Ο Μανόλης Γλέζος, αυτή η εμβληματική μορφή της Αριστεράς, και υπόδειγμα πατριώτη, ήταν μια πολυεπίπεδα χαρισματική μορφή, που εκτός των άλλων είχε αναγορευτεί επίτιμος διδάκτορας Γεωλογίας, την οποία μελέτησε σε βάθος όντας πολιτικός εξόριστος.
Μάλιστα το ευρύ πεδίο γνώσεων του περιελάμβανε και την Κρήτη όπως περιγράφει στην «Π» με βαθιά συγκίνηση ο Δρ. Χαρ. Φασουλάς, υπεύθυνος του Τμήματος Γεωποικιλότητας ΜΦΙΚ. Όπως χαρακτηριστικά τονίζει, «στα πρώτα χρόνια μου στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Κρήτης σκεφτήκαμε να οργανώσουμε μια ημερίδα για τη διαχείριση του νερού.
Έψαξα λοιπόν και βρήκα το τηλέφωνο του Μανώλη και χωρίς να γνωριζόμαστε καθόλου τόλμησα να τον πάρω τηλέφωνο και να του ζητήσω να έρθει στην ημερίδα. Μου μίλησε σαν να με ήξερε από χθες, με το μικρό μου όνομα και αφού του εξήγησα γιατί και πώς δέχθηκε αμέσως να έρθει.
Πριν από 16 και βάλε χρόνια μπορούσε να ταξιδεύει με το αεροπλάνο και ένα μεσημέρι, πριν την ημέρα της εκδήλωσης πήγα και τον παρέλαβα από το αεροδρόμιο. Μου ζήτησε να πάμε να δει το Μουσείο μας, τότε στο κτήριο του παλιού Παγκρήτιου Εκπαιδευτηρίου, μια που και αυτός είχε φτιάξει ένα μικρό μουσείο πετρωμάτων στη Νάξο. Όταν τελειώσαμε τη σύντομη ξενάγηση, του πρότεινα να πάμε κάπου για φαγητό.
Σαν να μην είχε ακούσει την πρόταση, με ρώτησε εάν έχουμε στο μουσείο μας τα «ψωμιά του Δία». Ήταν σαν να με πλάκωσε το ταβάνι και δυσκολεύτηκα πολύ να του πω ότι δεν ήξερα καν τι ήταν. Η κατσάδα που μου έβαλε συγκρίνεται με αυτή του πρωτάρη μαθητή που τον μαλώνει η δασκάλα για την προπαίδεια.
Μου εξήγησε για τα σφαιρικά και πεπλατυσμένα συσσωματώματα ψαμμίτη που βρίσκονται μέσα στις μάργες στην περιοχή της Αγίας Βαρβάρας και της Μεσσαράς και τα οποία η λαϊκή παράδοση απέδωσε στην προσφορά του Δία προς τον γιο του Μίνωα, όταν αυτός τον παρακάλεσε να βοηθήσει το λαό του να επιβιώσει από το μεγάλο λιμό. Τα ψωμιά που έπεφταν σαν βροχή θάφτηκαν στη συνέχεια και “απολιθώθηκαν” στη μορφή που τα βρίσκουμε σήμερα.
“Πάμε”, μου λέει, “να τα βρούμε”. Τώρα, τον ρωτάω εγώ. “Τώρα” μου λέει. “Και το φαγητό;” αντιλέγω ξανά. Θα φάμε τα ψωμιά απαντά εκείνος. Οι δύο ώρες οδήγησης προς και από την Αγία Βαρβάρα και η ώρα που περάσαμε ψάχνοντας το βουνό, ήταν για μένα ένα μάθημα ζωής.
Με τρεμάμενα χέρα στο τιμόνι, για να μην φύγουμε από το δρόμο, άκουγα για το πώς έμαθε τη γεωλογία μέσα στα κελιά της εξορίας, για το πώς ξεκίνησε το έργο των μικρών φραγμάτων και πως είδε τους καρπούς να τρέχουν σαν νερό, για τις ιστορίες της πέτρας και για τους κοινούς γνωστούς και συναγωνιστές του της πατρικής γης.
Πολύ αργότερα ξαναβρεθήκαμε πάλι στο καινούριο Μουσείο και θυμηθήκαμε για λίγο αυτή τη συνάντηση. Σήμερα φέρνω ξανά στο μυαλό μου με συγκίνηση το μικρό “ψωμί του Δία”, την απόθεση που σχημάτισε η περιδίνηση του νερού στην πανάρχαια θάλασσα, που μαζέψαμε και έχω κάπου καταχωνιασμένο στις αποθήκες μας».