«Την αδήριτη ανάγκη αντισεισμικής οχύρωσης της πόλης» υπογραμμίζει ο αναπληρωτής καθηγητής του ΕΜΠ κ. Χ. Μουζάκης, σε σχετικό σχόλιο που του ζητήθηκε από την «Π» με αφορμή τα ειδικά χαρακτηριστικά που εμφανίζει το Ηράκλειο σε σχέση με την πολεοδομική της οργάνωση αλλά και τις αντοχές των κτηρίων της με έμφαση στα προβλήματα που εμφανίζει στον ιστορικό ιστό.
Ο καθηγητής εξηγεί ότι η καθυστέρηση του κράτους να ανανεώσει τον κανονισμό αντισεισμικής προστασίας σε μια εξαιρετικά κρίσιμη χρονικά περίοδο που άλλαζε η οργάνωση ζωής των πολιτών και ο τρόπος κατασκευής των κτισμάτων αποδείχτηκε καθοριστική για να διαμορφωθεί η θλιβερή κατάσταση με την οποία σήμερα είμαστε αντιμέτωποι
Ειδικότερα όπως τονίζει, «επειδή ποτέ δε γνωρίζουμε ποτέ θα έρθει ο σεισμός και πότε δε ξέρουμε πόσο ισχυρός μπορεί να είναι, αυτό δεν είναι μια κινδυνολογία αλλά μια υπόμνηση, ότι δεν πρέπει να το ξεχνάμε και να φροντίζουμε να είμαστε όσο το δυνατό πιο οχυρωμένοι.
Είμαστε ευτυχείς που στη χώρα μας έχουμε αντισεισμικό κανονισμό από το 1959. Άρα η μεγάλη ανάπτυξη που συνέβη στις 10ετίες του ΄60 ΄70 και ΄80 δεν έγινε αγνοώντας τον σεισμό. Οι μηχανικοί εκπαιδευμένοι στο ΕΜΠ από εκείνες τις δεκαετίες διδασκόντουσαν τα αντίστοιχα μαθήματα για τον σχεδιασμό αντισεισμικών κατασκευών.
Όμως κατά τη δεκαετία του 1970 άρχισαν να κατασκευάζονται κτήρια, τα οποία δεν ήταν μέσα στο πνεύμα του κανονισμού, καθόσον οι κοινωνικές συνθήκες απαιτούσαν μεγαλύτερους χώρους και τότε πρωτοεμφανίζεται και η ιδέα των κτηρίων με πυλωτή. Στην ουσία αυτές τις κατασκευές δεν τις κάλυπτε ο κανονισμός του ΄59.
Γι αυτό ερχόμαστε το 1983 να γίνει η αναθεώρηση του, ώστε τα κτήρια με αυτές τις μορφές να μελετώνται αντισεισμικά. Άλλαξαν οι ανάγκες μας και το κράτος στην ουσία δεν εκσυγχρονίστηκε. Δηλαδή, υπήρξε ένα κενό που χρειάστηκε σχεδόν 15 χρόνια για να καλυφθεί και να γίνει ένας νέος κανονισμός που θα γίνει διέξοδο στις σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες».