Συγκίνησε η Αργυρώ μιλώντας για τον προπάππο της το Ματθαίο και τους άλλους ήρωες της Δαμάστας

Mια ιδιαίτερη στιγμή στην τιμητική εκδήλωση για τους ήρωες της Δαμάστας και του Μαράθου, ήταν η εκφώνηση του λόγου της ημέρας από ένα νέο κορίτσι. Η Αργυρώ Μουντουφάρη, στάθηκε απέναντι στα ασβεστωμένα μνήματα και με λόγο μεστό, τρυφερό και δυνατό μίλησε για τον προπάππο της το Ματθαίο και τους άλλους ήρωες.

Ανασύροντας αναμνήσεις που από παιδί άκουγε και χαράχτηκαν με τρόπο ανεξίτηλο στην μνήμη της . Μίλησε για ιστορίες που αποτέλεσαν την σκληρή πραγματικότητα όσων συνέβησαν στην κατοχή στην Κρήτη, τους ανθρώπους που εκτελέστηκαν και τα γεγονότα που ως σήμερα “στοιχειώνουν” τους απογόνους τους. Αλλά την ίδια ώρα τους κάνουν υπερήφανους και δυνατούς.

Στην ομιλία της η Αργυρώ Μουντουφάρη ανέφερε:

Είμαστε οι αναμνήσεις μας. Εικόνες, διηγήσεις, συναισθήματα, ιστορίες πολύτιμες και δυνατές. Σαν εκείνες που γράφτηκαν σε αυτόν εδώ τον τόπο πριν από 81 χρόνια. Αναμνήσεις σαν αυτές που χαροκαμένες μάνες διηγούνταν στα παιδιά τους, παππούδες στα εγγόνια τους. Και αυτά με τη σειρά τους, στα δικά τους παιδιά. Με τον κύκλο να συνεχίζεται γενιά τη γενιά. 

Εμείς, οι νέοι, οι απόγονοι τους, δεν γνωρίσαμε τους πρωταγωνιστές αυτής της ιστορίας. Μάθαμε για αυτούς από τους παππούδες και τους γονείς μας, από τότε που θυμόμαστε τον εαυτό μας να ερχόμαστε σαν προσκυνητές σε αυτό τον τόπο. Ακούγαμε διψασμένοι για ιστορίες, τις διηγήσεις που φάνταζαν σαν παραμύθια στην αρχή, μέχρι που μεγαλώνοντας συνειδητοποιήσαμε το μέγεθος και το μεγαλείο των γεγονότων που εκτυλίχθηκαν σε αυτό τον άγονο τόπο. Ακούγαμε, ρωτούσαμε, μαθαίναμε, βλέπαμε…Τα δάκρυα στα μάτια, το τρεμούλιασμα στη φωνή, τις λιγοστές φωτογραφίες που διασώθηκαν, ζώντας μέσα από τις ιστορίες, βλέποντας μέσα από τα μάτια των πρωταγωνιστών, ακούγοντας την ηχώ από το πηγάδι του χρόνου. 

Διηγήσεις για την αντίσταση, το σαμποτάζ στο Δαμαστό που στάθηκε η αφορμή για το ολοκαύτωμα της Δαμάστας, την παγίδα που έστησαν οι Γερμανοί τον 15 Αύγουστο στο μεγάλο πανηγύρι της Παναγίας, ξεγελώντας τους κατοίκους ότι τίποτα δεν επρόκειτο να συμβεί, κανένα αντίποινο για το σαμποτάζ, ώστε να τους πείσουν να επιστρέψουν στο χωριό. 

Και τότε… τότε ξεκίνησε να ξετυλίγεται το δράμα. Εκείνο το μαύρο ξημέρωμα. Πριν ακόμα ανατείλει ο ήλιος και το ημερολόγιο δείξει 21 Αυγούστου. 

Ο προπάππους μου, ο Ματθαίος, όπως όλοι οι κάτοικοι του χωριού, ανυποψίαστοι ξεκίνησαν τις δουλειές του πρωινού, τα ταΐσουν τα ζώα, να ετοιμαστούν για να κατηφορίσουν στον κάμπο, να ακολουθήσουν το δρόμο που οδηγούσε στην επιβίωση, χωρίς να ξέρουν ότι εκείνο ήταν το τελευταίο ξημέρωμα της ζωής τους. Και τότε ακούστηκαν οι φωνές που έσκισαν την ησυχία του πρωινού. Πόρτες που έσπαζαν, απειλητικές διαταγές. Όπλα προτεταμένα στα πρόσωπα αγουροξυπνημένων παιδιών και νυσταγμένων  μανάδων, εισβολή στα νοικοκυριά. Τρόμος, αγωνία, έκπληξη, που θα μετατρέπονταν σε λίγο σε θρήνο. 

Οι Γερμανοί αδίστακτοι και εκδικητικοί, τους μάζεψαν όλους σε ομάδες, κατεβάζοντας τους με την απειλή των όπλων στην άκρη του χωριού. Και εκεί, ματωμένα χέρια έδειξαν το δρόμο του ξεριζωμού και της θυσίας, επιλέγοντας τους 30 Δαμαστιανούς που επρόκειτο να πάρουν το δρόμο για το Κερατίδι. Στην άλλη άκρη γυναίκες, μανάδες και πατεράδες, σύζυγοι και παιδιά, αποχαιρετούσαν με τα δακρυσμένα βλέμματα τους αγαπημένους τους, που σε ομάδες των 15 κατηφόριζαν τον αμαξωτό. Εκείνη την ώρα, ένα κομβόι του Ερυθρού Σταυρού πλησίαζε το χωριό με το προσωπικό, έχοντας συνειδητοποιήσει τι έπονταν, να προσπαθεί να σταματήσει το κακό. Όμως εις μάτην. Η απόφαση είχε παρθεί. 

Το δρόμο της θυσίας είχαν ανοίξει ήδη τα 19 παλικάρια από το γειτονικό Μάραθος και ετοιμάζονταν να τον ακολουθήσουν οι Δαμαστιανοί. Τους οδήγησαν εδώ, στο Κερατίδι, αναγκάζοντας τους να ανέβουν το κακοτράχαλο μονοπάτι που σήμερα σηματοδοτεί ένα λιτό μνημείο στον αμαξωτό. Και σε αυτό το χώρο, οι πρώτοι 15 δέχτηκαν το σφυροκόπημα από τα Γερμανικά πολυβόλα για να ακολουθήσουν λίγα λεπτά αργότερα οι άλλοι 15 Δαμαστιανοί αφήνοντας την τελευταία τους πνοή να ταξιδέψει στους ουρανούς, μαζί με το φως, προς το φως, με την πρώτη δροσιά εκείνου του μοιραίου πρωινού. 

Πίσω στο χωριό, το δράμα εξελίσσονταν σε εξίσου τραγικούς ρυθμούς. Τα γυναικόπαιδα και οι ηλικιωμένοι έπαιρναν το δρόμο της ξενιτιάς, στα γύρω χωριά, όσο οι Γερμανοί ξεσπούσαν τα κύματα της εκδικητικής τους μανίας, λεηλατώντας τα σπίτια, ισοπεδώνοντας τα, καίγοντας και καταστρέφοντας, ρημάζοντας το μέχρι πριν από λίγες ώρες, γεμάτο ζωή, χωριό.  

Και κάπως έτσι, ξεκίνησε ο Γολγοθάς. Βρίσκοντας μια προσωρινή στέγη στα γύρω χωριά, χωρίς υπάρχοντα, χωρίς σπίτια, χωρίς τρόφιμα, χωρίς τίποτα. Η αγωνία της επιβίωσης συνοδεύονταν από την ακόμα μεγαλύτερη αγωνία για τους αγαπημένους τους. Κάπου στην άκρη του μυαλού υπήρχε η ελπίδα, σαν σπίθα σε δυνατό, μανιασμένο άνεμο, που πάλευε να κρατηθεί ζωντανή, ότι ίσως να είχαν σωθεί, ίσως να είχε συμβεί κάτι που άλλαξε τον ρου των γεγονότων. Όμως όσο περνούσαν οι ώρες, οι μέρες, η καρδιά σφίγγονταν όλο και περισσότερο, μέχρι που τα σκληρά νέα έσκισαν τον ουρανό. Μια από τις ομάδες αναζήτησης στις γύρω περιοχές είχε επιβεβαιώσει τους χειρότερους από τους φόβους. Οι 30 ήταν νεκροί. Είχαν εκτελεστεί στο Κερατίδι.

Οι πέτρες ράγισαν στο άκουσμα των τραγικών νέων και οι κραυγές ακούστηκαν στις πλαγιές και τις κορφές του Ψηλορείτη. Σαν σε σκηνές από αρχαία τραγωδία, ο ανείπωτος θρήνος αντιλάλησε στα σκληροτράχηλα μέρη και το μονοπάτι της θυσίας μετατράπηκε σε εκείνο ενός συγκλονιστικού προσκυνήματος, του ίδιου που ακολουθούν κάθε μέρα εδώ και 81 χρόνια οι Δαμαστιανοί.

Οι μάνες, οι γιοί και οι κόρες, οι πατεράδες και οι παππούδες, πήραν το δρόμο για το Κερατίδι, φτάνοντας εδώ , μπροστά σε ένα θέαμα βγαλμένο από τους χειρότερους εφιάλτες που ο ανθρώπινος νους μπορεί να φανταστεί. Σε σωρούς, τα σώματα των ηρώων, σκεπάστηκαν με το ξερό Αυγουστιάτικο χώμα αυτής της γης, στα σημεία όπου έπεσαν νεκροί από τα Γερμανικά πολυβόλα. Χωρίς αξίνες, με γυμνά χέρια, χώμα και πέτρες, έστησαν τους πρόχειρους τάφους που ποτίστηκαν με τα πρώτα εκείνα δάκρυα από τα πολλά, ποτάμια ολάκερα, που θα ακολουθούσαν τα επόμενα χρόνια. 

Και ύστερα, μια ακόμα πράξη του δράματος. Η επιβίωση. Χωρίς υπάρχοντα, αφού τα είχαν λεηλατήσει οι Γερμανοί, χωρίς ελπίδα, με το χειμώνα να ξεπροβάλλει απειλητικός στον ορίζοντα, δεν είχαν άλλη επιλογή από το να ζήσουν. Στοιβαγμένοι στο παλιό σχολείο, στα χαλάσματα, σε ότι είχε μείνει στο ισοπεδωμένο χωριό, έδωσαν τη σκληρή μάχη με το χρόνο και την ακόμα σκληρότερη με τον πόνο που θέριευε. 

Κοιτάξτε γύρω σας. Δείτε τα ασβεστωμένα μνήματα, στα σημεία που τάφηκαν οι ήρωες της Δαμάστας, τα κυπαρίσσια που φυτεύτηκαν και ποτίστηκαν με το αίμα τους, με τα άνθη που μετέτρεψαν αυτό το χώρο σε ένα πολύχρωμο χαλί μνήμης.

Αναλογιστείτε τα γεγονότα που εκτυλίχθηκαν εδώ. 

Κοντοσταθείτε και θυμηθείτε όλες εκείνες τις ιστορίες που μας διηγήθηκαν γιαγιάδες και παππούδες για αυτό το χώρο, το ποτισμένο με δάκρυα και αίμα χώμα, τα κυπαρίσσια καθένα από τα οποία είναι ο φύλακας των μνημάτων και των ψυχών των ηρώων της Δαμάστας. 

Αφήστε το βλέμμα σας να περιπλανηθεί σε αυτό τον τόπο. Θυμηθείτε τα χρόνια που ήσασταν παιδιά και σαν μελίσσια , μέρες σαν κι αυτή, μαζευόσασταν γύρω από την ποδιά της γιαγιάς παρακολουθώντας την τελετουργία της μνήμης, ακούγοντας τους ήχους της σιωπής, νιώθοντας τις προσευχές να ανεβαίνουν στον ουρανό μαζί με το θυμίαμα και τους καπνούς των κεριών. 

Μπορεί αυτοί να μην είναι πια κοντά μας, να μην μπορούμε να τους αγγίξουμε, να νιώσουμε την ανακουφιστική, προστατευτική παρουσία τους, αλλά μπορούμε να ακούσουμε ξανά τις ιστορίες τους, που βρίσκονται για πάντα φυλαγμένες στο θησαυροφυλάκιο της μνήμης. 

Μπορούμε να τους φανταστούμε όλους ανάμεσα μας, πλάι μας, να συμμετέχουν από εκεί ψηλά μαζί με τους ήρωες της Δαμάστας, σε αυτό το προσκλητήριο μνήμης. 

Και αν νιώσετε μια σταγόνα στο μπράτσο να πέφτει και να κυλά στα ξαφνικά, μην αναρωτηθείτε, μην ξαφνιαστείτε. Ίσως είναι ένα δικό σας δάκρυ. Ίσως πάλι ένα δικό τους. 

Κρατήστε το. Σαν ένα πολύτιμο διαμάντι. Και δώστε και εσείς την υπόσχεση ότι θα κάνετε το δικό σας χρέος και θα μεταφέρετε αυτές τις ιστορίες σαν ανεκτίμητη κληρονομιά στις επόμενες γενιές. Ώστε ποτέ να μην ξεχαστούν. 

Αιωνία τους η μνήμη…!