Μαντιναδολόγιο (ερωτολογία)

Είναι μια τούφα μαβιές και μπλάβες ανεμώνες, στην άκρη του δρόμου, και λίγο πιο πέρα μια άγρια μυγδαλιά που άρχισε να ντύνεται με άσπρα και βυσινιά ανθάκια, σκορπώντας ένα υπέροχο ερωντικό άρωμα τριγύρω. Κάπου ανάμεσά τους κρύβεται ο έρωντας, αρματωμένος με το χρυσό του δοξάρι και τ’ αργυρά του βέλη, αναζητώντας ανυποψίαστα θύματα. Τον κοιτάζω με δέος και σιγοψιθυρίζω:

Έρωντα ξετυλίξουμε και λείπε μπλιό ΄πο μένα,

και δε θωρείς τα μέλη μου πως τα ‘χεις ποδωμένα.

Εκείνος ωστόσο αλαζονικά αδιάλλακτος, επιμένει να μου φέρνει στο νου εικόνες μαγικές, χρωματισμένες με τα πιο ερωντικά χρώματα, κι όλο να τεντώνει το δοξάρι του απειλητικά, κάνοντάς με να σκέφτομαι πως:

Ο έρωντας με προκαλεί να κονταροχτυπήσω

και δε φοβούμαι τον καυγά, μα ό,τι κλουθά ξοπίσω…

Αρχίζουν οι μνήμες να φτερουγίζουν τριγύρω, ανάλαφρα, ηδονικά, κι άλλες καβάλα πάνω σε ξεχασμένα όνειρα και μισοσβημένες εικόνες, να προκαλούν και να προσκαλούν σε ένα ταξίδι στα άδυτα του χρόνου…

Όντε θα ‘ρθείς στην σκέψη μου καλεστική του ονείρου,

χίλιες χρυσές αθιβολές με παίρνουν αξογύρου.

Μια γλυκειά μέθη απλώνεται σε όλα τα μέλη του κορμιού, σε όλα τα κακοπάντιδα σοκάκια της μνήμης, και στις πιο ξεχασμένες κι απόκρυφες γωνιές του ονείρου. Εικόνες τρυφερές, αισθήσεις που ζωντανεύουν, μνήμες που φτερουγίζουν ξεχαλίνωτες κι αισθήματα που φτεροκοπούν σαν τρομαγμένα αγριοπερίστερα.

Χαρώ ‘σαι γω όντεν έρχεσαι στ’ ονείρου το κονάκι

και στραταρίζεις καθ’ αργά ωσάν το περδικάκι.

Όλα αυτά σε κάνουν να συνειδητοποιείς ότι ο αδίστακτος και ανελέητος έρωντας δεν έχει όρια, δεν έχει κανόνες και δεν σέβεται ούτε τα χρόνια που πλακώνουν την καρδιά και το νου κάποιων ανθρώπων, αλλά επιμένει θρασύτατα στην προαιώνια ιεροτελεστία της πανίσχυρης παρουσίας του.

Με τέχνη και με μαστοριά και πονηριά μεγάλη,

με σιργουλεύγει ο έρωντας και θα με μπλέξει πάλι.

Ο έρωντας βέβαια βρίσκεται σε μια διαρκή αντιπαλότητα με τη λεγόμενη κοινή γνώμη, κι αποτελεί στόχο αυστηρής κριτικής, όταν ειδικά εκδηλώνεται σε μεγαλύτερες ηλικίες. Ηλικιωμένοι όλου του κόσμου ενωθείτε να βροντοφωνάξομε:

Λένε πως είναι αταίριαστη η αγάπη στσι μεγάλους

κι όμως αυτοί ‘ναι π’ αγαπούν πιο δυνατά ‘πο τσ’άλλους.

Δεν χρειάζεται ασφαλώς να ξεκινήσομε πόλεμο με καμιά ηλικιακή τάξη, ούτε να σηκώσομε παντιέρα κι αντάρτικο για το πιο φυσιολογικό πράγμα στη ζωή και τον κόσμο. Έτσι κι αλλιώς ο τελικός νικητής είναι πάντα ο έρωντας, ο χαλίσικος φυσικά κι όχι ο αλλαξοσειρισμένος. Ας αναφωνήσομε λοιπόν όλοι μαζί:

Έχω του έρωντα κρασί μια θάλασσα πιωμένο,

και θα ποθάνω να με βρει ο χάρος μεθυσμένο.