ΜΙΧΑΛΗΣ ΛΕΜΠΙΔΑΚΗΣ

Ρεπορτάζ: Θάνος Περβολαράκης, Ευαγγελία Καρεκλάκη

Σε δέκα σελίδες ξεδιπλώνεται η πρώτη κατάθεση του Μιχάλη Λεμπιδάκη, που έδωσε αμέσως μετά την απελευθέρωσή του στην Ασφάλεια Ηρακλείου. Σε αυτές μπορεί κάποιος να διακρίνει με την πρώτη ματιά ότι μιλάμε για έναν πανέξυπνο άνθρωπο, με φοβερή αντίληψη και παρατηρητικότητα.

Είναι τόσο ανατριχιαστικές οι λεπτομέρειες, που  δίνει την εντύπωση ότι  έχει αποτυπώσει στο μυαλό και στην καρδιά του πολλά περισσότερα από όσα έχουν γραφτεί στην κατάθεσή του. Στους αστυνομικούς της Ασφάλειας Ηρακλείου παρέδωσε και το τετράδιο με τις σημειώσεις του όλους αυτούς τους μήνες.

Περιγράφει με εντυπωσιακό τρόπο ένα προς ένα τα κρησφύγετα στα οποία τον είχαν οδηγήσει και προσδιορίζει κατά προσέγγιση αλλά και με ακρίβεια σε ορισμένες περιπτώσεις  τις ημερομηνίες των μετακινήσεών του. Αποκαλύπτει συνομιλίες με τους απαγωγείς  και προσδιορίζει ότι στους έξι μήνες κράτησης ήρθε σε επαφή με τουλάχιστον 20 άτομα.

Αναφέρει ότι οι απαγωγείς τον ενημέρωναν για την πορεία των διαπραγματεύσεων, ακόμα και όταν τα πράγματα δεν πήγαιναν καθόλου καλά. Άλλοτε του επέτρεπαν να δει τηλεόραση, άλλοτε τον άφηναν να διαβάζει εφημερίδες και πάντα ήταν αλυσοδεμένος, στο χέρι ή στο πόδι.

Αποκαλύπτει ακόμα ότι από τις αρχές Απριλίου τού χορηγούσαν ηρεμιστικά, για να μπορέσει να διαχειριστεί τις κρίσεις πανικού καθώς όπως λέει χαρακτηριστικά: «Όλο αυτό τον καιρό δεν είδα ούτε μία φορά το φως του ήλιου».

Μιλάει για τον περίεργο ρόλο που έπαιξε ο ιδιοκτήτης της μάντρας, για τον «Άκη» τον διαπραγματευτή και περιγράφει καρέ-καρέ τα λεπτά της επιχείρησης για την απελευθέρωσή του.

Αναφέρει ακόμα ότι από τον πρώτο καιρό οι απαγωγείς  είχαν αποκαλύψει ότι ήθελαν στην πραγματικότητα 20-35 εκατομμύρια ευρώ και ότι στο παρελθόν είχαν αποπειραθεί να τον απαγάγουν αλλά δεν τα κατάφεραν.

Από την απαγωγή μέχρι τις αιματοβαμμένες επιστολές

Σύμφωνα με πληροφορίες από νομικές πηγές, λίγες ημέρες πριν πέσει θύμα απαγωγής ο 54χρονος είχε ταξιδέψει με τη σύζυγό του στη Γερμανία για επαγγελματικούς και κοινωνικούς λόγους. Η σύζυγός του έφυγε νωρίτερα για να επιστρέψει στην Ελλάδα, ενώ εκείνος στη συνέχεια πήγε με έναν φίλο του στην Πολωνία για επαγγελματικούς και πάλι λόγους.

Οι αστυνομικοί έφτασαν μια ανάσα από τον Μ. Λεμπιδάκη στην επιχείρηση της 6ης Αυγούστου στον Βρασκά Σφακίων

Στις 30 Μαρτίου επέστρεψε αεροπορικώς από το εξωτερικό στο Ηράκλειο, μεταξύ 3 με 4 το μεσημέρι. Με ταξί κατευθύνθηκε από το αεροδρόμιο Ηρακλείου στην έδρα της επιχείρησής του στη ΒΙΠΕΗ.

Η αρπαγή

Στο εργοστάσιο ο Μ.Λ συναντήθηκε με τη μητέρα του αλλά και κάποιους εργαζόμενους με τους οποίους είχε σύντομο χαιρετισμό. Με το αυτοκίνητό του, που ήταν εκεί σταθμευμένο, πήγε στο σπίτι του, ακολουθώντας πάντα το ίδιο δρομολόγιο. Όπως φέρεται να είπε εξεταζόμενος, κατά τη διαδρομή προς το σπίτι δεν παρατήρησε κάτι περίεργο, ενώ δεν αποκόμισε την εντύπωση ότι κάποιος τον ακολουθούσε με αυτοκίνητο ή μηχανή.

Περίπου ένα με ενάμιση χιλιόμετρο πριν φθάσει στο σπίτι του είδε ξαφνικά μπροστά του ένα αυτοκίνητο τύπου «βαν», χωρίς να θυμάται τον αριθμό. Το αυτοκίνητο τύπου βαν τράκαρε το όχημά του στην αριστερή πλευρά. Αρχικά ο Μ. Λεμπιδάκης, όπως είπε, νόμισε ότι ήταν τροχαίο ατύχημα και σταμάτησε στη δεξιά πλευρά του δρόμου. Από το βανάκι βγήκε ένα άτομο που κρατούσε στα χέρια του μια βαριοπούλα. Το άτομο αυτό κινήθηκε προς το μέρος του και έσπασε το τζάμι από το παράθυρο. Ένα δεύτερο άτομο, το οποίο κρατούσε καλάσνικοφ, τον σημάδευε από το παρμπριζ του αυτοκινήτου.

Και οι δύο κακοποιοί ήταν ντυμένοι με στρατιωτικά ρούχα, κάλυπταν όλο τους το πρόσωπο με μαύρες κουκούλες, ενώ φορούσαν και χοντρά σκουρόχρωμα γάντια. Ο Μιχάλης Λεμπιδάκης, λόγω της κατάστασης που βρισκόταν, αλλά και του μεγάλου χρονικού διαστήματος που πέρασε από την ημέρα της απαγωγής του, δεν ήταν σε θέση να δώσει στοιχεία για το σωματότυπό τους.

Εκείνος που είχε τη βαριοπούλα, αφού είχε σπάσει το παράθυρο, του φώναξε να βγει από το αυτοκίνητό του. Ο 54χρονος φέρεται να είπε ότι ο απαγωγέας μιλούσε ελληνικά, αλλά δεν διέκρινε εάν είχε προφορά ή κάποιο ιδίωμα.

Υπό το φόβο του καλάσνικοφ ο Μ. Λεμπιδάκης κατέβηκε από το αυτοκίνητο και οι δύο κακοποιοί, αφού τον έπιασε ο ένας από τα αριστερά και ο άλλος από τα δεξιά , του φόρεσαν μια κουκούλα στο πρόσωπο και τον οδήγησαν σε ένα άλλο επιβατικό όχημα. Το αυτοκίνητο αυτό ήταν πίσω από το δικό του ακινητοποιημένο από τη σύγκρουση όχημα. Κάθισε στο πίσω κάθισμα μαζί με δύο ακόμα άτομα που βρίσκονταν ήδη εκεί. Στο συγκεκριμένο όχημα, για το οποίο δεν γνωρίζει ούτε τη μάρκα, ούτε το χρώμα, αφού δεν μπόρεσε να δει, βρίσκονταν συνολικά τέσσερα άτομα, τα οποία μιλούσαν πολύ ψιθυριστά, σε βαθμό να μην ακούει τι λένε.

Οι πρώτες κουβέντες

Ο απαγωγέας που καθόταν αριστερά του 54χρονου θύματος απευθύνθηκε στον Μ.Λ και για πρώτη φορά του είπε να μην φοβάται και πως κανείς δεν θα πάθει τίποτα. Βρισκόμενος μέσα στο αυτοκίνητο οι δράστες τον έψαξαν ενδελεχώς και τον ρώτησαν εάν είναι οπλισμένος ή τσιπαρισμένος. Στη συνέχεια του πήραν το πορτοφόλι και το πέταξαν στο πίσω μέρος του καθίσματος. Στο πρώτο όχημα που έβαλαν τον Μιχάλη Λεμπιδάκη παρέμεινε για λίγα λεπτά, μετά τον επιβίβασαν σε άλλο αυτοκίνητο. Βγαίνοντας από το πρώτο αυτοκίνητο για να επιβιβαστεί στο δεύτερο, ένας εκ των απαγωγέων τον τράβηξε βίαια, όμως ο συνεργός του που βρισκόταν αριστερά του επιχειρηματία είπε στον απαγωγέα: «ώπα, μαλακά».

Στο δεύτερο όχημα κάθισε και πάλι στο πίσω κάθισμα, με ένα άτομο μόνο δίπλα του και δύο άλλα άτομα καθισμένα στη θέση του οδηγού και του συνοδηγού. Ο συνοδηγός γύρισε προς το θύμα και του είπε ότι κανείς δεν θα πάθει τίποτα. Τη φωνή αυτή ο Μ. Λεμπιδάκης την άκουσε για πρώτη φορά και γι αυτό το λόγο ο 54χρονος πιστεύει ότι ήταν άλλα τα άτομα από εκείνα που ήταν στο πρώτο αμάξι. Οι δράστες οδήγησαν για περίπου μιάμιση με δύο ώρες. Σε όλη τη διαδρομή είχε κλειστά τα μάτια του και διαπίστωσε ότι κάποιες στιγμές το αυτοκίνητο κινούνταν σε χωματόδρομο. Άκουγε ήχους από ζώα όσο οδηγούσαν. Ο ίδιος πιστεύει ότι κάποια στιγμή ανέβηκαν σε ένα βουνό και στη συνέχεια κατέβηκαν. Σε ορισμένα σημεία από τα οποία πέρασαν τού  έσκυβαν το κεφάλι για να μην τον δουν, όπως εκτιμά.

Το πρώτο κρησφύγετο   και η αλλαγή ρούχων

Κόβοντας ταχύτητα το αυτοκίνητο με το θύμα της απαγωγής, άκουσε τον θόρυβο μιας γκαραζόπορτας και τότε μπήκαν σε έναν κλειστό και ελεγχόμενο χώρο. «Με έβγαλαν από το αυτοκίνητο, μπήκα στο εσωτερικό της οικίας και ανέβηκα μια σκάλα» φέρεται να είπε ο Μ.Λ, στους αστυνομικούς.

Οι απαγωγείς τον οδήγησαν σε μια κρεβατοκάμαρα, του έβγαλαν την κουκούλα και του έδωσαν να φορέσει άλλα ρούχα. Συγκεκριμένα του ζήτησαν να φορέσει ένα μακρύ παντελόνι φόρμας και μία μπλούζα.

Ο χώρος όπου κρατήθηκε αρχικά ήταν μικρός, υπήρχε ένα κρεβάτι και μια τηλεόραση. Πάνω από το κρεβάτι υπήρχε μια αλυσίδα στον τοίχο που κατέληγε σε χειροπέδα. Στη μία γωνία του υπνοδωματίου υπήρχε μία χημική τουαλέτα. Το παράθυρο του δωματίου ήταν ερμητικά κλειστό και μάλιστα καλυμμένο με χοντρό ύφασμα.

Ο φρουρός και η ενημέρωση

Όταν οι απαγωγείς έβγαλαν την κουκούλα από τον Μιχάλη Λεμπιδάκη, είδε έναν άνδρα που φορούσε κι αυτός κουκούλα, μαύρη αθλητική φόρμα και γυαλιά ηλίου. Δεν του μίλησε σχεδόν καθόλου και τον έδεσε με την αλυσίδα και τη χειροπέδα από το ένα χέρι. Η αλυσίδα αυτή ήταν περίπου ένα μέτρο και με αυτή μετακινούνταν μέσα στο δωμάτιο. Το διάστημα της κράτησής του εκεί ήταν συνέχεια δεμένος με την αλυσίδα. Στον συγκεκριμένο χώρο ο Μιχάλης Λεμπιδάκης κρατήθηκε μέχρι τις αρχές Μαΐου. Στο δωμάτιο ήταν πάντα μόνος του με κλειστή την πόρτα, όμως στο σπίτι υπήρχε πάντα κάποιος που ήταν υπεύθυνος για τη φροντίδα του. Οι «φροντιστές» εναλλάσσονταν με βάρδιες. Πάντα όμως φορούσαν την ίδια φόρμα και γυαλιά ηλίου όταν έμπαιναν στο δωμάτιο.

Οι απαγωγείς τον άφηναν να βλέπει τηλεόραση, του πήγαιναν μία ή δύο φορές την ημέρα φαγητό, το οποίο ήταν σπιτικό και καλής ποιότητας.

Όσοι ήταν υπεύθυνοι για τη φύλαξή του ήταν πειθαρχημένοι, του μιλούσαν ψιθυριστά για να μην καταλαβαίνει την προφορά τους, όμως δεν ήταν βίαιοι μαζί του.

Του επέτρεπαν να βλέπει τηλεόραση και να διαβάζει εφημερίδες από τις οποίες έμαθε ότι ζητούσαν από την οικογένειά του 100 εκατομμύρια ευρώ.

Η εσωτερική πληροφόρηση

Ο Μιχάλης Λεμπιδάκης συνομιλώντας με τους απαγωγείς του τους εξήγησε ότι δεν υπάρχει αυτό το ποσό. Με σημείωμά του προς τους δράστες είπε ότι η χρηματική δυνατότητα της οικογένειας ήταν λιγότερη από δέκα εκατομμύρια.

Οι απαγωγείς όμως επέμεναν ότι έχουν εσωτερική πληροφόρηση, είτε από άτομο κοντά στην οικογένεια, είτε από τον χώρο της Παγκρήτιας Τράπεζας, είτε από την επιχείρηση της οικογένειας, για πακτωλό εκατομμυρίων στο εξωτερικό.

Οι αιματοβαμμένες επιστολές

Σύμφωνα με πληροφορίες, κάποια στιγμή κι ενώ ο Μιχάλης Λεμπιδάκης ήταν στο δωμάτιο, ένας φροντιστής τού  πήγε σε ένα χαρτάκι γραμμένη μια ερώτηση, προερχόμενη από την οικογένειά του, σχετικά με κάποιο δώρο που είχε κάνει σε έναν φίλο του στη Γερμανία. Του εξήγησαν ότι αυτό γινόταν για να αποδείξουν ότι είναι ζωντανός. Ο Μιχάλης Λεμπιδάκης πήρε ένα χαρτί και στυλό για να γράψει την απάντηση, ενώ σε άλλο σημείωμα που του έδωσαν του υποδείκνυαν τι να γράψει.

Σε όλες τις επιστολές που έγραψε ο 54χρονος οι απαγωγείς τον έβαζαν να πλένει τα χέρια του, αποστείρωναν τον χώρο και τον καθοδηγούσαν να βάζει την επιστολή σε νάιλον σακούλα. Ακόμη τον έβαζαν να τρυπάει το δάχτυλό του με καρφίτσα και να υπογράφει την επιστολή με το αίμα του.

Ένας από τους φροντιστές του του είπε ότι θα τραβούσε ένα βίντεο για να το δώσει στην οικογένειά του. Το ίδιο άτομο τού έδωσε μία σελίδα χαρτί που του είχαν γράψει τι να πει. Η λήψη έγινε με μια ψηφιακή φωτογραφική μηχανή κόκκινου χρώματος. Στο βίντεο ο Μ.Λ. δεν θυμάται τι είχε πει. Άκουγε αυτοκίνητα και μηχανές να περνάνε, αλλά δεν βγήκε ποτέ από το δωμάτιο. Σπάνια, όπως είπε, άκουγε και αεροπλάνα.

Την ημερομηνία τη μάθαινε από την τηλεόραση, ενώ κάποια ημέρα στις αρχές του Μάη τού είπαν ότι θα έφευγαν από το σπίτι αυτό για να πάνε σε κάποιο άλλο, πιο κοντά στο Ηράκλειο, γιατί πλησίαζε η μέρα που θα τον απελευθέρωναν. Το ίδιο βράδυ τού φόρεσαν και πάλι κουκούλα και τον οδήγησαν στο αυτοκίνητο. Μαζί του ήταν τρία άτομα, τα οποία μιλούσαν ψιθυριστά. Ήταν πειθαρχημένοι και οπλισμένοι με βαρύ οπλισμό.

Η ζωή του Μ. Λεμπιδάκη, όταν «πάγωσαν» οι διαπραγματεύσεις

Ο Μιχάλης Λεμπιδάκης
Όπως αποκαλύπτεται μέσα από την ανατριχιαστικά λεπτομερή κατάθεση του επιχειρηματία,  η μεταφορά του στο επόμενο  κρησφύγετο συνέπεσε χρονικά με το «πάγωμα» των διαπραγματεύσεων για μεγάλο χρονικό διάστημα ως μέσο πίεσης από την πλευρά των απαγωγέων.

Το νέο  κρησφύγετο ήταν πετρόχτιστο και ισόγειο, με την ίδια πάντα χημική τουαλέτα, χωρίς παράθυρο και τηλεόραση και τη γνωστή αλυσίδα στον τοίχο για το δέσιμο του χεριού του. Ο τρόπος φύλαξής του πανομοιότυπος με όλους τους προηγούμενους χώρους, με τους απαγωγείς να συνεχίζουν να τον εκφοβίζουν ότι εξωτερικά υπήρχαν οπλισμένοι φύλακες.

Ήταν οι ίδιοι οι απαγωγείς που του αποκάλυψαν ότι το διάστημα εκείνο δεν υπήρχαν σκοπίμως επικοινωνίες με την οικογένειά του. Στα μέσα Μαϊου, όπως υπολογίζει, εμφανίστηκε στο κρησφύγετο ένα νέο πρόσωπο, με το οποίο συνομίλησαν για περίπου μία ώρα.

Ο άνδρας αυτός τον ενημέρωσε για την πορεία της διαπραγμάτευσης, αποδίδοντας τις ευθύνες στην Αστυνομία, που στέκεται εμπόδιο στις συζητήσεις με την οικογένεια. Ο Μιχάλης Λεμπιδάκης εκτιμά ότι στο συγκεκριμένο κρησφύγετο παρέμεινε μέχρι και τις αρχές Ιουνίου οπότε και ενημερώθηκε ότι θα μετακινηθεί εκ νέου το ίδιο βράδυ για το επόμενο …μπουντρούμι.

Ζητούσαν 100, ήθελαν 20-35 εκατομμύρια

Μετά από μία με δύο ώρες οδήγησης, τον οδήγησαν στο νέο «κελί» του, σε διώροφο οίκημα όπου οι συνθήκες ήταν παρεμφερείς με τα προηγούμενα κρησφύγετα. Αυτή τη φορά ωστόσο ζήτησε από τους απαγωγείς να αποδεσμεύσουν το χέρι του από την αλυσίδα και να τον δέσουν από το πόδι με μία λεπτότερη. Οι απαγωγείς το δέχτηκαν. Καθημερινά του έφερναν μαγειρευτό φαγητό και δύο Αθηναϊκές εφημερίδες. Στο κρησφύγετο αυτό ο Μιχ. Λεμπιδάκης «αναγνωρίζει» το άτομο που τον συνάντησε στην πρώτη «γιάφκα» και συνομίλησαν και πάλι για την πορεία των διαπραγματεύσεων. «Μου είπε ότι υπάρχει πρόβλημα από την παρέμβαση της Αστυνομίας και ότι η οικογένεια προσφέρει 25 με 30 εκατομμύρια. Θέλω εδώ να σας αναφέρω ότι από την περίοδο που ήμουν στο πρώτο σπίτι, οι δράστες μου είχαν πει ότι ήθελαν να πάρουν από την οικογένειά μου 20 με 35 εκατομμύρια για να με αφήσουν». Στο συγκεκριμένο κρησφύγετο παρέμεινε, όπως εκτιμά, έως τις 6 Αυγούστου. «Το θυμάμαι αυτό χαρακτηριστικά γιατί κρατούσα κάποιες σημειώσεις όσο ήμουν φυλακισμένος. Σε μία από αυτές έχω γράψει: 6/8 μαντρί».

Στο μαντρί, μετά την επεισοδιακή επιχείρηση στον Βρασκά

Μετά την επεισοδιακή επιχείρηση της Αστυνομίας στον Βρασκά, οι απαγωγείς τον μετακίνησαν για μία ακόμα φορά κακήν-κακώς. Τον μετέφεραν σε ένα μαντρί. «Το θυμάμαι αυτό χαρακτηριστικά γιατί κρατούσα κάποιες σημειώσεις όσο ήμουν φυλακισμένος. Σε μία από αυτές έχω γράψει: 6/8 μαντρί».

Πανοραμική άποψη της μάντρας με τα σκραπ στη γέφυρα Ζουρίδας - κρησφύγετο των απαγωγέων  του Μ. Λεμπιδάκη έξω από το Ρέθυμνο
Η μάντρα με τα σκραπ στη γέφυρα της Ζουρίδας

Μία καρέκλα, ένα τραπέζι και ένα κρεβάτι ήταν ο εξοπλισμός ενώ δεν υπήρχε ρεύμα. Παρέα του ήταν ένα …κοπάδι με πρόβατα. Στο μαντρί παρέμεινε μέχρι και τις 10 Αυγούστου. Και ο ίδιος αντιλαμβάνεται ότι το συγκεκριμένο μέρος είναι πρόχειρα σχεδιασμένο και δεν μπορεί να παραταθεί η παραμονή της κράτησής του εκεί. Μάλιστα οι απαγωγείς τον ενημερώνουν για την γιγαντιαία επιχείρηση  της Αστυνομίας που έγινε με σκοπό την απελευθέρωσή  του και περιέγραψαν ότι σε αυτήν συμμετείχαν 40 οχήματα με 200 αστυνομικούς.

O… Άκης ο διαπραγματευτής

Ο Μιχ. Λεμπιδάκης υπολογίζει ότι στις 10 Αυγούστου τον μετακίνησαν στη μάντρα με τα σκραπ, όπου έγινε το πρωί της Δευτέρας η επιχείρηση απελευθέρωσής του. Έχει αντιληφθεί ότι στο ισόγειο λειτουργεί επιχείρηση καθώς άκουγε φωνές και θόρυβο αλλά και ένα μηχάνημα που έκοβε σίδερα. Καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής του στον συγκεκριμένο χώρο εκτός από τον «σωματοφύλακα», τον …επισκέφθηκε για πρώτη φορά ένας άνδρας, τον οποίο περιγράφει ως διαφορετικό από εκείνο που ερχόταν στα προηγούμενα κρησφύγετα και τον ενημέρωνε για τις διαπραγματεύσεις. «Ο δεύτερος άνδρας που σας λέω, μου συστήθηκε ως διαπραγματευτής με την οικογένεια και είχε το όνομα «Άκης». Μου είπε επίσης ότι ο πρώτος άνδρας με το ψευδώνυμο «ΑΒ» είχε αποτραβηχτεί από τη διαπραγμάτευση για λόγους ασφαλείας. Έτσι ανέλαβε πλέον ο Άκης τη διαπραγμάτευση με την οικογένεια».

Όπως περιγράφει ο Μιχ. Λεμπιδάκης, ο Άκης τον επισκέφθηκε στο κρησφύγετο συνολικά τρεις φορές κατά τις οποίες τις δύο τράβηξαν βίντεο για την οικογένεια ενώ τον έβαλε να γράψει και τις επιστολές. «Τα βίντεο τα τράβηξαν με ψηφιακή φωτογραφική μηχανή που κρατούσε. Αυτή τη φορά μου υπέδειξε το ποσό που ζητάνε οι απαγωγείς, έγραψα εγώ αυτά που ήθελα να πω και αφού τα ενέκρινε, τραβήξαμε βίντεο. Ο Άκης με ενημέρωνε αναλυτικά για την πορεία της διαπραγμάτευσης».

Ο 54χρονος επιχειρηματίας αναφέρει ακόμα ότι ο Άκης σε μία από τις συζητήσεις που είχαν, τού  γνωστοποίησε ότι θα πήγαινε στην Αθήνα για να δώσει επιστολή που είχε γράψει ο Λεμπιδάκης σε θεία του. Ο ίδιος έδινε στους απαγωγείς τις διευθύνσεις και τα τηλέφωνα προκειμένου να αποστείλουν τις επιστολές του.

Ο Μανόλης και το κόλπο με τον γιατρό

Ενδιαφέροντα είναι και τα όσα αποκαλύπτει σε σχέση με τον ρόλο του «Μανόλη» (είναι ο ιδιοκτήτης της μάντρας), ο οποίος σχεδόν απολογητικά έναντι του απαχθέντος, τού εξήγησε ότι υποχρεώθηκε από την ομάδα των απαγωγέων να τον κρατήσει στον χώρο, υποστηρίζοντας ότι ο ίδιος δεν ανήκει στα άτομα που έκαναν την απαγωγή. Ο Μιχ. Λεμπιδάκης εκτιμά ότι πρόκειται για τον ιδιοκτήτη της μάντρας, ο οποίος στις 30 Σεπτεμβρίου, δύο μόλις 24ωρα πριν την επέμβαση της Αστυνομίας, τού ανέφερε ότι ο «Άκης» σταμάτησε τις διαπραγματεύσεις με την οικογένεια «επειδή απέτυχε στην αποστολή του».

Σύμφωνα με τον Μιχάλη Λεμπιδάκη, ο «Μανόλης» τού  είπε ότι αν έρθει άλλη ομάδα να τον παραλάβει προκειμένου να τον μετακινήσει σε άλλο χώρο, θα τους ξεγελούσε ουσιαστικά λέγοντάς τους ότι ο όμηρος αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα υγείας και χρειάζεται μεταφορά στο νοσοκομείο. «Γι’ αυτόν τον λόγο τις τελευταίες ημέρες ξεκίνησα να λέω στον φροντιστή μου ότι πονάει το στομάχι μου».

Ο 54χρονος περιγράφει ότι την τελευταία εβδομάδα της κράτησής του στον συγκεκριμένο χώρο, τού έβαλαν τηλεόραση και καθώς δεν είχαν φέρει τηλεκοντρόλ, το ζήτησε από τον «σωματοφύλακά» του.

Οι τελευταίες ώρες πριν την απευλευθέρωση

Ήταν γύρω στις 4 τα ξημερώματα της Δευτέρας, 1ης Οκτωβρίου, όταν ξάπλωσε στο στρώμα που ήταν στο πάτωμα για να κοιμηθεί. «Δεν θυμάμαι τι ώρα ήταν, ξύπνησα από το θόρυβο που έκαναν οι αστυνομικοί που ήρθαν να με ελευθερώσουν. Μπήκαν μέσα στο δωμάτιο και με βρήκαν δεμένο με την αλυσίδα στο πόδι και ξαπλωμένο στο στρώμα που υπήρχε. Τα ρούχα που φορούσα σήμερα μου τα είχαν δώσει πριν δέκα ημέρες. Συνολικά από την πρώτη ημέρα με άλλαξαν συνολικά δύο φορές. Μία φορά την ημέρα που μ’ έπιασαν και άλλη μία κατά την διάρκεια της κράτησης».

Του έδιναν ηρεμιστικά

Αποκαλύπτει ακόμα ότι από τις αρχές του Απριλίου  οι απαγωγείς του χορηγούσαν ηρεμιστικά ώστε να μην έχει κρίσεις πανικού και άγχους. «Θέλω να σας πω ότι όλο αυτό το χρονικό διάστημα δεν είδα ούτε μία μέρα το φως του ήλιου».

Καταθέτει ακόμα ότι συνολικά κατά το διάστημα της κράτησής του ήρθε σε επαφή με 20 (!!!) άτομα. «Όσο καιρό ήμουν φυλακισμένος αποκόμισα την εντύπωση ότι ήταν μία πολύ καλά οργανωμένη ομάδα, με πειθαρχία, τα μέλη της οποίας ακολουθούσαν πιστά κάποιους κανόνες και πρωτόκολλα.

 

Είχαν αποπειραθεί να τον απαγάγουν στο παρελθόν

Μέσα από τις συνομιλίες του με τους απαγωγείς ο Μιχ. Λεμπιδάκης πληροφορήθηκε ότι και στο παρελθόν είχαν αποπειραθεί να τον απαγάγουν, όμως δεν τα κατάφεραν. «Επιπλέον μου έλεγαν ότι η ενέδρα για την απαγωγή μου είχε στηθεί πολύ καιρό πριν και ό,τι αν δεν κατάφερναν να απαγάγουν εμένα, θα απήγαγαν κάποιον άλλον από την οικογένειά  μου.

Ο Μιχ. Λεμπιδάκης παρέδωσε στην Αστυνομία το τετράδιο με τις σημειώσεις που κρατούσε καθ’ όλη τη διάρκεια της απαγωγής. Μαζί με αυτό παρέδωσε και ό,τι φορούσε όσο παρέμενε όμηρος στο «κλουβί».