Στις σελίδες του βιβλίου μπορεί κανείς να δει φωτογραφίες από οικογένειες γνωστών Ηρακλειωτών
Στις σελίδες του βιβλίου μπορεί κανείς να δει φωτογραφίες από οικογένειες γνωστών Ηρακλειωτών

Ένα κομμάτι της Ιστορίας του Ηρακλείου ζωντανεύει στις σελίδες του βιβλίου «Στο Μεγάλο Κάστρο» του Δημήτρη Ν. Θεοδοσάκη.

Ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να δει και φωτογραφίες από γνωστούς και μη Ηρακλειώτες και στιγμές της καθημερινότητας στην πόλη μιας άλλης εποχής.

Ο συγγραφέας, γνωστός και με το φιλολογικό ψευδώνυμο «Του Κάστρου Ταχυδρόμος», στον πρόλογό του, περιγράφει πως «ποτέ δεν είχα φανταστεί ότι θα υπηρετούσα ένα από τα πιο αγαπητά επαγγέλματα του δημοσίου, αυτό του ταχυδρόμου. Είχα την τύχη και τη χαρά να τοποθετηθώ ως ταχυδρομικός διανομέας στο ιστορικό κέντρο της πόλης, στο «Κολωνάκι» του Ηρακλείου, τον Άγιο Τίτο, στο λιμάνι, και να περνοδιαβαίνω καθημερινώς την τότε σπουδαιότερη οδό της Χώρας, την 25ης Αυγούστου.

Εκείνο το δρόμο που τον κοσμούν πανέμορφα νεοκλασικά κτήρια. Τότε ήταν η μοναδική οδός που συνέδεε το λιμάνι με το κέντρο της πόλης. Ήταν η οδός του μισεμού και του καλωσορίσματος. Εκεί ήταν οι τράπεζες, οι πρεσβείες, τα ναυτιλιακά και τουριστικά γραφεία και καταστήματα, ο περικαλλέστατος ναός του Αγίου Τίτου και το ξενοδοχείο Αστήρ, που φιλοξένησε σπουδαίους τουρίστες και τους πιο υψηλούς επισκέπτες της πόλης.

Ο Του Κάστρου Ταχυδρόμος,
Ο Του Κάστρου Ταχυδρόμος κ. Δημήτρης Ν.

Η εργασία μου ήταν πολύ κοπιαστική, γιατί περπατούσα πολλές ώρες καθημερινώς φορτωμένος με τη βαριά δερμάτινη σάκα που ήταν γεμάτη αλληλογραφία. Όμως αυτή η εργασία με χαροποιούσε, γιατί γνώρισα την οικονομική και πολιτιστική ελίτ της πολιτείας, το αρχοντολόι της εποχής και μια ευγενέστατη κοινωνία αστών, που όλοι μαζί ανέβασαν τον πήχη πολύ υψηλά και κράτησαν ορθή την ψυχή της πόλης. Αυτός ο ωραίος κόσμος που συναντούσα κάθε μέρα και ανταλλάσσαμε καλημέρες και μου χάριζε ένα κομμάτι της ευτυχίας, ήταν ένας κόσμος που μοιραστήκαμε τη χαρά της αγάπης».

Για τα 32 χρόνια της υπηρεσίας του, λέει: «Γνώριζα καλά τους ανθρώπους και μεγάλωνα μαζί τους. Τα παιδιά που με ρωτούσαν αν έχουν γράμματα οι γονείς τους, μεγάλωσαν, σπούδασαν, έγιναν αξιωματούχοι της πόλεως, μα στο συναπάντημα ανταλλάσσαμε αγάπη και εκτίμηση όπως παλιά».

Για τη ζωή μετά από τη συνταξιοδότηση, αναφέρει πως «για να μαθαίνω τα νέα του κόσμου που γνώρισα και αγάπησα, διάβαζα τα κοινωνικά στις εφημερίδες. Η νοσταλγία μου για εκείνο τον κόσμο με είχε συνεπάρει και αναζητούσα να βρω ένα τρόπο για να επικοινωνήσω ξανά μαζί τους, να δώσω και να πάρω. Μου ήρθε κάποια σκέψη που μου έδιδε μια λύση σε εκείνο που με απασχολούσε».

Σκέφτηκε να φορέσει ξανά την ταχυδρομική του στολή, όμως,  «σκέφτηκα πως δεν θα άντεχα να ακούσω για τις τόσες απουσίες, αφού πολλοί θα είχαν πεθάνει.

Η νέα σκέψη μου γκρέμισε την παλιά. Το πρόσωπο μου έγινε σκυθρωπό, ξανακρέμασα την ταχυδρομική στολή μου στη ντουλάπα και λυπημένος ανέβαλα την επίσκεψη. Άρχισα να αμφιβάλω αν θα μπορέσω να πραγματοποιήσω αυτόν τον ευχαριστήριο αποχαιρετισμό. Κοντοσιμώνουν τα είκοσι χρόνια που έχω μπει στη σύνταξη, πολλών παλαιών τη θέση έχουν πάρει νεότεροι, που με εκείνους δεν με δένει ούτε φιλιά ούτε γνωριμιά και αγάπη.

Χέλμου -Ιωάννης Γκριμμ μαζί με τη σύζυγό του, Εύα
Χέλμου -Ιωάννης Γκριμμ μαζί με τη σύζυγό του, Εύα

Μα επειδή ποτέ δεν είναι αργά, κατά τα λόγια της παροιμίας, αποφάσισα να δώσω μια μάχη για την αλησμονιά. Έγραψα το βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας με ιστορίες από τους παλιούς Καστρινούς, προσφέροντάς τους ένα πνευματικό τριαντάφυλλο και ένα μεγάλο ευχαριστήριο αποχαιρετισμό τόσο για την προσφορά τους στην πόλη, όσο και για την περισσή αγάπη που μου έδωσαν.

Πολλές ευχαριστίες στους αφηγητές και σε όσους μου ενεπιστεύθησαν τις ανέκδοτες οικογενειακές τους φωτογραφίες».