Κλιμακούμενοι γεωλογικοί κίνδυνοι καταγράφονται στην περιοχή της Μεσσαράς, λόγω της υπεράντλησης των υπόγειων νερών, με κορυφαίο αυτόν της καθίζησης του εδάφους.
Μια νέα αποκαλυπτική μελέτη, που φέρει την υπογραφή τριών σπουδαίων επιστημόνων και συγκεκριμένα των κ. Ιωάννη Μιχαλάκη, Κωνσταντίνου Λουπασάκη και Ελένης Τσολάκη, φέρνει
στο φως κρίσιμες πτυχές της πραγματικότητας που διαμορφώνει στην περιοχή της Μεσσαράς η εντατική άντληση υπόγειων νερών, με αποτέλεσμα να καταγράφονται εκτεταμένοι κώνοι καθίζησης σε εντοπισμένα σημεία και η στάθμη του νερού να μειώνεται έως και περισσότερο από 50 μ. κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας.
Όπως προκύπτει, το σύστημα υπόγειων νερών της περιοχής παρουσιάζει ισχυρή εξάντληση με αποδεδειγμένες γεωμηχανικές συνέπειες, συμπεριλαμβανομένης της καθίζησης του εδάφους και της καταπόνησης του υδροφορέα.
Η μελέτη αυτή αποτελεί ένα εξαιρετικά σπουδαίο εργαλείο, καθώς είναι η πρώτη ολοκληρωμένη υδρογεωλογική αξιολόγηση για τη λεκάνη της Μεσσαράς, βασισμένη σε συστηματικές
επιτόπιες έρευνες, απογραφές γεωτρήσεων (2021-2023) που δημιούργησαν ένα δίκτυο παρακολούθησης 767 σταθμών σε ολόκληρη τη λεκάνη. Κομβικό συμπέρασμα που υπογραμμίζει
η μελέτη, είναι η απουσία ενός ενιαίου γενικού σχεδίου για την αξιοποίηση των υπόγειων υδάτων που δυστυχώς έχει οδηγήσει στην ανεξέλεγκτη διάτρηση βαθιών γεωτρήσεων και στην προοδευτική υπερεκμετάλλευση των υπόγειων υδάτινων πόρων στη λεκάνη της Μεσσαράς.
Στο πλαίσιο αυτό, η μελέτη υπογραμμίζει την επιτακτική ανάγκη για βιώσιμες στρατηγικές διαχείρισης των υπόγειων υδάτων στη λεκάνη της Μεσσαράς και τη σημασία της δημιουργίας ενός μακροπρόθεσμου πλαισίου παρακολούθησης και σχεδιασμού για τον μετριασμό των γεωλογικών κινδύνων.
Τι αποκαλύπτει η μελέτη
Στη μελέτη περιγράφεται η άρρηκτη και διαχρονική σχέση της περιοχής της Μεσσαράς με την αγροτική παραγωγή, με αποτέλεσμα να γίνεται ολοένα και πιο εξαρτημένη από τα υπόγεια
ύδατα, ιδιαίτερα για την άρδευση των ελαιώνων, τα οποία πλέον κυριαρχούν στο τοπίο.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, τις τελευταίες δεκαετίες, αυτή η εξάρτηση έχει ενταθεί λόγω της επέκτασης των αρδευόμενων εκτάσεων, της κλιματικής μεταβλητότητας και των
παρατεταμένων ξηρών περιόδων. Η αυξανόμενη ζήτηση για υπόγεια ύδατα -κυρίως για την υποστήριξη της εκτεταμένης καλλιέργειας ελιάς- έχει οδηγήσει σε δραματική αύξηση του αριθμού των καταγεγραμμένων βαθιών γεωτρήσεων στην ευρύτερη περιοχή της λεκάνης της Μεσσαράς τις τελευταίες δεκαετίες.
Σύμφωνα με πρόσφατα δεδομένα από μια συστηματική απογραφή γεωτρήσεων στην Ελλάδα, έχουν καταγραφεί συνολικά 2.474 βαθιά πηγάδια εντός λεκάνης της Μεσσαράς,
που αντιπροσωπεύουν το 46,3% όλων των βαθιών γεωτρήσεων στο νησί της Κρήτης.
Αυτές οι πιέσεις έχουν οδηγήσει σε σημαντική υπερεκμετάλλευση των συστημάτων υδροφορέων και στην εκδήλωση γεωκινδύνων, με πιο κρίσιμη την καθίζηση της γης. Όπως τονίζεται στη μελέτη, καταγράφηκαν ενδείξεις καθίζησης εδάφους στη λεκάνη της Μεσσαράς από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, στην κεντρική λεκάνη και πιο εστιασμένα στις λεκάνες απορροής του Γεροπόταμου και δυτικά του Αναποδάρη.
Όπως αποδεικνύεται, η λεκάνη έχει βιώσει επίμονη παραμόρφωση για πολλές δεκαετίες και με βάση και τα νέα στοιχεία που προστίθενται, καταγράφεται τάση της καθίζησης του υδροφορέα. Η μελέτη εντοπίζει εκτεταμένους κώνους βαρομετρίας – ιδιαίτερα στους δυτικούς και νοτιοδυτικούς τομείς της λεκάνης απορροής του Γεροπόταμου και υπογραμμίζει τις σοβαρές επιπτώσεις της χρόνιας υπερεκμετάλλευσης των υπόγειων υδάτων.
Η μείωση της στάθμης των υπόγειων υδάτων υπερβαίνει τα 50 μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, ακόμη και στο τέλος των υγρών περιόδων και η εικόνα αυτή αντικατοπτρίζει μια συνεχή και μη βιώσιμη μείωση των αποθεμάτων του υδροφορέα. Αυτές οι συνθήκες αποτελούν σημαντική απειλή για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της γεωργίας και αυξάνουν σημαντικά τον κίνδυνο καθίζησης του εδάφους και παραμόρφωσής του.
Αυτά τα ευρήματα έχουν σαφείς επιπτώσεις και στο πλαίσιο αυτό η μελέτη προτείνει συγκεκριμένα συνδυαστικά μέτρα, άμεσα και μακροπρόθεσμα, για τη διαχείριση αυτής της κατάστασης.
