Μετά την κακοκαιρία των τελευταίων ημερών, ο υπέρλαμπρος ήλιος την ημέρα της τελετής ενθρόνισης του Αρχιεπισκόπου Κρήτης, Ευγενίου Β’, ήταν δώρο Θεού. Πλήθος κόσμου ανέμενε από νωρίς το πρωί του Σαββάτου πέριξ του Μητροπολιτικού Ναού του Αγίου Μηνά, όσο τουλάχιστον αυτό επιτράπηκε, καθώς υπήρχαν μέτρα τάξης, ενώ δεκάδες ήταν οι επίσημοι προσκεκλημένοι, οι ιεράρχες, οι ιερείς, μοναχοί και μοναχές, που παρευρέθηκαν εντός του Αγίου Μηνά.
Εξίσου ζεστή ήταν και η υποδοχή που επεφύλαξε ο δήμαρχος Ηρακλείου κ. Βασίλης Λαμπρινός στον Αρχιεπίσκοπο κατά την άφιξή του έξω από τον Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Μηνά. Και ήταν συγκινητική η στιγμή που αναφώνησε «άξιος», με τον κόσμο να επαναλαμβάνει δυνατά.
«Με πνεύμα ενότητας, χωρίς διακρίσεις και αποκλεισμούς, με σύνθεση των διαφορετικών απόψεων, αναδεικνύοντας το κοινωνικό πρόσωπο της Ορθοδοξίας, προβάλλοντας το βαθύτερο νόημα του Χριστιανισμού, με αλληλεγγύη και ανθρωπισμό, είναι βέβαιον ότι το έργο σας θα αποτελέσει σταθμό στην πορεία της Εκκλησίας της Κρήτης, δικαιώνοντας την υψηλή διακονία σας.
Εκ μέρους του Δήμου Ηρακλείου και όλων των κατοίκων της πόλης μας, σας ευχόμεθα υγεία, φωτεινό και δημιουργικό έργο και πλήρη επίτευξη των στόχων και των προσδοκιών σας, ως Προκαθημένου της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης» είπε μεταξύ άλλων ο δήμαρχος Ηρακλείου, ο οποίος δώρισε στον Ευγένιο Β’ ένα αρχιερατικό εγκόλπιο.
Εμφανώς συγκινημένος, ο Αρχιεπίσκοπος ανέφερε στην αντιφώνηση του ότι επιστρέφει στο «Μεγάλο Κάστρο της καρδιάς του καί στόν Ἅγιο Μηνᾶ μας, κρατῶντας τό ἴδιο μικρασιάτικο οἰκογενειακό κειμήλιο τῆς εἰκόνας του, ἀντικρύζω τά πρόσωπά σας καί δοξάζω τόν Θεό, γιατί βλέπω στά μάτια σας τήν πίστη, τήν ἀγάπη, τήν ἐλπίδα καί τήν θέληση νά μείνετε ἑδραῖοι στίς παραδόσεις καί τόν πολιτισμό τῆς Κρήτης μας, πιστοί στήν Ἐκκλησία πού μᾶς ἀναγεννᾶ καθημερινά.
Αἰσθάνομαι τήν ἀνάγκη νά σᾶς ἀγκαλιάσω ἕνα ἕνα προσωπικά καί νά σᾶς πῶ πόσο σᾶς ἀγαπῶ καί πώς εὐχαριστῶ τόν Θεό πού μοῦ χάρισε τό πολύτιμο δῶρο νά σᾶς ἔχω παιδιά, φίλους καί ἀδέλφια μου».
Εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του για τη θερμή υποδοχή που του επιφύλαξαν και είπε: «Ἀπό ὅσα εἴπατε τόσο ὄμορφα φανερώνεται ἔκδηλα ἡ ἀρχοντιά καί τό μεγαλεῖο τούτου τοῦ τόπου καί ἡ τιμή πού γίνεται σήμερα στό πρόσωπό μου ἀποδίδεται πάραυτα στήν Ἁγία μας Ἐκκλησία, σέ Ἐκείνην πού ὀφείλομε τά πάντα.
Πιστέψτε με, μόνο γι᾿ Αὐτήν καί γιά τήν Ἁγία της Παράδοση δέχθηκα νά γίνονται αὐτά ἐδῶ. Θά ἤθελα νά ἔλθω ἁπλά καί διακριτικά, ἀγαλινά καί σιγανά, ὅπως θά ᾿λεγε ὁ Κορνάρος, χωρίς ἐπισημότητες, γιά νά ἀρχίσω τή διακονία μου, ἀλλά ἀλλιῶς κελεύουν τά ἱερά καί τά θέσμια καί πρέπει νά ὑπακούσω».