Ενώ δεν έχει κριθεί η προσφυγή που έχουν καταθέσει πέντε παρατάξεις της αντιπολίτευσης στην Ειδική Επιτροπή του άρθρου 152 του Ν.3463/2006, για την «Ηράκλειο Α.Ε.» η δημοτική Αρχή προχώρησε στη συγκρότηση Συμβουλίου της μονομετοχικής Αναπτυξιακής Εταιρίας όπως καταγγέλλουν με κοινή επιστολή τους οι επικεφαλής των παρατάξεων Γ. Κουράκης, Η. Λυγερός, Ε.Σ χοιναράκη Π. Ινιωτάκης, Ε. Κουκιαδάκης.
Στην επιστολή τους εξαπολύουν ευθείες βολές κατά της Δημοτικής Αρχής, «για την πεισματική άρνηση της να συζητηθεί πριν την ίδρυση, ή έστω και προχθές, στο Δημοτικό Συμβούλιο, η σκοπιμότητα ίδρυσης ενός ακόμη σπάταλου και χρεοκοπημένου μορφώματος».
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν οι παρατάξεις της αντιπολίτευσης, «αντί να ασχοληθούμε με τον εξ ορθολογισμό και την εξυγίανση των υφιστάμενων δομών σύμφωνα με τις αρχικές προθέσεις του νομοθέτη , ο οποίος απαγόρευσε αρχικά την ίδρυση «Μονομετοχικών Εταιρειων», επιδιώχθηκε η τροποποίηση των σχετικών διατάξεων και η εκχώρηση της αρμοδιότητας ίδρυσης στην Οικονομική Επιτροπή, η οποία ελέγχεται απολύτως κατά παράβαση του Συντάγματος από την απομονωμένη στη θαλπωρή της αυλής της Δημοτικής Αρχής».
Οι πέντε παρατάξεις της αντιπολίτευσης καταγγέλλουν τη Δημοτική Αρχή, υπογραμμίζοντας δηκτικά ότι «για να τακτοποιήσει τα μέλη των συμπραττουσών παρατάξεων και να διατηρήσει τη συνοχή του μειοψηφικού σχήματος στο οποίο στηρίζεται, απέφυγε τη συζήτηση του θέματος στο Δημοτικό Συμβούλιο, όχι μόνο για την αναγκαιότητα της ίδρυσης της, αλλά έστω τη διάθεση του μετοχικού κεφαλαίου, και τη συγκρότηση και τον ορισμό της Διοίκησης, που αποτελούν ακόμη αρμοδιότητα του Συμβουλίου.
Αντίθετα, επιδεικνύοντας αδικαιολόγητη σπουδή, παρερμηνεύοντας ηθελημένα το νόμο και την άρνηση μας να λάβουμε μέρος στην προσχηματική «διαβούλευση» υπό τον αρμόδιο Αντιδήμαρχο έσπευσε να ορίσει στη διοίκηση της εταιρίας το σύνολο σχεδόν (με μία εξαίρεση) των αντιδημάρχων και μεγάλο αριθμό υποψηφίων των συμπραττουσών παρατάξεων».
Οι επικεφαλής των παρατάξεων, κάνουν λόγο για «ακραία υποβάθμιση του Δημοτικού Συμβουλίου που αναπόφευκτα αδυνατίζει την τοπική δημοκρατία και την αποκέντρωση με αυτοδιοίκηση».
Στο ίδιο κείμενο υποστηρίζουν ακόμα ότι «δεν είναι τυχαίο και χωρίς ενδιαφέρον το γεγονός ότι, ενώ η Δημοτική Αρχή δεν ασχολείται καθόλου με τις συνέπειες της πιθανής έστω παραβίασης των παραπάνω αρχών, χωρίς μάλιστα να επιχειρηματολογεί υπέρ της συνταγματικότητας των προσβαλλόμενων διατάξεων, ασχολείται καθόλου τυχαία, αποκλειστικά και επιμελώς με την ερμηνεία του άρθρου 93 παρ. 4 του Συντάγματος σύμφωνα με το οποίο, «Τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν το νόμο που το περιεχόμενο του είναι αντίθετο με Σύνταγμα», και ενώ αποδέχεται ότι « η μη συμβατότητα ενός τυπικού νόμου προς το Σύνταγμα τον καθιστά ανεφάρμοστο», υποστηρίζει παρά ταύτα «στρίβοντας δια του αρραβώνος», ότι «η επ΄ αυτού κρίση ανατίθεται αποκλειστικά και μόνο στα δικαστήρια, και εκφεύγει των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτή Νομιμότητας, αγνοώντας ότι το ακροτελεύτιο άρθρο του ίδιου Συντάγματος εναποθέτει την εφαρμογή του Συντάγματος στον πατριωτισμό των Ελλήνων».