Ρέθυμνο: “Δεν είμαστε γκαρσόνια, αλλά οικοδεσπότες”

«”Πείτε μου, πώς μπορούμε να γκρεμίσουμε τα τελευταία τέσσερα μέτρα από το ύψος του μιναρέ; Είναι πιο ψηλός από το καμπαναριό της μητρόπολης. Oταν με το καλό μάς έρθουν τα κρουαζιερόπλοια και ξυπνάνε το πρωί οι Αμερικανοί, θα νομίζουν ότι φτάσανε στην Τουρκία”, μου είχε πει ένας τοπικός άρχοντας όταν πρωτοδιορίστηκα αρχαιολόγος στην Εφορεία Ρεθύμνου πριν από πολλά χρόνια», μου διηγείται ο Κωστής Γιαπιτσόγλου, καθώς περπατούσαμε στα στενά της πιο καλοδιατηρημένης παλιάς πόλης της Κρήτης.

«Ευτυχώς ο μικρός πολεοδομικός δαίδαλος του 16ου αιώνα είχε ήδη γλιτώσει από τις πολυκατοικίες και δεν κινδύνευε ούτε από τέτοιες ιδέες. Αφενός υπήρξαν ορισμένοι φωτισμένοι άνθρωποι, διαχρονικοί του προστάτες. Oταν έφυγαν οι Τούρκοι, λ.χ., στις αρχές του 20ού αιώνα άρχισαν να γκρεμίζουν τα οθωμανικά. Oμως, ένας δήμαρχος, ο Τίτος Πετυχάκης το σταμάτησε. Αργότερα προέκυψε μια μελέτη από τον Πικιώνη το ’60 την εποχή της πρώιμης τουριστικής ανάπτυξης.

Εχοντας πάρει εντολές άνωθεν, είχε σχεδιάσει μέχρι και ελικοδρόμιο στη Φορτέτσα και προσθήκες τουριστικών καταλυμάτων εντός του φρουρίου. Τελικά οι ντόπιοι αντέδρασαν και ματαιώθηκε. Τη δεκαετία του ’80 βοήθησε πολύ και η Μελίνα Μερκούρη στη διάσωση. Αφετέρου δεν είχαμε λιμάνι και αεροδρόμιο, όπως τα Χανιά και το Ηράκλειο που μπήκαν γρήγορα στον μαζικό τουρισμό», μου λέει ο μικρασιατικής καταγωγής Γιαπιτσόγλου, του οποίου οι πρόγονοι εγκαταστάθηκαν στο Ηράκλειο: «Σ’ ένα ταξίδι στη Σμύρνη βρήκαμε με τον παππού μου το σπίτι μας. Ιδιοκτήτης ένας Τουρκοκρητικός Χανιώτης. Συνταγματάρχης. Μας καλοδέχτηκε. Κλάμα ο παππούς, κλάμα κι αυτός. Oταν πηγαίνω στη Μικρασία η ψυχή μου ανατριχιάζει, αλλά τώρα πια, ζώντας 25 χρόνια στο Ρέθυμνο, νιώθω ντόπιος», μας λέει.

Οσμές και φωνές στα σοκάκια

Όπως είναι ανακατεμένη η δική του ταυτότητα, έτσι είναι και η ρυμοτομία και τα κτίρια της παλιάς πόλης. Μας γυρίζουν πίσω στους Ενετούς τού 16ου αιώνα, αλλά και τους Οθωμανούς που έκτισαν τζαμιά και προσέθεσαν σαχνισιά και λουτρά στα βενετσιάνικα οικοδομήματα. «Οι ντόπιοι σήμερα έχουν συναίσθηση της σημασίας της Ιστορίας, αν και πάντα ξεφυτρώνουν ζητήματα μικροσυμφέροντος. Καταλαβαίνουν ωστόσο ότι όλοι οι ξένοι έρχονται ακριβώς για ό,τι έχει διατηρηθεί. Αυτό είναι η υπεραξία, αισθητική και οικονομική. Ενα μεγάλο κομμάτι που ήταν αμιγής κατοικία έχει γίνει Airbnb ή μικρά ξενοδοχεία. Συντηρήθηκαν όμως τα παλιά οικοδομήματα με τους κανόνες που ορίζει η αρχαιολογία και τα σωστά υλικά, που κοστίζουν. Επίσης υπάρχουν ακόμη οι μόνιμοι κάτοικοι, είναι μια ζώσα πολιτεία, όχι σκηνικό», τονίζει ο αρχαιολόγος.

«Εγώ που θυμάμαι τα σοκάκια από τα παιδικά μου καλοκαίρια νομίζω ότι έχουν χάσει τη μαγεία με τα τόσα καφέ και εστιατόρια», λέει η Μαρία Μαραγκού. Η δημοσιογράφος και ιστορικός τέχνης που συναντήσαμε στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Ρεθύμνου έχει βάλει το δικό της λιθαράκι στον σύγχρονο πολιτισμό με θαυμάσιες και πολύ πρωτοποριακές εκθέσεις.

«Το Ρέθυμνο θα μπορούσε λόγω της φυσιογνωμίας και του μεγέθους του να είναι ένα διαμαντάκι, μια πόλη μπουτίκ σε όλα της», συμπλήρωσε. Λίγο πιο κάτω ήταν το ινδικό εστιατόριο Saffron. Το Ρέθυμνο έκαναν σπίτι τους περίπου 1.000 Ινδοί που ήρθαν από τη δεκαετία του 1990 να εργαστούν σε κρητική επιχείρηση. Ο Γκουρνάμ Σινγκ Ντούλκου κατέληξε εδώ αφότου βρήκε δουλειά σε καράβι ελληνικής ιδιοκτησίας. Ο γιος του σπουδάζει ήδη στο Μετσόβιο και η κόρη του ετοιμάζεται να δώσει Πανελλαδικές. Τον πετύχαμε την ημέρα που έφευγε για ένα δεκαπενθήμερο στη γενέτειρά του στο Παντζάμπ: «Ζω εδώ από το 1993 και τα δυο μου παιδιά γεννήθηκαν στο Ρέθυμνο. Την Κρήτη τη θεωρούν πατρίδα τους διότι στην Ινδία πάνε μόνο για διακοπές. Και εγώ μετά από τόσα χρόνια αισθάνομαι πια Κρητικός. Ποτέ δεν έχουμε αντιμετωπίσει πρόβλημα ρατσισμού. Εχει ηρεμία και ασφάλεια εδώ, ούτε στο ποδήλατο που κάνω διανομές δεν βάζω λουκέτο».

Το σάουντρακ του Ρεθύμνου είναι ήχοι που κάνουν τα ροδάκια από τις βαλίτσες στα πλακόστρωτα, ανάμεικτοι με την κρητική μουσική που έβγαινε από κάθε μεγάφωνο. Αναζητήσαμε στη νέα πόλη το μαγαζί του Μανώλη Σταγάκη, εγγονού του αναμορφωτή της κρητικής λύρας, που συνεχίζει την τέχνη του συνονόματου παππού: «Παλιά δεν υπήρχε επαγγελματίας οργανοποιός ούτε προκαθορισμένος τύπος λύρας. Τις δε επισκευές έκαναν οι επιπλοποιοί. Ο παππούς μου ξεκίνησε να τις επιδιορθώνει και μετά άρχισε να τις αλλάζει δανειζόμενος στοιχεία από το βιολί. Οι επινοήσεις του ήταν τόσο επιτυχημένες που καθιέρωσε το μοντέλο που κυριαρχεί σήμερα. Ο ίδιος ήταν και μουσικός. Στην Κρήτη και βέβαια στο Ρέθυμνο δεν υπάρχει οικογένεια να μην έχει όχι ένα, αλλά δύο οργανοπαίκτες. Δεν πρόκειται για αναβίωση της παράδοσης, αλλά τη συνέχισή της. Αυτό συμβαίνει επειδή γεννάει κάθε μέρα η κρητική μουσική καινούργια τραγούδια με δισκογραφία. Δεν είναι όπως τα ηπειρώτικα, τα βλάχικα όπου αναπαράγονται περισσότερο τα παλιά. Η λύρα, όπως και η Κρήτη, γεφυρώνει την Ανατολή και τη Δύση. Είναι κάτι ζωντανό και γι’ αυτό μπορεί να σου αλλάξει τη διάθεση. Παίρνει δε τον χαρακτήρα του παίκτη, αλλά και του μάστορα. Αν δεν τη φτιάξεις με την αναπαή σου –δηλαδή με την υπομονή σου– δεν θα βγει καλή», τονίζει στην «Κ».

«Οι ντόπιοι σήμερα έχουν συναίσθηση της Ιστορίας, αν και πάντα ξεφυτρώνουν ζητήματα μικροσυμφέροντος. Καταλαβαίνουν ωστόσο ότι όλοι οι ξένοι έρχονται ακριβώς για ό,τι έχει διατηρηθεί. Αυτό είναι η υπεραξία, αισθητική και οικονομική».

Φιλοξενία με παράδοση

Στον Σταγάκη μάς συνόδεψε ο Δημήτρης Καλαϊτζιδάκης, που κοντεύει 50 χρόνια στον τουρισμό κι έχει περιποιηθεί –ως κορυφαίο στέλεχος της Grecotel– από τον πιο απλό ξένο πολίτη έως αρχηγούς κρατών και παγκόσμιες προσωπικότητες, όπως η Χίλαρι Κλίντον ή ο Μάικλ Δουκάκης. Ηταν αυτός που είχε στήσει μια μεγάλη καμπάνια για να στηρίξει τους ντόπιους μάστορες και χειροτέχνες της πόλης.

«Τη φιλοξενία οι Ρεθυμνιώτες πρωτοπόροι των ξενοδοχείων, όπως ο Νίκος Δασκαλαντωνάκης, τη μάθανε στα σπίτια τους από τις μανάδες τους και τώρα περνάει από γενιά σε γενιά». Ο ίδιος διδάχθηκε τα εκλεκτά από τον παππού και τον πατέρα του. Σπούδασε σε Ελλάδα και Αμερική και ήταν εκείνος που καθιέρωσε τον πρώτο κρητικό μπουφέ σε πρωινό. «Το ζητούμενο σήμερα είναι οι αυθεντικές εμπειρίες, αλλά και οι αυθεντικές γεύσεις, επειδή δεν τις ζουν όσοι μεγαλώνουν σε πόλεις. Η Κρήτη προσφέρει αυτή τη δυνατότητα διότι η μέση παραμονή είναι 8,5 μέρες και έτσι μπορεί ο επισκέπτης να γνωρίσει το βουνό και τη θάλασσα». Πρόσφατα εργάστηκε εντατικά για ένα μεγάλο επίτευγμα, τη δημιουργία ενός κέντρου αριστείας για την υγεία και την ευεξία με έδρα τη Βοστώνη και στρατηγικό εταίρο τον όμιλο Grecotel.

Η πρωτοβουλία ανήκει στον ομογενή Στέφανο Κάλη, καθηγητή του Τμήματος Δημόσιας Υγείας της Ιατρικής Σχολής του Χάρβαρντ. Στόχος είναι η παγκόσμια ανάδειξη της ελληνικής παραδοσιακής διατροφής και ιδιαίτερα της κρητικής, ως επιστημονικά αποδεδειγμένο παράδειγμα υγιεινού τρόπου ζωής.

Ηδη έχουν γίνει τρία διεθνή συνέδρια στην Κρήτη με κορυφαίους ερευνητές από τα Ιvy League πανεπιστήμια – και όχι μόνο για την τροφή και την ποιοτική μακροζωία. «Στο κέντρο είναι το κρητικό βίωμα, μια και οι σύνεδροι ανταλλάσσουν απόψεις αλλά ραβδίζουν ελιές με καλάμια, δοκιμάζουν φρέσκο λάδι και προϊόντα. Η καινοτόμος σκέψη του Κάλη είναι ότι η αλλαγή τρόπου ζωής ξεκινάει από τους φοιτητές. Σκεφτείτε, λ.χ., ότι ο υπεύθυνος σίτισης του δημοσίου Πανεπιστημίου της Μασαχουσέτης έχει την ευθύνη για 55.000 γεύματα τη μέρα. Hδη έχει μυηθεί στο να χρησιμοποιεί ελληνικά προϊόντα, όπως ελαιόλαδο από Κρήτη, όσπρια, φρέσκα ψάρια από Κεφαλονιά. Eχει για 6η χρονιά το καλύτερο πρόγραμμα σίτισης ψηφισμένο από τους ίδιους τους φοιτητές. Στη Νέα Αγγλία όλα τα πανεπιστήμια προσφέρουν 108 εκατ. γεύματα κατά το ακαδημαϊκό έτος. Να η ευκαιρία για την Κρήτη και τη χώρα μας. Στις ΗΠΑ οι φοιτητές θεωρούνται πελάτες για τέσσερα χρόνια, αλλά και αυριανοί επιδραστικοί ηγέτες».

Πέρυσι ο κ. Καλαϊτζιδάκης προσκλήθηκε από το Πανεπιστήμιο του Γέιλ για διαλέξεις και εκπαίδευση μαζί μ’ έναν συνάδελφό του σεφ. Μίλησαν σε 75 επαγγελματίες των χώρων εστίασης του πανεπιστημίου για πιο υγιεινές επιλογές: «Φανταστείτε ότι στο Γέιλ η μέση κατανάλωση ελαιολάδου ανά φοιτητή είναι εξαπλάσια από τη μέση κατανάλωση για την υπόλοιπη Αμερική», μας εξηγεί.

Τα ξαδέλφια Δασκαλαντωνάκη και Μπιρλιράκη, που ξεκίνησαν ως λαδέμποροι, ήταν οι σκαπανείς της ρεθυμνιώτικης ξενοδοχίας. Συναντήσαμε την Πέπη Μπιρλιράκη, μέλος της δεύτερης γενιάς, που έχει παρακολουθήσει από παιδί όλη την εξέλιξη της φιλοξενίας από τη δεκαετία του ’70: «Ο πατέρας μου Μανώλης και ο αδελφός του Νίκος –παρά το ότι στη χούντα ο τελευταίος εξορίστηκε– έκτισαν το 1972 το πρώτο σύγχρονο ξενοδοχείο 150 κλινών στο Ρέθυμνο, το “Ιδαίον”, που μάλιστα παρέλαβε το πρώτο γκρουπ Σκανδιναβών από τσάρτερ. Oταν το άνοιξε ήμουν 12 ετών. Υπήρχε φτώχεια, η παλιά πόλη ήταν μισογκρεμισμένη, είχε κατσαρίδες και ποντίκια. Κι όμως, το δικό μας κτίριο είχε ασανσέρ που πολλοί άνθρωποι δεν είχαν ξαναδεί, maître d’ hotel και σεφ. Οταν κτίστηκε βέβαια δεν υπήρχαν κανονισμοί και έτσι έγινε σύγχρονο με τέσσερις ορόφους. Το 1984 έκανα πια εγώ ένα από τα πρώτα μπουτίκ ξενοδοχεία στην παλιά πόλη όπου είχε αρχίσει να αλλάζει και να προστατεύεται η αρχιτεκτονική κληρονομιά. Πολλά χρόνια αργότερα, ως εκλεγμένη αντιδήμαρχος, πήρα τον λόγο σ’ ένα αρχιτεκτονικό συνέδριο και ζήτησα δημόσια συγγνώμη γι’ αυτό που έκανε η οικογένειά μου στην παλιά πόλη. Τώρα, λ.χ., μια μεγάλη πρόκληση είναι η ολοκλήρωση του νέου αεροδρομίου του Καστελίου, που θα τριπλασιάσει τους τουρίστες. Τι θα κάνουμε με τις υποδομές; Οταν τη δεκαετία του 1980 η τουριστική ανάπτυξη και έλευση του πανεπιστημίου συνέπεσαν, από πόλη 15.000 κατοίκων φτάσαμε σταδιακά στις 45.000, συν 12.000 φοιτητές. Τόσο για τους ντόπιους όσο και για τους ξένους όλα αυτά πρέπει να σχεδιαστούν άμεσα». Κάνει μια παύση και πίνει μια γουλιά κρασί. «Λένε ότι είμαστε τα γκαρσόνια της Ευρώπης. Λάθος. Είμαστε οι οικοδεσπότες των διακοπών των ανθρώπων και αυτό είναι μια υπόθεση ιερή για μας τους Ρεθυμνιώτες».

 

Το στίγμα και η σιωπή

Ως τέως αντιδήμαρχος τουρισμού με πολλές θητείες, η κ. Μπιρλιράκη κλήθηκε να αντιμετωπίσει ένα ιδιαίτερα δύσκολο ζήτημα που φανερώνει την πιο σύνθετη προσωπικότητα του νομού Ρεθύμνης.

 

«Σε χωριό του Μυλοποτάμου, Γερμανοί τουρίστες δέχτηκαν το 2022 επίθεση από ντόπιους, όταν διαμαρτυρήθηκαν ότι ένα αγροτικό προκάλεσε ζημιά στο ενοικιαζόμενο αυτοκίνητό τους. Εφαγαν γροθιές, απειλήθηκαν με μαχαίρι και πήγαν να τους εμβολίσουν το όχημα. Ως δημοτική και περιφερειακή αρχή εννοείται ότι βρεθήκαμε στο πλευρό των ξένων που είχαν υποστεί σοκ, βοηθώντας τους στην καταγγελία.

 

Την ίδια ώρα προσπαθούσα να περιορίσουμε και τη μεγάλη ζημιά δυσφήμησης με την οποίαν κινδύνευε η περιοχή. Εμάς τους Κρητικούς μάς πονάνε περισσότερο αυτά τα περιστατικά και υποφέρουμε περισσότερο και από τους ξένους για μια κάστα που κατεβαίνει από τα βουνά και έχει αυτή την επικίνδυνη συμπεριφορά», λέει η κ. Μπιρλιράκη. Ηταν η μόνη που δέχτηκε επωνύμως να μιλήσει για ένα ζήτημα που πολλοί θεωρούν ως τη μαύρη κηλίδα του Ρεθύμνου.

 

Η παραβατικότητα αφορά ακόμη και παιδιά που πηγαίνουν (ή μάλλον δεν πολυπηγαίνουν) σχολείο. Καλλιέργεια και εμπορία χασίς, οπλοφορία και οπλοχρησία, προβλήματα εξαρτήσεων, ενδοοικογενειακή βία, εκφοβισμός εκπαιδευτικών είναι κάποια από τα ζητήματα στον Μυλοπόταμο. Το χειρότερο είναι ότι η πολιτεία κάνει τα στραβά μάτια στις τεράστιες επιδοτήσεις που παίρνουν ορισμένοι βοσκοί, παρουσιάζοντας καταφανώς ψεύτικο αριθμό ζώων, αλλάζοντας τα σκουλαρίκια στα αυτιά τους. Κάπως έτσι τις στερούνται άλλοι, που πραγματικά ματώνουν στις κορυφές.

 

Ρέθυμνο: Δεν είμαστε γκαρσόνια, αλλά οικοδεσπότες-1

Η ιστορικός τέχνης Μαρία Μαραγκού εκπαίδευσε τους κατοίκους στη σύγχρονη εικαστική δημιουργία μέσα από πρωτοποριακές εκθέσεις στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Ρεθύμνου. [ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ]

Ρέθυμνο: Δεν είμαστε γκαρσόνια, αλλά οικοδεσπότες-2

Ο Μανώλης Σταγάκης στο εργαστήριό του. Ο τρίτης γενιάς οργανοποιός πήρε το όνομα του παππού του αναμορφωτή της σύγχρονης κρητικής λύρας, της οποίας ο τύπος αποκαλείται «Σταγάκη». [ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ]

Ρέθυμνο: Δεν είμαστε γκαρσόνια, αλλά οικοδεσπότες-3

Ο Δημήτρης Καλαϊτζιδάκης –εδώ με τη θυγατέρα του Ολγα– καθιέρωσε το ξενοδοχειακό πρωινό με τα τοπικά κρητικά προϊόντα και εργάζεται για την εξωστρέφεια της κρητικής διατροφής. [ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ]

Ρέθυμνο: Δεν είμαστε γκαρσόνια, αλλά οικοδεσπότες-4

«Τη δεκαετία του ’80 βοήθησε πολύ και η Μελίνα Μερκούρη στη διάσωση. Επίσης, δεν είχαμε λιμάνι και αεροδρόμιο, όπως τα Χανιά και το Ηράκλειο που μπήκαν γρήγορα στον μαζικό τουρισμό», λέει ο Κωστής Γιαπιτσόγλου, αρχαιολόγος στην Εφορεία Ρεθύμνου. [ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ]

Ρέθυμνο: Δεν είμαστε γκαρσόνια, αλλά οικοδεσπότες-5

«Υποφέρουμε περισσότερο και από τους ξένους για μια κάστα που κατεβαίνει από τα βουνά και έχει επικίνδυνη συμπεριφορά», σχολιάζει η ξενοδόχος Πέπη Μπιρλιράκη, με αφορμή επίθεση ντόπιων σε Γερμανούς τουρίστες το 2022. [ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ]

Ρέθυμνο: Δεν είμαστε γκαρσόνια, αλλά οικοδεσπότες-6

«Αισθάνομαι πια Κρητικός. Ποτέ δεν έχουμε αντιμετωπίσει πρόβλημα ρατσισμού. Εχει ηρεμία και ασφάλεια εδώ, ούτε στο ποδήλατο που κάνω διανομές δεν βάζω λουκέτο», λέει ο ινδικής καταγωγής Γκουρνάμ Σινγκ Ντούλκου, που ζει στο Ρέθυμνο από το 1993. [ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ]

Τυρί, χόρτα, κρασί με τη μνήμη του τόπου

Οταν ρωτήσαμε για την παραβατικότητα στον Μυλοπόταμο τον κτηνοτρόφο Μανώλη Πατεράκη, που παράγει ένα από τα ωραιότερα βιολογικά κρητικά γιαούρτια και είναι μέλος στον Πανελλήνιο Σύνδεσμο Κτηνοτρόφων, το βλέμμα του μας έδωσε την απάντηση. Για τον ίδιο το πιο σημαντικό αυτή τη στιγμή είναι ότι οικονομικά δίνει μάχη επιβίωσης.

 

«Ο παππούς μου και ο πατέρας μου ήταν από πολύτεκνες οικογένειες βοσκών και μεγάλωσαν με τρομερές δυσκολίες. Το κάθε μέλος είχε από έναν ρόλο, σαν μοναστήρι που ο καθένας μοναχός έχει το διακόνημά του. Κάπως έτσι λειτουργούσαν τα πράγματα. Σήμερα φτάσαμε στην εποχή που έχει προχωρήσει η τεχνολογία. Θεωρητικά θα έπρεπε να είναι όλα πιο εύκολα», μας έλεγε με την κατσούνα στο χέρι και ένα hands free ακουστικό στο αυτί.

«Εχω κι εγώ πολλά αδέλφια με πενταπλάσια ζώα από τον πατέρα μας και όμως δεν βγαίνουμε. Οι παλιοί δεν είχαν ΕΝΦΙΑ, ΕΦΚΑ, αυξήσεις στο ρεύμα, δεν έπρεπε να δανείζονται, να έχουν διανομές, να εκχερσώνουν εκτάσεις για να παράγουν δικές τους ζωοτροφές, δεν ήταν υποχρεωμένοι να επενδύσουν για να μη μείνουν πίσω. Δεν έφτιαχναν τυριά με τις προδιαγραφές που έχουμε σήμερα, δεν είχαν κλιματική αλλαγή και ανομβρία τρεις μήνες. Είμαι στην άκρη του θεού, μόνος με τα ζώα στη φύση, που αν σκοτωθώ στον γκρεμό δεν θα με πάρει κανείς χαμπάρι, που κάνω θυσίες προσωπικής ζωής και μοναξιάς, δεν έχω ωράριο, γιορτές και όμως δεν βγαίνω. Το κράτος πρέπει να συνειδητοποιήσει αυτό το πράγμα, γιατί η νησιωτική κτηνοτροφία δεν μοιάζει με αυτήν της στεριάς».

Μαζεύοντας 25 είδη χόρτων

Στο μαγαζί του Μανώλη Παπαδογιαννάκη στο χωριό Ατσιπόπουλο δοκιμάσαμε την πεμπτουσία της κρητικής φύσης, μια και ο ιδιοκτήτης είναι ίσως ο καλύτερος γνώστης στα χόρτα, στα μανιτάρια και τα σαλιγκάρια του νησιού. Μας έφερνε χορταρικά που δεν είχαμε ξαναδεί ούτε ξανακούσει το όνομά τους, αλλά η νοστιμιά τους ήταν απίστευτη.

Ο Μανώλης Παπαδογιαννάκης με τη γυναίκα τ«Για όποιον δεν γνωρίζει είναι όλα τα χόρτα το ίδιο. Για μένα εκεί που περπατώ και κοιτάζω κάτω είναι σαν να βρίσκω έναν καλό φίλο που ξέρω ποιος είναι, ξέρω το όνομά του και χαίρομαι. Μεγάλωσα σε χωριό που δεν είχε έρθει ακόμα το ρεύμα. Οι γονείς μου ήταν άνθρωποι της εξοχής. Έμαθα από τη μάνα μου τα βασικά, αλλά έγινα καλύτερος από αυτήν. Οχι μόνο γιατί διάβασα βιβλία και ρωτούσα. Είχα αυτοκίνητο και μπορούσα να πηγαίνω σε πιο μακρινά μέρη. Φτάνω περίπου τα 30 χιλιόμετρα από εδώ. Και τώρα να γίνει πόλεμος μπορώ να θρέψω τον εαυτό μου και καμιά τριανταριά ακόμα. Οταν ήμουν παιδί τρώγαμε κρέας μια φορά την εβδομάδα, δηλαδή μοσχάρι ή αρνί. Ενδιαμέσως χόρτα, όσπρια, κανένα σαλιγκάρι. Κανένα κουνέλι, περιστέρι ή κοτόπουλο, αλλά αυτά δεν τα λογαριάζαμε κρέας. Ψάρια έφερνε ο πατέρας μου από την πόλη και μέχρι τα 18 νόμιζα ότι στη θάλασσα κολυμπάνε μόνο γαύροι, μαρίδες και μπαρμπούνια. Ανοιξα την ταβέρνα 27 χρόνια πριν. Εχω μάθει να μαζεύω πάνω από 25 είδη χόρτων, πολλά βότανα, μανιτάρια και λουλούδια. Μου δίνει ευχαρίστηση να αντικρίζω ένα σπαράγγι, μια αβρωνιά. Μαζεύοντας χόρτα ολομόναχος τα ξεχνάς όλα. Οσο για το Ρέθυμνο, να ξέρετε: οι Χανιώτες είναι πιο εγωιστές, οι Ηρακλειώτες του εμπορίου. Εμείς είμαστε οι αισθηματίες της Κρήτης».

Η αγάπη για το νησί έκανε την Αθηναία Ηλιάνα Μαλίχιν να γυρίσει στον τόπο καταγωγής της μητέρας της, τη Λαμπινή Ρεθύμνου, πριν από περίπου δέκα χρόνια όταν είχε πατήσει τα 20. Με σπουδές γεωπονίας στο Ηράκλειο, οινοποιίας στην Αθήνα και προϋπηρεσία στη Σαντορίνη, σε ηλικία μόλις 25 χρονών έβγαλε στην αγορά το πρώτο της κρασί, ένα χαρμάνι Βιδιανού από τον Φουρφουρά Ρεθύμνου με Ασύρτικο Σαντορίνης, σε συνεργασία με τον Σπύρο Χρυσό του οινοποιείου Akra Chryssos. Ψάχνοντας για αμπέλια Βιδιανού ανακάλυψε κάποια στο χωριό Μέλαμπες Ρεθύμνου.

«Είμαι στην άκρη του θεού, μόνος με τα ζώα στη φύση, που αν σκοτωθώ στον γκρεμό δεν θα με πάρει κανείς χαμπάρι, που κάνω θυσίες προσωπικής ζωής και μοναξιάς, δεν έχω ωράριο, γιορτές και όμως δεν βγαίνω».

Εδωσε αγώνα να αναβιώσει την αυτόριζη ποικιλία του, ξεκίνησε με λίγους καλλιεργητές και έφτασε τους 40, επέμεινε βιολογικά, έφτιαξε συναρπαστικά κρασιά, μέχρι που μια τεράστια πυρκαγιά το 2022 τίναξε τα πάντα στον αέρα. Δεν το έβαλε κάτω: «Τότε καήκανε 21.000 στρέμματα στην περιοχή συνολικά. Κινδυνεύσαμε. Ημουν στο αυτοκίνητο προσπαθώντας με δυο κοπέλες να περισώσουμε ό,τι μπορούσαμε και το θερμικό κύμα κούνησε ακόμη και το αμάξι. Η περιοχή ήταν χωρίς πυροπροστασία παρότι έχει καεί 14-15 φορές από το 1964. Οταν είδα την καταστροφή έπεσα μια βδομάδα τάβλα με 40 πυρετό. Σαν να μου είχαν σκοτώσει δικό μου άνθρωπο. Ενιωσα πραγματικά όπως όταν έχασα τον πατέρα μου», μας λέει.

Οταν συνήλθε έπεσε με τα μούτρα στον αγώνα. Εκανε συγκέντρωση κεφαλαίων και με καμπάνια «Save the Vines», με τεράστια ανταπόκριση, δεν κράτησε ούτε ένα ευρώ για την ίδια, τα έδωσε όλα σε ένα εξειδικευμένο πρόγραμμα πυροπροστασίας, πρόληψης και καταστολής πυρκαγιάς με τη βοήθεια της τεχνολογίας, αποκλειστικά και μόνο για τα αμπέλια. Παράλληλα με τη δική της ανασυγκρότηση έχει βάλει μπροστά και κάτι ακόμη.

«Πριν από τις φωτιές υπήρχαν 700 στρέμματα αρχαίων αμπελώνων και τώρα πρέπει να είναι γύρω στους μισούς. Το όνειρό μου λοιπόν είναι να πάρουμε όλα αυτά τα αμπέλια τα οποία είναι εγκαταλελειμμένα, να μπορέσω να τα ξαναφτιάξω, να μοιράσω έτοιμη γη καλλιεργήσιμη. Να μένει ζωντανός ο τόπος γιατί αυτή είναι η ιστορία μας. Γιατί να επενδύουμε τόσο πολύ στο τούβλο; Στα ξενοδοχεία; Ενας επισκέπτης θέλει να γευτεί την αυθεντική Κρήτη, δηλαδή μια ντομάτα με γεύση που δεν τη βρίσκει στον τόπο του. Κρέας με γεύση, τυρί με γεύση. Κρασί με γεύση. Σε συνδυασμό με ένα ωραίο τοπίο, τη θάλασσα, το βουνό. Ετσι θα τον ξαναφέρει η καρδιά του πίσω στα μέρη μας. Οχι αν τον στοιβάζουμε σ’ ένα ξενοδοχείο».

ΠΗΓΗ: kathimerini.gr