Είναι κάτι τόποι που κρατούν μέσα τους μιαν ανάσα παραπάνω απ’ τους άλλους. Μια μυστική πνοή, σαν να ’χουν ριζώσει στον κόσμο για να φυλάνε κάτι σπουδαίο. Ένας τέτοιος τόπος είναι κι η παραλία του Σταυρού, στο Ακρωτήρι Χανίων – εκεί που κάποτε, ο Άντονι Κουίν έγινε Ζορμπάς κι ο Ζορμπάς έγινε θρύλος.
Ήταν το 1964, τότε που η Κρήτη ακόμα κρατούσε τον χρόνο λίγο πιο πίσω – στα χαλίκια της αυλής, στον καφέ τον ελληνικό, στα μάτια των γερόντων. Κι ήρθαν ξένοι άνθρωποι με κάμερες, σενάρια και φώτα, κι έστησαν στη ρίζα του βουνού μια ιστορία. Όχι ψεύτικη. Αληθινή όσο κι η πέτρα.
Ο Μιχάλης Κακογιάννης πήρε το βιβλίο του Καζαντζάκη και του φύσηξε ζωή. Κι ο Άντονι Κουίν, με το πλατύ του γέλιο και τα γυμνά του χέρια, φόρεσε την ψυχή του Αλέξη Ζορμπά – όχι για να παίξει ρόλο, μα για να γίνει ο ίδιος ο ρόλος. Και χόρεψε. Εκεί, στον Σταυρό. Χόρεψε τον πόνο, τη χαρά, το άγριο του ανθρώπου, μπροστά σε μια θάλασσα που ήξερε να κρατά μυστικά. Άνοιξε τα χέρια, χόρεψε και συγκλόνισε τον πλανήτη.
«Δάσκαλε, να σου δείξω πώς χορεύουν;» λέει ο Ζορμπάς στον ξένο. Κι ο χορός αυτός, ο σιγανός, ο μεθυσμένος, έγινε ο πιο διάσημος συρτάκι του κόσμου.
Και δεν ήταν μόνο ο χορός. Ήταν το φως του τόπου, τα πρόσωπα των χωριανών, ο αέρας που κουβαλούσε μια λεβεντιά δίχως σκηνή. Ήταν ο ήχος του μπουζουκιού του Μίκη Θεοδωράκη, που άνοιγε σαν πορτοπαράθυρο στην καρδιά του θεατή. Η Κρήτη δεν έπαιξε στην ταινία – ήταν η ταινία.
Κι αν αναρωτηθεί κανείς γιατί ο Ζορμπάς έμεινε, δεν ήταν μόνο για την τρέλα του ή για την έξαρση. Ήταν γιατί εξέφραζε κάτι βαθύτερο, που ο ίδιος ο Καζαντζάκης το είχε συλλάβει με λέξεις φωτιάς:
«Τι θα πει ευτυχία, τι θα πει δυστυχία; Κάθε πρωί που ξυπνάς, λες: Σήμερα θα κάνω ένα θαύμα! Αυτό μονάχα.»
Σήμερα, εκεί στον Σταυρό, στέκει ακόμα η παραλία ήσυχη, σαν να περιμένει κάποιον να ξαναχορέψει. Οι τουρίστες περνούν, βγάζουν φωτογραφίες, ρωτούν πού έγινε η σκηνή με το χορό. Μα οι παλιοί – αυτοί που θυμούνται – σου λένε πως το ’δαv στ’ αλήθεια. Πως τότε, για λίγο, το Χόλιγουντ σταμάτησε να είναι αλλού, κι έγινε γειτονιά.