Στο δικαστήριο όμως βρέθηκε και κατέθεσε η αδερφή της Suzanne Eaton

Ακόμα και σήμερα, σχεδόν 15 μήνες από τη φρικτή δολοφονία της Suzanne Eaton, ο σύζυγος (επίσης διακεκριμένος επιστήμονας διεθνώς)  και οι δύο γιοι της εξακολουθούν να μην γνωρίζουν ανατριχιαστικές πτυχές της υπόθεσης.

Δεν είναι ακόμα σε θέση να μάθουν όλα όσα βίωσε η αγαπημένη τους σύζυγος και μητέρα πριν ξεψυχήσει με τόσο βίαιο τρόπο στα χέρια του 28χρονου Χανιώτη. Όπως ανέφερε στο δικαστήριο η δικηγόρος κ. Βάσω Πανταζή (εκ των συνηγόρων υποστήριξης κατηγορίας μαζί με τον συνάδελφο της Γιώργο Τζερίζ) υποστηρίζονται ακόμα ψυχολογικά.

Έτσι ενώ παραστάθηκαν δια των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, δεν ταξίδεψαν στην Ελλάδα από την Αμερική. Επιπρόσθετος παράγοντας δυσκολίας ήταν και η πανδημία καθώς απαιτείται ειδική άδεια.

Στο δικαστήριο όμως βρέθηκε και κατέθεσε η αδερφή της Suzanne Eaton. Με δάκρυα στα μάτια και με αξιοθαύμαστη αξιοπρέπεια περιέγραψε τη νύχτα που της τηλεφώνησε ο γαμπρός της και την ενημέρωσε για την εξαφάνιση της Sue. «Ήταν θαυμάσια και μεγαλειώδης η αδερφή μου.

Ήταν το πιο ενδιαφέρον άτομο που έχω γνωρίσει. Είχε πάθος και ήταν εκπληκτική στο να βρίσκει απαντήσεις σε επιστημονικά ζητήματα. Αγαπούσε και στήριζε τρομερά την οικογένεια της».

Η ίδια λίγο πριν αποχωρήσει από τη δικαστική αίθουσα, θέλησε να εκφράσει την ευγνωμοσύνη της σε όλους όσοι συμμετείχαν στις έρευνες εντοπισμού της αδερφής της, σε αστυνομικούς, πυροσβέστες, λιμενικούς, κατοίκους της περιοχής, εθελοντές και ιδιώτες που διέθεσαν δικά τους μέσα. «Ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όλους», είπε.

Ήταν σαν να είχε πέσει πάνω στα βράχια από ύψος 7 μέτρων

Στο δικαστήριο κατέθεσαν και οι δύο φίλοι στους οποίους έμελλε τη μοιραία νύχτα να μπουν στο καταφύγιο για την ανίχνευση μετάλλων και να βρεθούν μπροστά στο πτώμα της αγνοούμενης Σούζαν.

Η παρουσία τους στον μυστηριώδη αυτό χώρο λειτούργησε ως Θεία δίκη καθώς αν δεν την έβρισκαν εκείνοι, ίσως και να μην βρίσκονταν ποτέ η άκρη του νήματος. Περιέγραψαν ότι είχαν πάει εκεί 20 ημέρες πριν για να βρουν την είσοδο και ξαναπήγαν για μία απλή εξερεύνηση. Η οσμή που αναδυόταν τους έβαλε σε σκέψεις. Όταν είδαν το πτώμα, πίστεψαν ότι ήταν κούκλα.

Τρελάθηκαν όταν συνειδητοποίησαν ότι πρόκειται για άνθρωπο. «Στην αρχή κολλήσαμε. Σκεφτήκαμε πως είναι κούκλα αλλά μετά είδαμε το παπούτσι. Τα χάσαμε. Το πτώμα ήταν σαν είχε κάνει βουτιά από επτά μέτρα ύψος πάνω στα βράχια.

Υπήρχε φόβος, αγωνία, τα δευτερόλεπτα έμοιαζαν με αιώνα. Δεν μπορούσαμε να το πιστέψουμε».

Να σημειωθεί ότι την ακροαματική διαδικασία παρακολούθησαν η μητέρα του 28χρονου, ο αδερφός του και η σύζυγος του. Μάλιστα η μητέρα σημείωνε συνεχώς σε ένα τετράδιο κάποιες φράσεις από τις καταθέσεις των μαρτύρων ενώ το ειρωνικό της χαμόγελο  στην κατάθεση αστυνομικού της Ασφάλειας προκάλεσε την αντίδραση των συνηγόρων της πολιτικής αγωγής.

Ο αστυνομικός περιέγραψε ότι η συμπεριφορά του 28χρονου ήταν εξ αρχής προβληματική. «Βγήκε από το σπίτι με δάκρυα στα μάτια, είχε τρομερό άγχος και έτρεμε ενώ ήταν απλά ύποπτος στη φάση αυτή».

Η μοναδική μάρτυρας που εξετάστηκε από την πλευρά της υπεράσπισης ήταν η ψυχολόγος, η οποία υποστηρίζει τη μητέρα του 28χρονου και στο πλαίσιο των επαφών αυτών είχε έρθει σε επικοινωνία και με τον κατηγορούμενο. Πολύς λόγος έγινε για τις ψυχιατρικές πραγματογνωμοσύνες που αμφισβήτησε η υπεράσπιση. Σε αυτές αναφέρεται η «απουσία οξείας ψυχοπαθολογίας του δράστη» κατά τη φάση τέλεσης του αδικήματος και γίνεται λόγος για διαταραχή προσωπικότητας με απουσία συναισθηματικής ανταπόκρισης».