Η ζωή των χίπις στις σπηλιές των Ματάλων – Μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν την απόλυτη ελευθερία  

Η «Παραλία», η καθημερινή σειρά της ΕΡΤ1 που έριξε τίτλους τέλους, φώτισε την καθημερινότητα των χίπις στις σπηλιές των Ματάλων. Για κάποιους από αυτούς, όπως λένε όσοι έζησαν για ένα διάστημα εκεί, ήταν η πιο όμορφη περίοδος της ζωή τους.

Το γραφικό ψαροχώρι στη νότια Κρήτη, έχει χαραχθεί στην ιστορία ως ένα από τα πιο εμβληματικά καταφύγια της χίπικης κουλτούρας κατά τις δεκαετίες του ‘60 και του ‘70. Χιλιάδες νέοι από όλο τον κόσμο συνέρρεαν σε αυτόν τον απομακρυσμένο κόλπο, όχι μόνο για την απαράμιλλη ομορφιά του τοπίου, αλλά κυρίως για να ζήσουν μια ζωή διαφορετική, απαλλαγμένη από τις συμβάσεις του δυτικού κόσμου, μέσα σε ένα αυτοσχέδιο κοινόβιο.

Υπάρχουν πολλές μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν εκεί, όπως αυτές που έχει καταγράψει στο undergroundrockpress, ο Johnkastsmc.

Το ψαροχώρι της νότιας Κρήτης έχει μείνει στην ιστορία ως ένα από τα πιο εμβληματικά καταφύγια της κουλτούρας των χίπις

Μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν εκεί

~Ζαν, 1964-65: Ήμουν στα Μάταλα το 1964. Θυμάμαι έναν Κρητικό ψαρά, πραγματικά σοφό άντρα, που δούλευε μόνο για τις ανάγκες του, τίποτε παραπάνω, τον Μανώλη· ζούσε στις σπηλιές και εκεί είχε κοτέτσι με κότες. Ζούσε με μια Αμερικανίδα που την φώναζαν «Πεταλούδα».

Εκεί γνώρισα ένα κορίτσι από την Αγγλία. Το όνομά της ήταν Τζάνετ, αλλά τη φώναζαν Ιωάννα. Και εμένα Ιωάννη. Παντρευτήκαμε τον ίδιο χρόνο στο Παρίσι. Ένα βράδυ, πολύ μεθυσμένος, χόρεψα ζεϊμπέκικο για πρώτη φορά και αυτή ήταν η αρχή από πολλές νύχτες χορού, πιοτού και μουσικής.

Τότε δεν υπήρχε ηλεκτρικό και το νερό ερχόταν με μια αντλία βενζίνης που δούλευε όλη ημέρα. Νερό πίναμε μόνο μέρα παρά μέρα και αυτό ζεστό από ένα δοχείο (ίσως γι’ αυτό πίναμε τόσο πολύ κρασί). Πλενόμασταν χωρίς σαπούνι, ουσιαστικά το μπάνιο μας ήταν μόνο στη θάλασσα.

Σιγά σιγά, το πάρτι που έκανα κάθε βράδυ έγινε διάσημο και άρχισαν να έρχονται άνθρωποι και από το Ηράκλειο. Το κρασί και τα φρούτα ήταν πολύ φτηνά κι έτσι μαζευόμασταν και τα μοιραζόμασταν. Πηγαίναμε συνέχεια σε ένα καφενείο, ο ιδιοκτήτης του οποίου, όταν φεύγαμε τον Οκτώβριο, έβαλε τα κλάματα από χαρά, γιατί ήταν πια εξουθενωμένος και ήθελε να ξεκουραστεί!

Όπως κι εγώ άλλωστε, ύστερα από έναν μήνα καθημερινού μεθυσιού. Τα αυγά και οι ντομάτες με πολύ ελαιόλαδο ήταν σχεδόν το μοναδικό φαγητό που είχαμε διαθέσιμο. Στην ταβέρνα πληρώναμε μια στο τόσο.

«Αυτά μού έμαθαν οι Κρητικοί»

Μου πήρε πολύ καιρό να ξεφύγω από τα Μάταλα. Γύρισα πολλές φορές αλλά, μολονότι το τοπίο ήταν το ίδιο, η μαγεία είχε χαθεί. Υπήρχαν πολλοί τουρίστες. Ακόμη και οι ντόπιοι είχαν εκδιωχθεί από εκεί. Τελευταία φορά πήγα το 1980, χωρισμένος από την Τζάνετ, με άλλη κοπέλα. Θυμάμαι ένα όμορφο πρωινό τον Μανώλη τον ψαρά στο πιο ψηλό σημείο των σπηλιών· έπαιζε ένα είδος μουσικής, εκπυρσοκροτώντας το όπλο του και ένας άλλος στην παραλία απαντούσε χτυπώντας μια κονσέρβα.

Αυτό που μου έμαθαν οι Κρητικοί ήταν να ζω με ψυχική διάθεση αληθινού, αυθεντικού ανθρώπου, περήφανου, ειλικρινούς, γενναιόδωρου, δυνατού και βέβαια με γερή δόση τρέλας· πράγμα φυσιολογικό όταν κάποιος ζει μέσα σε τέτοια συνεχή ομορφιά, λουσμένη από το ελληνικό φως, που μοιάζει ανεπηρέαστο από τον πολιτισμό.

Για πολλούς, όπως λένε οι ίδιοι, ήταν η πιο όμορφη περίοδος της ζωής τους

~Μπάρμπαρα, 1968: Μια φίλη μού βρήκε μια καλή σπηλιά που βρεχόταν από τη θάλασσα – δεν θυμάμαι εάν έμενα με κάποιον άλλον ή όχι. Ήταν πολύ καθαρά. Καθαρίζαμε τη σπηλιά και τη διακοσμούσαμε με πέτρες και κοχύλια. Ψάχναμε για φύλλα ή άχυρα για να κάνουμε πιο μαλακή την επιφάνεια όπου κοιμόμασταν.

Κάποιες φορές πηγαίναμε σε άλλες σπηλιές για να μοιραστούμε το φαγητό μας ή για να καπνίσουμε. Υπήρχε πολύ χόρτο για να αγοράσεις, αλλά δεν ξέρω αν κυκλοφορούσαν βαριά ναρκωτικά. Θυμάμαι που πήγαινα στη μοναδική ταβέρνα στην περιοχή, τη «Γοργόνα», για να αγοράσω ρυζόγαλο όταν είχα καπνίσει. Ήταν τόσο ωραίο!

Τα Μάταλα ήταν ένα χωνευτήρι ιδεών, ταλέντου, τραγουδιστών, μουσικών και ποιητών. Όλοι ονειρευόμασταν την ουτοπία. Οι ντόπιοι –με εξαίρεση τον ιδιοκτήτη της «Γοργόνας» που ξεπουλούσε– νόμιζαν ότι ήμαστε τρελοί. Είμαι πολύ ευχαριστημένη που το έζησα όλο αυτό και γνώρισα τόσο τρελούς και απίθανους ανθρώπους.

~Έβελιν, 1970: Η ζωή μου στα Μάταλα -εκείνη την εποχή- ήταν η πιο υπέροχη περίοδος της ζωής μου. Ήταν η πρώτη δόση ελευθερίας που γεύτηκα. Είχα μεγαλώσει στον Καναδά, ήμουν η μεγαλύτερη κόρη Ευρωπαίων μεταναστών από την Αυστρία και την Ουγγαρία. Η ηθική της εργασίας ήταν πολύ δυνατή στην οικογένειά μου.

Δούλευα με τον πατέρα μου τα καλοκαίρια και τα σαββατοκύριακα, από τότε που ήμουν 12 χρόνων. Οι γονείς μου ήταν πολύ αυστηροί και κατασταλτικοί απέναντί μου· σχεδίαζα και μεθόδευα πέντε χρόνια πώς να ξεφύγω από τον έλεγχό τους.

Με το που έφτασα στην Ελλάδα, αισθάνθηκα ότι βρέθηκα σε ένα μέρος όπου ένιωσα αμέσως σαν στο σπίτι μου – τουλάχιστον σαν στο σπίτι που ονειρευόμουν να έχω. Τότε, ο κόσμος στην Ελλάδα ήταν (και παραμένει) τόσο φιλόξενος, ειδικά οι Κρητικοί. Έχω ζήσει σε διάφορα μέρη της Μεσογείου και της Ευρώπης και ταξίδεψα σε άλλα μέρη του κόσμου, αλλά σε κανένα άλλο δεν έζησα την ειλικρινή φιλοξενία και την καλοσύνη, όπως στην Κρήτη και ιδιαίτερα στα Μάταλα.

Θυμηθείτε επίσης ότι ο άντρας με τον οποίο ζούσα σύντομα θα εργαζόταν για έναν Κρητικό αγρότη. Ο Αρτ ήταν ο μόνος αλλοδαπός στα Μάταλα που εργαζόταν σε Κρητικό.

Έτσι, δεν ήμασταν μόνο κάποιοι από τους χίπηδες, αλλά μάλλον ένα πιο μόνιμο και αναπόσπαστο κομμάτι του χωριού. Ο Αρτ έζησε εκεί έντεκα μήνες και εγώ συνολικά οκτώ μήνες, οπότε δεν ήμασταν μόνο προσωρινοί επισκέπτες.

Για μένα το Μάταλα είναι από τα πιο σημαντικά μέρη του πλανήτη. Νομίζω ότι το ίδιο συμβαίνει με όσους έχουν ζήσει έστω για λίγο εκεί. Τα Μάταλα είναι πολύ περισσότερα πράγματα από αμμουδιά και ομπρέλες στην παραλία.

~Τζούντιθ, 60s: Έζησα έξι μήνες στις σπηλιές. Οι ψαράδες μάς έμαθαν να διατηρούμε τα ψάρια που μας έδιναν με το να τα τρίβουμε με αλάτι. Οι γυναίκες του χωριού μάς έφερναν ντομάτες και αγγούρια. Θυμάμαι συχνά αυτή την περίοδο. Ήταν από τις καλύτερες της ζωής μου. Έμαθα να ζω με πολύ λίγα.

~Άνι, 1970: Ως χίπηδες δεν χρησιμοποιούσαμε αντηλιακό, αφήναμε τη φύση να δράσει ελεύθερα πάνω μας. Μια ημέρα, ύστερα από δέκα ώρες στην Κόκκινη Παραλία και έπειτα από ένα δυνατό ταξίδι με LSD, κάηκα τόσο πολύ που τόνοι από γιαούρτι στο σώμα μου δεν με βοήθησαν καθόλου.

Την επόμενη ημέρα πήγα στις Μοίρες για να δει γιατρός το έγκαυμά μου. Όταν γύρισα πίσω, ο δρόμος για τα Μάταλα ήταν κλειστός από στρατιώτες. Τα σακίδιά μας ήταν πεταμένα έξω από το χωριό. Δεν μπορούσαμε πια να δούμε τους Έλληνες φίλους και γείτονές μας. Οι σπηλιές γέμισαν από στρατιώτες που τις χρησιμοποιούσαν σαν τουαλέτες. Έπειτα από καιρό είδα άρθρα σε εφημερίδες που παρουσίαζαν το πόσο βρόμικοι ήταν οι χίπηδες.

~Κρις, 1971: Μάιος 1971. Έφτασα με ωτοστόπ από τη Βρετανία στο Ισραήλ, όπου δούλεψα σε ένα κιμπούτς. Στη συνέχεια, πήγα στην Αθήνα – ήταν τόσο χάλια μέρος που αμέσως έφυγα με το πρώτο πλοίο που βρήκα και πήγαινε στα Χανιά. Ύστερα από μια νύχτα στην παραλία, πήγα στο Ηράκλειο· εκεί μου είπαν να πάω στα Μάταλα.

Έπειτα από επίπονο ταξίδι σε χωματόδρομο, έφτασα στα Μάταλα όπου βρήκα περίπου 30 χίπηδες στην παραλία που έλεγαν ιστορίες για τους εκατοντάδες χίπηδες που ζούσαν στις σπηλιές τον προηγούμενο χρόνο μέχρις που η αστυνομία τους έδιωξε.

Πέρασα 2 εβδομάδες στον παράδεισο. Τα πολυτελή σάντουιτς της «Μαμάς» ήταν αξέχαστα. Μια εβδομάδα μετά την άφιξή μου, ένας μεγαλόσωμος γενειοφόρος Αμερικανός έφτασε σε ένα VW βανάκι με ένα «χαρέμι» γυναίκες. Κολυμπούσαμε, κάναμε καταδύσεις, παίζαμε μουσική, χαλαρώναμε και… ήταν παράδεισος.

Οι γονείς μου πήγαν στην Κρήτη 4 χρόνια αργότερα. Τους είπα να επισκεφτούν τα Μάταλα για να δουν πώς ήταν – μαντέψτε, ο γενειοφόρος Αμερικανός ήταν ακόμη εκεί! Ήρθα στην Κρήτη πριν από 4 χρόνια για πρώτη φορά από τότε και πήγα στα Μάταλα. Λένε ποτέ μη γυρίζεις πίσω και έχουν δίκιο.

Προσπάθησα να βρω ανθρώπους να μιλήσουμε για τις μέρες των χίπηδων, μα τον μόνο που βρήκα ήταν έναν πωλητή μπιχλιμπιδιών. Τουλάχιστον οι σπηλιές και η παραλία είναι ακόμη ίδιες…

Πώς λειτουργούσε το κοινόβιο

Η λειτουργία του κοινοβίου στα Μάταλα δεν ήταν δομημένη με αυστηρούς κανόνες ή ιεραρχίες, όπως θα περίμενε κανείς από μια οργανωμένη κοινότητα. Αντιθέτως, χαρακτηριζόταν από έναν αυθόρμητο τρόπο ζωής, βασισμένο στις αρχές της ελευθερίας, της ισότητας, της κοινοκτημοσύνης και της αγάπης για τη φύση και τον άνθρωπο.

Στο αυτοσχέδιο κοινόβιο, απαλλαγμένοι από τις συμβάσεις…

Οι σπηλιές ως καταφύγιο

Το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο της διαβίωσης των χίπις στα Μάταλα ήταν η στέγασή τους στις αρχαίες λαξευτές σπηλιές των βράχων, που δεσπόζουν στον κόλπο. Αυτές οι σπηλιές, που χρονολογούνται από τη Νεολιθική εποχή και χρησιμοποιήθηκαν αργότερα ως ρωμαϊκοί τάφοι, προσέφεραν ένα φυσικό καταφύγιο, προστατεύοντας τους «κατοίκους» από τα στοιχεία της φύσης.

Κάθε σπηλιά γινόταν το προσωπικό (ή συχνά συλλογικό) «σπίτι» τους, διακοσμημένο με αυτοσχέδια έργα τέχνης, υφάσματα και ό,τι άλλο έβρισκαν, αντανακλώντας την προσωπικότητα και την αισθητική των ενοίκων. Η επιλογή μιας σπηλιάς ήταν συχνά θέμα τύχης ή διαθεσιμότητας, και δεν ήταν ασυνήθιστο οι σπηλιές να αλλάζουν χέρια.

Η καθημερινότητα

Η καθημερινότητα στα Μάταλα κυλούσε σε αργούς, χαλαρούς ρυθμούς. Δεν υπήρχαν υποχρεώσεις, ωράρια ή προκαθορισμένες δραστηριότητες. Οι χίπις ζούσαν την κάθε στιγμή, απολαμβάνοντας την απλότητα και την ελευθερία.

Η διατροφή ήταν απλή και συχνά χορτοφαγική. Βασιζόταν σε τοπικά προϊόντα, ψάρια από τον κόλπο, και ό,τι μπορούσαν να προμηθευτούν από τους ντόπιους ψαράδες και αγρότες. Συχνά έτρωγαν όλοι μαζί, μοιράζοντας τα λιγοστά τους αγαθά.

Η υγιεινή ήταν στοιχειώδης, με μπάνιο στη θάλασσα και χρήση πηγαδιών ή βρυσών για πόσιμο νερό. Η απουσία σύγχρονων ανέσεων δεν τους απασχολούσε ιδιαίτερα, καθώς η φιλοσοφία τους ήταν η απομάκρυνση από τις υλικές ανέσεις.

Η έννοια της συστηματικής εργασίας ήταν ξένη στο κοινόβιο. Οι χίπις ζούσαν κυρίως από τις οικονομίες τους (όσοι είχαν), την πώληση χειροτεχνημάτων (κοσμήματα, ζωγραφιές), το ψάρεμα ή περιστασιακές μικροδουλειές. Η ανταλλαγή αγαθών και υπηρεσιών ήταν επίσης συνηθισμένη.

Η μουσική, έπαιζε πρωταγωνιστικό ρόλο. Συγκεντρώνονταν γύρω από φωτιές, έπαιζαν κιθάρες, τραγουδούσαν και χόρευαν. Η ελευθερία της έκφρασης ενθάρρυνε την ανάπτυξη της τέχνης: ζωγραφική στους βράχους, αυτοσχέδια γλυπτά, χειροτεχνίες. Η επαφή με τη φύση, το κολύμπι, η εξερεύνηση της περιοχής ήταν επίσης σημαντικές δραστηριότητες.

Οι σχέσεις ήταν ανοιχτές και ρευστές. Η έννοια της οικογένειας, όπως την ξέραμε, αμφισβητούταν, με την προτίμηση να δίνεται στην κοινότητα ως μεγάλη, διευρυμένη «οικογένεια». Η σεξουαλική ελευθερία ήταν επίσης χαρακτηριστικό της εποχής και του κοινοβίου.

Η σχέση με τους ντόπιους

Η σχέση των χίπις με τους ντόπιους κατοίκους των Ματάλων ήταν αρχικά μια σχέση αμοιβαίας περιέργειας και, σε έναν βαθμό, δυσπιστίας. Οι συντηρητικοί κάτοικοι του χωριού έβλεπαν με σκεπτικισμό τους παράξενους επισκέπτες με τα μακριά μαλλιά, τα πολύχρωμα ρούχα και τον αντισυμβατικό τρόπο ζωής.

Ωστόσο, με τον καιρό, αναπτύχθηκε μια σχέση αμοιβαίας ανοχής και, σε ορισμένες περιπτώσεις, φιλίας. Οι χίπις στήριζαν την τοπική οικονομία αγοράζοντας προϊόντα, και οι ντόπιοι, αν και δεν συμμετείχαν στον τρόπο ζωής τους, έβλεπαν ότι δεν προκαλούσαν προβλήματα.

Το τέλος μιας εποχής

Το κοινόβιο των Ματάλων, αν και ποτέ δεν είχε επίσημη οργάνωση, λειτούργησε ως ένας ζωντανός οργανισμός για περίπου μία δεκαετία. Ωστόσο, προς τα τέλη της δεκαετίας του ‘70, η εποχή των χίπις άρχισε να δύει. Η αυξανόμενη δημοσιότητα των Ματάλων προσέλκυσε και στοιχεία που δεν ενδιαφέρονταν για το αρχικό πνεύμα του κοινοβίου, ενώ οι Αρχές, άρχισαν να παρεμβαίνουν πιο συστηματικά.

Η χρήση ναρκωτικών, που ήταν μέρος της κουλτούρας των χίπις, άρχισε να γίνεται πιο προβληματική και οι περιορισμοί αυξήθηκαν. Τελικά, οι σπηλιές εκκενώθηκαν και το κοινόβιο διαλύθηκε. Παρόλα αυτά, η κληρονομιά των Ματάλων παραμένει ζωντανή. Ήταν ένα πείραμα στην κοινοτική ζωή, μια προσπάθεια για έναν διαφορετικό κόσμο, που άφησε ανεξίτηλο το στίγμα του στην ιστορία της Κρήτης και της παγκόσμιας χίπικης κουλτούρας.