιστών, ενώ οι εορτασμοί θα κορυφωθούν τη Δευτέρα 25 Αυγούστου, ανήμερα της εορτής, με Όρθρο και Αρχιερατικό Συλλείτουργο, προεξάρχοντος του Αρχιεπισκόπου Κρήτης κ.κ. Ευγενίου. Μετά τη Θεία Λειτουργία, θα πραγματοποιηθεί επιμνημόσυνη δέηση στον περίβολο του ναού για την ανάπαυση των ψυχών των Χριστιανών που σφαγιάστηκαν στις 25 Αυγούστου 1898, ενώ θα κατατεθούν στεφάνια στο μνημείο τους. Το ίδιο απόγευμα, στις 7, θα τελεστεί Εσπερινός και Παράκληση.
Η Ιερά Αρχιεπισκοπή Κρήτης και το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο καλούν τον λαό του Ηρακλείου να δώσει δυναμικό παρών στις εκδηλώσεις, που συνδέουν τη λατρευτική ζωή με την ιστορική μνήμη.
Ορθόδοξος ναός, καθολικός αλλά και τζαμί
Ο Άγιος Τίτος είναι ένας ναός που μια πλούσια ιστορία που σεβάστηκαν οι Ενετοί. Όταν οι Βενετοί φθάνουν στο νησί ως κυρίαρχοι βρίσκουν την πόλη του Χάνδακα, έδρα της Αρχιεπισκοπής της Κρήτης, και το μεγαλόπρεπο Μητροπολιτικό ναό του Αγίου Τίτου να δεσπόζει στο κέντρο της πόλης.
Στη διάρκεια της B΄ Βυζαντινής περιόδου ο ναός του Αγίου Τιτου ο επισημότερος και μεγαλύτερος στο Χάνδακα, γίνεται η Μητρόπολη της νέας Επισκοπής της Κρήτης. Αργότερα οι Βενετοί εγκαθιστούν στο ναό Λατίνο αρχιεπίσκοπο μετατρέποντάς τον σε Επισκοπή Λατίνων.

Βρίσκεται στην οδό 25ης Αυγούστου, δίπλα στην ενετική οπλαποθήκη (Αρμερία) και την Ενετική λέσχη (Λότζια).
Στη διάρκεια της μακραίωνης ιστορίας του ο ναός καταστράφηκε επανειλημμένως από σεισμούς και πυρκαγιές. Ωστόσο, οι εκάστοτε κυρίαρχοι φρόντιζαν άμεσα για την αποκατάστασή του, καθώς αποτελούσε το σημαντικότερο μνημείο της πόλης. Το 1925, μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών, ο ναός πέρασε στη δικαιοδοσία της Εκκλησίας της Κρήτης.Ο ναός, που εγκαινιάστηκε από τον Φαντίνο Ντάντολο το 1446, ήταν μια τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική με περίτεχνη διακόσμηση. Στη δυτική του πρόσοψη είχε τρεις πόρτες, όπως φαίνεται σε σχέδιο του ζωγράφου Μανέα Κλώντζα.
Ο ναός καταστράφηκε κατά το σεισμό του 1856 και ανοικοδομήθηκε το 1869, σε σχέδια του Ηπειρώτη αρχιτέκτονα Αθανάσιου Μούση. Κτίζεται νέο μεγαλοπρεπές τέμενος εκλεκτικιστικού ρυθμού. «Το χαρίεν αυτό αρχιτεκτονικόν καλλιτέχνημα, που δεν υπήρξε παρόμοιον του εν Κρήτη», όπως λέει ο Ξανθουδίδης, «με τα πολλά παράθυρά του, με τα καμπυλωτά και τοξωτά περιγράμματά των, παρουσιάζει όψη αραβική, όπως το βλέπομε σήμερα.
Ο ναός έχει σχήμα βασιλικής , σχεδόν τετράγωνο, με τρούλο στη μέση και ανεξάρτητο κωδωνοστάσιο στη νοτιοδυτική του γωνία. Ο ναός δεν έχει κόγχες και είναι προσανατολισμένος ανατολικά, στεγασμένος με ενιαία στέγη. Στο εσωτερικό δύο τοξοστοιχίες χωρίζουν το ναό σε τρία κλίτη.
Μετά την περίοδο της Αραβοκρατίας και την ανάκτηση της Κρήτης το 961 από τους Βυζαντινούς, αποκαταστάθηκε και η εκκλησία της Κρήτης. Ο ερειπωμένος Χάνδακας χτίστηκε ξανά εκ θεμελίων και έγινε πρωτεύουσα του νησιού. Την περίοδο αυτή πρέπει να κτίστηκε ο ναός που αφιερώθηκε στον Ισαπόστολο Τίτο, για να συνεχιστεί η παλαιά θρησκευτική παράδοση, που είχε διακοπεί από τους Άραβες που κατέστρεψαν τη Γόρτυνα, την πρώτη θρησκευτική πρωτεύουσα του νησιού στην οποία υπήρχε ο ναός του Αγίου Τίτου, τμήματα του οποίου σώζονται και σήμερα.
Στο νέο ναό απόθεσαν την κάρα του Αγίου Τίτου, τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Μεσοπαντίτισσας και άλλα λείψανα και κειμήλια που είχαν σώσει Χριστιανοί από το ναό της Γόρτυνας. Στον περίβολο του ναού έθαβαν τους Αρχιεπισκόπους, τους Κατεπάνω και τους Στρατηγούς της Βυζαντινής περιόδου. Η πρακτική αυτή συνεχίστηκε και τις επόμενες περιόδους.
Ο Νοός του Ντάντολο
Μετά την εγκατάσταση των Βενετών στην Κρήτη, το Βατικανό έδιωξε τον Ορθόδοξο Μητροπολίτη Κρήτης και τους Επισκόπους κι εγκατέστησε Λατίνους, Αρχιεπίσκοπο και Επισκόπους. Ωστόσο, οι Ενετοί δεν πείραξαν το ναό του Αγίου Τίτου, ο οποίος παρέμεινε όπως ήταν με τις βυζαντινές εικόνες και τα ορθόδοξα κειμήλια. Μάλιστα, καθώς ήθελαν να φαίνεται ότι συνεχίζουν την εκκλησιαστική παράδοση της Κρήτης, επέτρεπαν ενίοτε στους ορθόδοξους ιερείς να λειτουργούν σύμφωνα με το τυπικό της Ανατολικής Εκκλησίας.
Στα μέσα του 15ου αιώνα, ο ναός ανακαινίστηκε από το Λατίνο αρχιεπίσκοπο Φαντίνο Ντάντολο καθώς είχε υποστεί μεγάλες καταστροφές από σεισμό. Στο μεγάλο βωμό τοποθετήθηκε η κάρα του Αγ. Τίτου, το λείψανο του Αγίου Στεφάνου, του Αγίου Μαρτίνου και της Αγίας Φωτεινής. Τα εγκαίνια του ναού έγιναν στις 3 Ιανουαρίου 1446.
Ο ναός άντεξε το σεισμό του 1508 χωρίς να χάσει την αρχική του μεγαλοπρέπεια για να υποστεί ανεπανόρθωτες φθορές από την μεγάλη πυρκαγιά στις 3 Απριλίου 1544. Ωστόσο, το 1557 κτίστηκε εκ νέου και έγινε «η αρχαιότατη βασιλική ωραιότατη» (pulcherrima et vetustis operis basilica) όπως αναφέρει ο περιηγητής Jan Van Kootwyck (1598).

Κατά τη διάρκεια της οθωμανικής περιόδου, ο ναός παραχωρήθηκε στον πορθητή του Χάνδακα Φαζίλ Αχμέτ Κιοπρουλή και μετατράπηκε σε τζαμί -το λεγόμενο Βεζίρ τζαμί- ενώ το κωδωνοστάσιο μετατράπηκε σε μιναρέ. Κατά την παράδοση του Χάνδακα στους Οθωμανούς, το 1669, όλα τα κειμήλια μεταφέρθηκαν στη Βενετία. Συγκεκριμένα, στον Άγιο Μάρκο της Βενετίας μεταφέρθηκε η Κάρα του Αγίου Τίτου ενώ στην εκκλησία της Σωτηρίας (della Salute) φυλάσσεται ακόμα μέχρι σήμερα η εικόνα της Μεσοπαντίτισσας.
Ο μεγάλος σεισμός του 1856 κατέστρεψε εξ ολοκλήρου το ναό, που κτίστηκε πάλι από την αρχή, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Αθ. Μούση.
Ορθόδοξος Ναός
Το 1925, μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών, ο ναός πέρασε στη δικαιοδοσία της Εκκλησίας της Κρήτης και επισκευάστηκε κατάλληλα για να αποδοθεί εκ νέου στην Ορθόδοξη Χριστιανική λατρεία. Τότε αφαιρέθηκε και ο μιναρές του. Στις 3 Μαΐου 1925, ύστερα από 256 χρόνια, έγιναν τα εγκαίνιά του και αφιερώθηκε πάλι στον Ισαπόστολο Τίτο.
Το 1930 έγινε η εικονογράφηση του Ναού από τον αυτοδίδακτο Καστρινό ζωγράφο Ευάγγελο Μαρκογιαννάκη.
Στις 15 Μαΐου 1966 πραγματοποιήθηκε με κάθε λαμπρότητα και επισημότητα η ανακομιδή της Κάρας του Αγίου Τίτου από τον Άγιο Μάρκο της Βενετίας.