Δυο είναι τα σημαντικά στοιχεία, που καθορίζουν την νέα ελαιοκομική χρονιά που σε λίγο ξεκινά στην Κρήτη: η μειωμένη παραγωγή και η συγκρατημένη αισιοδοξία για τις τιμές, για τις οποίες οι ενδείξεις δεν κάνουν λόγο για άλματα, αλλά για ξεκίνημα, με τιμές που θα καλύπτουν το κόστος παραγωγής.
Με δεδομένο ότι το τελευταίο διάστημα η ελαιοκαλλιέργεια έχει πληγεί πολλαπλώς με τη λειψυδρία, αλλά και τη διακοπή του προγράμματος του δάκου, είναι δεδομένο ότι υπάρχει ανησυχία για την παραγωγή.
Οι πρώτες εκτιμήσεις των γεωπόνων και των ενώσεων παραγωγών δείχνουν ότι η παραγωγή του νησιού θα είναι κατά 20% έως και 40% χαμηλότερη από τον μέσο όρο των τελευταίων ετών, με σημαντικές τοπικές διακυμάνσεις και ορισμένες περιοχές -όπως η Βιάννος και η Μεσσαρά- να καταγράφουν ακόμη μεγαλύτερες απώλειες.
Υπάρχουν περιοχές, όπου οι παραγωγοί κάνουν λόγο για πλήρη ακαρπία που μπορεί να μην απηχεί ακριβώς την πραγματικότητα, αλλά σίγουρα σε κάποια σημεία η μείωση φθάνει στο 80%.
Μεσοσταθμικά, πάντως, η μείωση παραγωγής αναμένεται στο 40%. Παρά τη μείωση, οι περισσότεροι φορείς κάνουν λόγο για μια «μέτρια» χρονιά, μακριά από την καταστροφική εικόνα της προπέρσινης εσοδείας.
«Η παραγωγή θα είναι σίγουρα μειωμένη, αλλά όχι σε σημείο καταστροφής. Μπορούμε να τη χαρακτηρίσουμε μέτρια», δηλώνει ο Γιώργος Ανδρεαδάκης, πρόεδρος των τυποποιητών ελαιολάδου.
Σύμφωνα με τα πρώτα στοιχεία από τις Διευθύνσεις Αγροτικής Ανάπτυξης της Κρήτης, η συνολική παραγωγή του νησιού αναμένεται να κινηθεί γύρω στους 70.000 τόνους, έναντι 85.000 σε μια «κανονική» χρονιά.
Όπως αναφέρει ο Μιχάλης Καμπιτάκης, αντιπρόεδρος της Ένωσης Συνεταιριστικών Οργανώσεων Ελλάδας, στην περιοχή των Ασιτών, όπου λειτουργεί το ελαιουργείο του Συνεταιρισμού, σε μια καλή χρονιά αλέστηκαν 550 τόνοι, πέρυσι 100, αλλά φέτος υπολογίζονται γύρω στους 60. Ο ίδιος, πάντως, επισημαίνει ότι δεν είναι όλες οι περιοχές το ίδιο και ότι αν η Κρήτη ήταν όπως η βόρεια πλευρά του Ηρακλείου, θα μιλούσαμε για πανωλεθρία.
Ο δάκος παραμένει ο μεγάλος πονοκέφαλος της χρονιάς. Η καθυστέρηση στους πρώτους ψεκασμούς και οι υψηλές θερμοκρασίες του καλοκαιριού δημιούργησαν ιδανικές συνθήκες για την εξάπλωσή του, προκαλώντας εκτεταμένες προσβολές και κινδύνους υποβάθμισης της ποιότητας.
Το γεγονός, μάλιστα, ότι η δακοκτονία σταμάτησε λόγω έλλειψης φαρμάκων, αφού δεν εγκρίθηκε η προμήθεια της δεύτερης πατρίδας από το ελεγκτικό συνέδριο, και η ευθύνη μετακυλύθηκε στους αγρότες, χειροτερεύει την κατάσταση. Δεδομένο θα πρέπει, επίσης, να θεωρείται ότι δεν είναι δυνατόν να ελεγχθεί πόσοι και ποιοι αγρότες προχώρησαν, με ίδια μέσα στην ολοκλήρωση της δακοκτονίας.
Ξεκίνημα από τα 5 ευρώ
Εκεί που φαίνεται να υπάρχει ανακούφιση είναι στις τιμές. Σύμφωνα με το Παρατηρητήριο Τιμών Ελαιολάδου (10 Οκτωβρίου 2025), το έξτρα παρθένο στην Κρήτη διαπραγματεύεται στα 4,40–4,60 ευρώ το κιλό, ενώ τα υποβαθμισμένα «λαμπάντε» κυμαίνονται μεταξύ 2,50 και 3 ευρώ.
Αυτές οι τιμές έρχονται να επιβεβαιώσουν τις προβλέψεις ότι η νέα χρονιά θα ξεκινήσει στα επίπεδα των 4,5 με 5 ευρώ, χωρίς απότομες πτώσεις, αλλά και χωρίς ενδείξεις για νέα «έκρηξη» τιμών.
Ο Γιώργος Ανδρεαδάκης, επίσης, εξηγεί πως οι συνθήκες της αγοράς διαμορφώνονται κυρίως εκτός Ελλάδας:
«Η τιμή έχει κρατηθεί στα 4,40 ευρώ το κιλό εδώ και εβδομάδες. Αυτό είναι ένδειξη ότι εκεί κοντά θα ξεκινήσει η νέα σεζόν -στα 4,5 με 5 ευρώ. Οι τιμές δεν τις διαμορφώνει η Ελλάδα ή η Κρήτη, αλλά η Ισπανία και οι μεγάλοι παίκτες της Ιταλίας».
«Αν μείνουμε εκεί, μπορούμε να πούμε ότι θα είναι μια δύσκολη, αλλά αξιοπρεπής χρονιά», καταλήγει ο Γιώργος Ανδρεαδάκης.
«Το σημαντικό είναι να προστατεύσουμε το λάδι μας και να διατηρήσουμε την ποιότητά του -αυτό είναι το μόνο που πραγματικά ανεβάζει την τιμή».
Παρά τη μείωση της παραγωγής, το γεγονός ότι οι τιμές δεν κατέρρευσαν δημιουργεί ένα αίσθημα συγκρατημένης αισιοδοξίας. Οι τυποποιητές εκτιμούν πως, εφόσον δεν υπάρξουν νέες προσβολές από δάκο ή καιρικά φαινόμενα, η αγορά θα σταθεροποιηθεί μεταξύ 4,30 και 4,80 ευρώ το κιλό για τα κοινά έξτρα και έως 5,5 ευρώ για τα βιολογικά ή πιστοποιημένα προϊόντα.
Καλό το ξεκίνημα
Στο θέμα της παραγωγής στην υπόλοιπη Ελλάδα αναφέρθηκε ο Μιχάλης Καμπιτάκης, ο οποίος βρέθηκε τις προηγούμενες μέρες στην Αθήνα και συναντήθηκε με συνεταιριστές από όλη την Ελλάδα. Χαρακτηριστικά τόνισε: «Φέτος δεν έχει μόνο η Κρήτη πρόβλημα μειωμένης παραγωγής, αλλά και άλλες περιοχές της Ελλάδας, άλλες λιγότερο και άλλες περισσότερο. Ωστόσο, όλοι ξέρουμε ότι οι τιμές δεν εξαρτώνται μόνο από αυτό».
Ο ίδιος είναι αισιόδοξος για ένα καλό ξεκίνημα την φετινή χρονιά, τονίζοντας: «ήδη έχουμε δει ένα καλό ξεκίνημα στα αγουρέλαια, με τιμές που έπιασαν τα 6,80 και τα 7 ευρώ. Με τις ενδείξεις που έχουμε, πιστεύω ότι θα ξεκινήσει η χρονιά ανάμεσα στα 6 και 7 ευρώ.
Το θέμα, ωστόσο, είναι αυτό που πάντα λέγαμε ότι θα πρέπει να πωλούν σταδιακά οι παραγωγοί το λάδι τους και να μην το κρατούν, περιμένοντας να ακριβύνει. Αν το δίνουν σταδιακά στο τέλος της σεζόν, θα έχουν πετύχει μια καλή τιμή.
Ο ρόλος των ελαιοπαραγωγών χωρών
Η Ισπανία, ο μεγαλύτερος παραγωγός ελαιολάδου στον κόσμο, αναμένεται φέτος να βγάλει περίπου 1,37 εκατομμύρια τόνους -λίγο λιγότερους από πέρυσι, αλλά αρκετούς για να κρατήσουν τη διεθνή αγορά «ψύχραιμη». Στην αγορά της Χαέν, το κέντρο του ισπανικού ελαιολάδου, οι τιμές παραγωγού κινούνται γύρω στα 3,86 €/κιλό, επίπεδο που λειτουργεί ως παγκόσμιο σημείο αναφοράς.
Η Ιταλία, με πιο περιορισμένη παραγωγή, παραμένει ο «παίκτης», που απορροφά ποιοτικό ελληνικό προϊόν, όμως κι εκεί η ζήτηση είναι συγκρατημένη. Έτσι, όπως τονίζει ο Ανδρεαδάκης:
«Για τους Ισπανούς, τα 5 ευρώ είναι πολύ καλή τιμή -έχουν πυκνές φυτεύσεις, με αποστάσεις ακόμη και 1,5 επί 2,5 μέτρα, και διαφορετικούς τρόπους καλλιέργειας. Στην Ελλάδα όμως, με παραδοσιακά κτήματα και υψηλό εργατικό κόστος, στα 5 ευρώ μετά βίας καλύπτεται το κόστος παραγωγής, που πλέον ξεπερνά τα 4 ευρώ το κιλό».
Οι δημοπρασίες
Τις τελευταίες εβδομάδες, οι συνεταιρισμοί της Κρήτης έδωσαν τις πρώτες τιμές αγοράς μέσω δημοπρασιών, που επιβεβαιώνουν την εικόνα:
Α.Σ. Μοχού (Ηράκλειο): 30 τόνοι, οξύτητα 0,25 %, κατακύρωση στα 4,70 €/κιλό.
Α.Σ. Καντάνου–Σελίνου (Χανιά): 28 τόνοι, οξύτητα 0,60 %, 4,50 €/κιλό.
Α.Σ. Καντάνου–Σελίνου (άλλη παρτίδα, 2,1 % οξύτητα): 3,40 €/κιλό.
Α.Σ. Μαλλών Ιεράπετρας: 30 τόνοι, οξύτητα 0,30 %, προσφορές πάνω από 4,60 €/κιλό.