ΓΣΕΕ Ινστιτούτο Εργασίας

Στη δημοσιότητα έδωσε χθες  το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ την Ενδιάμεση Έκθεση του 2022 για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση, που μεταξύ άλλων τονίζει ότι η ελληνική οικονομία εμφανίζεται ανθεκτική διατηρώντας το α’ εξάμηνο του 2022 υψηλό ρυθμό μεγέθυνσης του πραγματικού ΑΕΠ σε σύγκριση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης (8% και 7,7% το α’ και β’ τρίμηνο έναντι 5,5% και 4,3% στον μέσο όρο της Ευρωζώνης αντίστοιχα).

“Το 2023 είναι έτος σημαντικών προκλήσεων και αβεβαιότητας για την ελληνική οικονομία”, αναφέρει το Ινστιτούτο  ενώ από τα βασικά συμπεράσματα είναι:

Ο κατώτατος μισθός  κάτω από το επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης, το ποσοστό απασχόλη-σης που είναι το δεύτερο χαμηλότερο στην Ε.Ε., η σημαντική αύξηση της ημιαπασχόλησης και η αξιοσημείωτα περιορισμένη προστασία των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις εργασίας.

Εστιάζοντας στον πληθωρισμό τονίζεται ότι η άνοδός του φαίνεται να έχει συμβάλει στη βελτίωση της χρηματοπιστωτικής κατάστασης του Δημοσίου, επηρεάζοντας θετικά την εξέλιξη του ποσοστού των πληρωμών για τόκους της Γενικής Κυβέρνησης στο σύνολο των εσόδων της από άμεσους φόρους, έμμεσους φόρους και κοινωνικές εισφορές.

Ακόμα:

Παρά τη συνεχιζόμενη ενεργειακή κρίση και τους επιβραδυνόμενους ρυθμούς μεταβολής του παγκόσμιου ΑΕΠ, η ελληνική οικονομία εμφανίζεται ανθεκτική διατηρώντας το α’ εξάμηνο του 2022 υψηλό ρυθμό μεγέθυνσης του πραγματικού ΑΕΠ σε σύγκριση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης (8% και 7,7% το α’ και β’ τρίμηνο έναντι 5,5% και 4,3% στον μέσο όρο της Ευρωζώνης αντίστοιχα). Ωστόσο, το 2023 είναι έτος σημαντικών προκλήσεων και αβεβαιότητας για την ελληνική οικονομία, η οποία δεν διαθέτει ισχυρούς ενδογενείς μηχανισμούς που θα εξασφαλίσουν τη διατηρησιμότητα της δυναμικής της.

Η κατανάλωση και οι εξαγωγές υπηρεσιών εξακολουθούν να είναι οι κύριοι προσδιοριστικοί παράγοντες της οικονομικής δραστηριότητας, καθώς το β’ τρίμηνο του 2022 αυξήθηκαν κατά 3,4 δισ. ευρώ και 3 δισ. ευρώ αντίστοιχα. Οι συνολικές επενδύσεις όλων των τομέων της οικονομίας διατηρούνται σχετικά σταθερές σε χαμηλό επίπεδο (12% του ΑΕΠ το α’ και το β’ τρίμηνο του 2022) και με μεγάλη απόσταση από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης (περίπου 10 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ).

Προβληματισμός από τις εισαγωγές

Επίσης, εστία προβληματισμού αποτελεί η συνεχιζόμενη αύξηση των εισαγωγών προϊόντων. Το β’ τρίμηνο του 2022 αντιστοιχούσαν στο 44,4% του ΑΕΠ έναντι 34,3% του ΑΕΠ το ίδιο τρίμηνο του 2021. Η αύξηση αυτή υπερκαλύπτει την αύξηση των εξαγωγών, με αποτέλεσμα το β’ τρίμηνο του 2022 η Ελλάδα να καταγράφει εμπορικό έλλειμμα ύψους 6,6% του ΑΕΠ. Το εμπορικό έλλειμμα, σε συνδυασμό με την αναγκαία προσαρμογή του δημοσιονομικού ισοζυγίου, επιδεινώνει τη διατηρη-

σιμότητα της οικονομικής μεγέθυνσης και την ευθραυστότητα της οικονομίας.

Μετά τις αυξήσεις του κατώτα-του μισθού στην Ελλάδα το 2022, η Ελλάδα ανήλθε στην 11η θέση από τη 16η στην οποία βρισκόταν το 2021. Η εξέλιξη αυτή είναι θετική, ωστόσο ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα εξακολουθεί να είναι κάτω από το επίπεδο της αξιοπρεπούς διαβίωσης. Η απώλεια αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού είναι διαρκής όσο αυξάνεται το επίπεδο τιμών και επομένως θα πρέπει να υπάρξει νέα και σημαντική αύξηση του κατώτατου μισθού το 2023.

Η προστασία των εργαζομένων στην Ελλάδα από συλλογικές συμβάσεις εργασίας είναι αξιοσημείωτα περιορισμένη. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι, σύμφωνα με σχετική οδηγία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Ελλάδα πρέπει να αυξήσει το ποσοστό κάλυψης των συλλογικών συμβάσεων κατά 54,2 ποσοστιαίες μονάδες.