Διάσημος σε όλη την Ελλάδα έγινε με το κατόρθωμα του ο... φοιτητής πλέον κ. Δημήτρης Μουδατσάκης, ο οποίος κατάφερε να εισαχθεί πρώτος στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, στο Ρέθυμνο.

Ο Ελληνισμός εορτάζει φέτος με λαμπρότητα τη συμπλήρωση των διακοσίων χρόνων από την έναρξη της επανάστασης του 1821. Με ευγνωμοσύνη και βαθιά ευλάβεια τιμούμε τους προγόνους μας, που αγωνίστηκαν μέσα σε απερίγραπτες αντιξοότητες για να χαρίσουν σε όλους εμάς το αγαθό της ελευθερίας. Τιμούμε όλους τους επώνυμους και ανώνυμους αγωνιστές, μικρούς και μεγάλους.

Παράλληλα με τους αγωνιστές των όπλων τιμούνται και μνημονεύονται και οι αγωνιστές του λόγου και του πνεύματος, οι οποίοι συσπειρώθηκαν γύρω από την τυπογραφία και άρχισαν έναν αγώνα σκληρό και πολύπλευρο, όχι μόνο με το όπλο αλλά με τον λόγο, προφορικό και γραπτό, μα προπαντός με τον λόγο τον έντυπο.

Η τυπογραφία είναι στενά συνδεδεμένη με την ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης, με την προετοιμασία της επανάστασης και με το σκληρό ένοπλο αγώνα κατά της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Γι’ αυτό μπορούμε να πούμε πως η τυπογραφία έχει χαρακτήρα αγωνιστικό. Κάθε ελληνικό βιβλίο, πολιτικό, θρησκευτικό, επιστημονικό, κάθε έκδοση εφημερίδας, περιοδικού ή μονόφυλλου συνέβαλε αποφασιστικά στην αφύπνιση και ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης.

Ο ελληνικός λαός έζησε για τετρακόσια περίπου χρόνια που κράτησε η οθωμανική κατάκτηση τα πιο δύσκολα και σκληρά χρόνια της μακρόχρονης ιστορίας του. Μέρες μαύρες και σκοτεινές πλάκωσαν από τη μια άκρη έως την άλλη την Ελλάδα.

Ο θρήνος και το αδιάκοπο εθνικό μοιρολόι ακουγόταν στα πέρατα του κόσμου : «Μας πήραν την Πόλη, πήραν την Αγιά Σοφιά». Έπεσε το Βυζάντιο μετά από χίλια χρόνια ζωής. Στην πτώση αυτή της Κωνσταντινούπολης συνέβαλαν δυστυχώς και οι Δυτικοί, που απέβλεπαν στην αποδυνάμωση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Η προσπάθεια αυτή, όπως είναι γνωστό, κορυφώθηκε σε μεγάλο βαθμό τον καιρό των Σταυροφοριών φτάνοντας στο απόγειό της το 1204 με την άλωση και την καταστροφή της Βασιλεύουσας. Έκτοτε η Βυζαντινή Αυτοκρατορία δεν είχε τη δύναμη να αντιμετωπίσει τον μουσουλμανικό στρατό, που με τον φανατισμό που τον διέκρινε κατέστρεφε και αφάνιζε ό,τι εμπόδιο βρισκόταν στο πέρασμά του.

Με την πτώση της Κωνσταντινούπολης απλώθηκε σκλαβιά απόλυτη και ατελείωτη στον ελληνικό χώρο. Δε φαινόταν πουθενά ελπίδα παρηγοριάς. Η Ελλάδα είχε φτάσει σε τέλεια ταπείνωση, είχε γευθεί όλα τα ποτήρια της πίκρας και όλες τις συμφορές και την καταφρόνια. Ο Ελληνισμός είχε φθάσει στο τέλος της καταστροφής και της αφάνειας. Τότε άρχισε πάλι να αναγεννιέται.

Άρχισε πάλι το ανέβασμα το δύσκολο, το κοπιαστικό και το μακροχρόνιο. Βέβαια το ανέβασμα αυτό δεν ήρθε από μόνο του σαν θαύμα. Το ανέβασμα της Ελλάδος έγινε σιγά σιγά, δουλεύτηκε κρυφά για αρκετά τα χρόνια, δουλεύτηκε μέσα στο σκοτάδι, στον διωγμό, στον φόβο και την αγραμματοσύνη. (Θεοχ. Δετοράκη, Ιστορία της Κρήτης, Ηράκλειο 1990, σ. 319).

Στα επόμενα χρόνια μετά την πτώση της Βασιλεύουσας και μάλιστα στους τρεις πρώτους αιώνες, ο προφορικός λόγος ήταν αρκετός για να κρατά τη φλόγα του Ελληνισμού αναμμένη. Τα επόμενα χρόνια όμως η σκλαβιά έγινε πιο βαριά.

Εκείνο τον δύσκολο καιρό ήρθε να στηρίξει την παράδοση και τον προφορικό λόγο μια τέχνη, που έγινε ο πιστός σύντροφος και σύμμαχος των σκλαβωμένων Ελλήνων : Η τυπογραφία, η οποία γεννήθηκε κι αυτή τα δύσκολα εκείνα χρόνια για τον Ελληνισμό, το 1448, πέντε μόλις χρόνια πριν να πατηθεί η Βασιλεύουσα (Ελένη Δρούκα-Μητάκου – Τριαντάφυλλος Σκλαβενίτης, Η συμβολή της τυπογραφίας στην επανάσταση του 1821, Αθήνα 1983, σ. 173).

Η αφύπνιση των σκλαβωμένων Ελλήνων άρχισε από παροικίες του εξωτερικού. Οι ξενιτεμένοι Έλληνες ήταν αυτοί που ξεκίνησαν την ανάπτυξη και εξέλιξη του ελληνικού έθνους κάνοντας πράξη την ιδέα πως για να έρθει η εθνική αποκατάσταση πρέπει να απαλλαγούμε από τους Τούρκους.

Οι ελληνικές παροικίες είχαν γνωρίσει μεγάλη ανάπτυξη τα χρόνια που ο τόπος μας βρισκόταν κάτω από τον πολύχρονο και απάνθρωπο τουρκικό ζυγό. Στην περίοδο της σκλαβιάς οι παροικίες αποτελούσαν τα πνευματικά κέντρα με μακρά παράδοση και ακτινοβολία.

Με την ανάπτυξη και πρόοδο του Ελληνισμού της διασποράς, και προπαντός με την πνευματική δραστηριότητά τους, αντιλήφτηκαν από πολύ νωρίς την προσφορά που μπορούσε να προσφέρει η τυπογραφία στην προσπάθεια που είχε αρχίσει για την απελευθέρωση του έθνους. Οι φωτισμένοι Έλληνες εκείνου του καιρού, που οραματίστηκαν τη λευτεριά του τόπου, διέγνωσαν την προσφορά της τυπογραφίας κι έβαλαν σκοπό τους να ασχοληθούν με την ίδρυση και οργάνωση ελληνικών τυπογραφείων στις πόλεις που υπήρχαν στις παροικίες.

Η ίδρυση τυπογραφείου ήταν τον καιρό εκείνο μια πολύ δύσκολη υπόθεση. Τα μηχανήματα και τα ψηφία ήταν πανάκριβα και δυσεύρετα· έτσι, προκειμένου να στηθεί ένα εργαστήριο τυπογραφείου, οι ομογενείς κατέφευγαν σε εράνους μεταξύ τους προκειμένου να συγκεντρώσουν το χρηματικό ποσό που ήταν απαραίτητο για την αγορά του τυπογραφείου. Με τον τρόπο αυτό ιδρύθηκαν τα τυπογραφεία των ομογενών.

Πρώτα στην Βενετία, όπου ιδρύθηκαν τα πρώτα ελληνικά τυπογραφεία κυρίως από ξενιτεμένους Κρητικούς, που επιδόθηκαν με ιδιαίτερο ζήλο στην εφαρμογή των επαναστατικών μεθόδων της τυπογραφίας και με τα μέσα της νέας τεχνικής υπηρέτησαν την παιδεία όλου του Ελληνισμού. Στη συνέχεια έχουμε την ίδρυση των τυπογραφείων στις παραδουνάβιες ηγεμονίες με έκδοση βιβλίων γενικού ενδιαφέροντος, όπως εκκλησιαστικά, λογοτεχνικά ιστορικά και ποίηση. Μεγάλο ενδιαφέρον έδειξαν και για το ζήτημα της γλώσσας με την έκδοση λεξικών και ελληνικής γραμματικής.

Η έκδοση των βιβλίων και των εντύπων αυτών απέβλεπε στον διαφωτισμό των σκλαβωμένων. Οι εκδόσεις αυτές γίνονταν με πολύ κόπο μέρα και νύχτα χωρίς ανάπαυση. Χαρακτηριστικά ο εκδότης Χατζανέρης γράφει : «Δεν έδωσα ύπνο τοις οφθαλμοίς μου ούτε στα βλέφαρά μου νυσταγμό».

Η πρώτη ελληνική εφημερίδα που είδε το φως ήταν στην Βιέννη από το τυπογραφείο του Γεωργίου Βεντόνη στα 1784, όμως πολύ γρήγορα οι Τούρκοι απαγόρευσαν την κυκλοφορία της. (Γ. Λαΐου, Ο ελληνικός τύπος της Βιέννης 1784-1821, σ. 16). Το 1790 ο Πούλιος Μαρκίδης εκδίδει στη Βιέννη εφημερίδα στην ελληνική, σερβική και γερμανική γλώσσα.

Ο Πούλιος ήταν στενός συνεργάτης του Ρήγα και όταν οι αυστριακές αρχές ανακάλυψαν την προετοιμασία των επαναστατικών σχεδίων των πρωτεργατών του αγώνα, σταμάτησαν την έκδοση της εφημερίδας και τον έριξαν στις φυλακές μαζί με τον Ρήγα.

Ένα από τα τυπογραφία της διασποράς είναι και το τυπογραφείο του Ιασίου, το οποίο τύπωνε τις προκηρύξεις του Υψηλάντη. Το πρώτο τυπογραφείο στην Ελλάδα το έφερε ο Δημήτριος Υψηλάντης κατεβαίνοντας ως πληρεξούσιος του αδελφού του. Πριν φύγει από την Τεργέστη μεταξύ των αποσκευών του πήρε μαζί του και ένα ολόκληρο συγκρότημα τυπογραφείου.

Το τυπογραφείο αυτό εγκαταστάθηκε στην Ύδρα από τον Ιάκωβο Τομπάζη, ο οποίος μερίμνησε να το λειτουργήσουν τυπογράφοι από τα Ψαρά καθώς και τον τυπογράφο Κων/νο Τόμπρα, πρόσφυγα στην Ελλάδα μετά την καταστροφή των Κυδωνιών.

Το τυπογραφείο μεταφέρθηκε το 1821 στη Καλαμάτα και εγκαταστάθηκε σ’ ένα τζαμί της πόλης. Μετά την άλωση της Τριπολιτσάς, τον Σεπτέμβριο του 1821, ο Τόμπρας διατάσσεται να μεταφέρει το τυπογραφείο στο Άργος. Δεν μπόρεσε όμως να εκτελέσει τη μεταφορά του τυπογραφείου λόγω μιας ασθένειας που τον κράτησε για πολλές μέρες στο κρεβάτι. (Χ. Καραμπλιάς, Οι εργάτες του τύπου και η ιστορία τους, Αθήνα 1975, σ. 10).

Στο τέλος του 1821 η Α΄ Εθνοσυνέλευση ψήφισε στην Επίδαυρο το πρώτο Σύνταγμα με πρόεδρο τον Μαυροκορδάτο και έδρα την Κόρινθο, όπου μεταφέρθηκε το τυπογραφείο από το Άργος. Το 1822 φτάνει στο λιμάνι των Κεγχρεών νέο τυπογραφικό πιεστήριο με τον σχετικό εξοπλισμό από τη Μασσαλία, δώρο από τον πατριώτη Ιωάννη Χατζημιχάλη, το οποίο μεταφέρθηκε στην Κόρινθο. Η εκστρατεία όμως του Δράμαλη και η κατάληψη της Κορίνθου τον Ιούνιο του 1822 επέφερε την καταστροφή του τυπογραφείου .

Το 1824 ιδρύεται τυπογραφείο στην Ύδρα με χρηματοδότηση του Ιάκωβου Τομπάζη με σκοπό την έκδοση εφημερίδας. Όμως η έλλειψη τυπογράφων δεν επέτρεψε να εκπληρωθεί η επιθυμία του. Στις αρχές του 1824 ο Ιταλός καθηγητής ξένων γλωσσών και γραμματέας της κοινότητας αναβαθμίζεται σε τυπογράφο, και αναλαμβάνει το τυπογραφείο και την έκδοση της εφημερίδας με τον τίτλο «ο Φίλος του Νότου», που κυκλοφόρησε στις αρχές Μαρτίου του 1824.

Την ίδια περίοδο η φιλελληνική επιτροπή του Λονδίνου έστειλε δωρεά ένα τυπογραφείο στο Μεσολόγγι, με το οποίο γινόταν η έκδοση της εφημερίδας “Ελληνικά χρονικά”, Η ίδρυση του τυπογραφείου και η έκδοση της εφημερίδας ήταν στενά συνδεδεμένα με την παρουσία του Λόρδου Βύρωνα και του Ελβετού φιλέλληνα, τυπογράφου και συντάκτη Ιακώβου Μάγερ, ο οποίος δεν ήταν απλός τυπογράφος, αλλά είχε σπουδάσει ιατρική, φαρμακευτική και φιλοσοφία. Μάλιστα βρήκε ηρωικό θάνατο κατά την ιστορική έξοδο του Μεσολογγίου.

Μαζί τους ήταν και ο τυπογράφος Δημ. Μεσθανέας. Αργότερα ήρθε στο Μεσολόγγι και άλλο τυπογραφείο, που από την Πρωτοχρονιά του 1824 άρχισε να τυπώνει την εφημερίδα «Ελληνικά Χρονικά». Το τυπογραφείο συνέχισε να λειτουργεί κατά τη διάρκεια της πολιορκίας και η εφημερίδα εκδιδόταν μέχρι και την έξοδο. (Ν. Σκιαδάς, Το χρονικό της ελληνικής τυπογραφίας, τ.Α΄, Αθήνα 1976, σ. 15).

Το τυπογραφείο των Αθηνών ιδρύθηκε το έτος 1824. Σ’ αυτό οφείλεται η έκδοση της «Εφημερίδας των Αθηνών» με συντάκτη τον Γ. Ψύλλα. Η πρώτη του εγκατάσταση έγινε στη Σαλαμίνα, απ’ όπου μεταφέρθηκε στην Αθήνα και λειτούργησε μέχρι το 1826. Την παραμονή της πολιορκίας της πόλης από τον Κιουταχή μεταφέρθηκε στην Ακρόπολη, όπου λειτούργησε μέχρι την καταστροφή του από τους Τούρκους το 1826.

Τα τυπογραφεία που συστάθηκαν κατά την επανάσταση του 1821 υπηρέτησαν σε δύσκολες συνθήκες τις υπαρκτές ανάγκες της επανάστασης. Ανέλαβαν την εκτύπωση εφημερίδων, μονόφυλλων, βιβλίων καθώς και την πληροφόρηση του λαού, την ηθική του διαπαιδαγώγηση, την εθνική του τόνωση και τη χάραξη γραμμής πορείας και δράσης.

Ο λαός που πήρε τα όπλα για να ανακτήσει την ελευθερία του μετά από τετρακοσίων χρόνων δουλεία ─γράφει ο Θεόκλητος Φαρμακίδης─ θέλει να βλέπει μέσα από τις στήλες των εφημερίδων τις αρετές των Ελλήνων, να μαθαίνει τα γεγονότα που γίνονται σε κάθε επαρχία καθώς και να γνωρίζει τις θέσεις, τις απόψεις και τις ενέργειες των ξένων κρατών για την πατρίδα του.

Στην Κρήτη κατά την επανάσταση του 1821 δεν μπορεί να γίνει λόγος για ίδρυση τυπογραφείου και έκδοση εφημερίδας ή άλλων εντύπων. Έτσι, ενώ η πρώτη ελληνική εφημερίδα τυπώθηκε το 1784 στη Βιέννη, πρέπει να φθάσουμε το 1841 για να φανεί στην Κρήτη εφημερίδα ελληνική.

Είναι, πιστεύω, ενδιαφέρον να δούμε πώς ο κόσμος μάθαινε τα γεγονότα της επανάστασης του 1821-1830 στην Κρήτη. Για τα πρώτα πέντε χρόνια δεν έχουμε καμιά πληροφορία, ενώ τα επόμενα έτη από το 1825 έχουμε τις πρώτες δημοσιογραφικές ειδήσεις από τις εφημερίδες που εκδίδονται στα τυπογραφεία των πόλεων της Στερεάς Ελλάδος και της Αθήνας.

Οι πρώτες προσπάθειες για εγκατάσταση τυπογραφείων στην Κρήτη έγινε από τους διανοούμενους και καπεταναίους, που οδήγησαν τον κρητικό λαό στην επανάσταση του 1821 για την λευτεριά του τόπου, οι οποίοι αναγνωρίζοντας την τυπογραφία ως μέσο διάδοση της φωνής της επανάστασης έστειλαν στις αρχές του 1822 τον Κωνσταντίνο Βόβο στη Βενετία να συναντήσει τον Διονύσιο Ρώμα, για τον οποίο κρατούσε ένα γράμμα που έγραφε : «ο φέρων την παρούσα επιστολή να διευκολυνθεί στην αγορά μια τυπογραφικής μηχανής με τον απαραίτητο εξοπλισμό της με σκοπό τη διάδοσης των ηρωικών κατορθωμάτων των ανδρείων κατοίκων του νησιού μας».

Όμως η προσπάθεια αυτή για την ίδρυση τυπογραφείου στο νησί δεν είχε το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, πράγμα που γίνεται φανερό από το γεγονός ότι την εποχή αυτή δε λειτούργησε τυπογραφείο στην Κρήτη. Τη σπουδαιότητα όμως της τυπογραφίας δεν την γνώριζαν μόνο οι Κρητικοί· την είχαν αντιληφθεί πολύ περισσότερο οι κατακτητές. Γιατί, μόλις ο Μωχάμετ Άλυ ανέλαβε τη διακυβέρνηση της Κρήτης το 1830, μετέφερε από την Αίγυπτο δύο τυπογραφεία.

Το ένα το εγκατέστησε στα Χανιά ως απόλυτα όργανο της τουρκικής διοίκησης, όπου τύπωνε τη δίγλωσση εφημερίδα «Κρητικά Γεγονότα» και μέσω της οποίας ασκούσε την προπαγάνδα του εναντίων των Κρητικών. Συγχρόνως οργάνωσε ένα δεύτερο στο Ηράκλειο. Και τα δύο αυτά τυπογραφεία καταστράφηκαν, όταν και πάλι η Κρήτη πέρασε στην τουρκική κατοχή το 1840.

Εκτός από τα παραπάνω τυπογραφεία που εγκαταστάθηκαν στην Κρήτη οργανώθηκαν και άλλα φορητά, που συνόδευαν τους επαναστάτες στα κρησφύγετά τους. Στα έντυπα που τύπωναν παρουσίαζαν τις πολεμικές δραστηριότητες στο νησί κατά τις περιόδους των επαναστάσεων.

Ένα από αυτά τα φορητά τυπογραφεία ήταν του εκλεκτού λόγιου πατριώτη Μανώλη Βιβιλάκη από τις Βρύσες Αμαρίου, ο οποίος στη σύντομη επανάσταση του Χαιρέτη και Βασιλογιώργη το 1841, έφερε και εγκατέστησε τυπογραφείο στον Βαφέ Αποκορώνου και άρχισε την εκτύπωση της εφημερίδας «Ραδάμανθυς» με μεγάλο κίνδυνο και πολλές τεχνικές δυσκολίες. Το τυπογραφείο του ο Βιβιλάκης το ονόμασε «Η τυπογραφία των Κρητών». (Μιχ. Τρούλη, Η ζωή και η δράση του Εμμ. Βιβιλάκη, Ρέθυμνο 2005, σ. 201).

Τα επόμενα είκοσι-πέντε χρόνια δεν ήταν δυνατή η εγκατάσταση και λειτουργία τυπογραφείων στην Κρήτη, πολύ περισσότερο μάλιστα η κυκλοφορία εφημερίδων. Μόλις όμως άρχισε η επανάσταση του 1866-69, λειτούργησε φορητό τυπογραφείο από τον δραστήριο πατριώτη Μπομπολάκη, το οποίο τύπωνε την εφημερίδα του ξεσηκωμού, που δεν είχε ορισμένο τόπο έκδοσης, αλλά κάθε φορά μεταφερόταν από τόπο σε τόπο ανάλογα με τα πολεμικά γεγονότα κατά περιοχή.

Ο Παντελής Πρεβελάκης αναφέρει «…όλη η εκτύπωση γινόταν με μια κουτσουνίστικη πρέσα, που την έσερνε πάνω στα βουνά, καθώς ο γύφτος την περπατάρικη μέγγενη. Τούτος ο χριστιανός δεν ήξερε τι θα πει κούραση, φτάνει να ’χε μελάνι και χαρτί να γράφει». (Παντελή Πρεβελάκη, Παντέρμη Κρήτη, Αθήνα 1945, σ. 133).

Την ίδια εποχή στην περίοδο της επανάστασης του 1866-69 η προσωρινή Κυβέρνηση των επαναστατών έφερε τυπογραφείο και εξέδιδε εφημερίδα με τον τίτλο «Κρήτη». Η εφημερίδα αυτή ήταν το επίσημο όργανο των επαναστατών για την προβολή των θεμελιωδών αρχών της ελευθερίας και της ένωσης.

Παρά τις επιτυχίες των επαναστατών στο νησί η Κρήτη δεν περιελήφθη στο νέο ελληνικό κράτος, με αποτέλεσμα να συνεχίσει τον αγώνα της απελευθέρωσης μέχρι την ενσωμάτωσή της με το υπόλοιπο ελληνικό κράτος. Στην προσπάθεια αυτή των αγωνιστών της Κρήτης βρίσκονται και οι δημοσιογράφοι με τους τυπογράφους, γιατί ο τύπος δε σταματά να μάχεται, ακόμη κι όταν τα όπλα των επαναστατών σιγήσουν.

Όμως αυτή την περίοδο κάποια προνόμια που παραχωρήθηκαν με την σύμβαση της Χαλέπας 1878 διευκόλυναν την ελεύθερη εγκατάσταση τυπογραφείων και την έκδοση εφημερίδων. Παρά την αυστηρή λογοκρισία από την τουρκική διοίκηση ιδρύθηκαν πολλά τυπογραφεία και εκδόθηκε ένας μεγάλος αριθμός εφημερίδων. Εμφανίστηκε επίσης μεγάλος αριθμός δημοσιογράφων, που με υψηλό πατριωτισμό αγωνίζονταν για την ενημέρωση του λαού και την προβολή του κρητικού προβλήματος. (Θεοχ. Δετοράκη, Ιστορία της Κρήτης, Ηράκλειο 1990, σ. 290).

Η πρώτη κρητική εφημερίδα κυκλοφόρησε την τελευταία εικοσαετία της τουρκικής κατοχής στην Κρήτη, από την σύμβαση της Χαλέπας του 1878 μέχρι την ανακήρυξη της Αυτονομίας το 1898. Ήταν τα «Άπτερα» στα Χανιά, κυκλοφορούσε μία φορά την εβδομάδα κάθε Σάββατο, με συντάκτη και ιδιοκτήτη τον Ιωάννη Παπαδάκη. Το πρώτο φύλο εκδόθηκε τον Μάιο του 1880. Τον ίδιο χρόνο επίσης εμφανίζεται στα Χανιά μια ακόμη εφημερίδα, η «Μεσόγειος».

Την περίοδο αυτή εκδόθηκαν στο Ηράκλειο αξιόλογες εφημερίδες. Η πρώτη έχει το τίτλο “Μίνως”, άρχισε την έκδοσή της στις 20 Δεκεμβρίου 1880 και τυπωνόταν στο τυπογραφείο του εκδότη Χατζηπέτρου Λυδάκη. Τον επόμενο χρόνο ο λόγιος εκδότης του Ηρακλείου Στυλιανός Αλεξίου οργανώνει το τυπογραφείο του και εκδίδει την Εφημερίδα «Εβδομάς», την οποία από τις 5 Ιανουαρίου 1885 μετονομάζει σε «Νέα Εβδομάς».

Μια άλλη εφημερίδα του Ηρακλείου αξιόλογη για την ποιότητα και το κύρος της ήταν η τιτλοφορούμενη «Ηράκλειο», με εκδότη και διευθυντή τον πολιτευτή Αντώνιο Βορεάδη, που τυπώνεται στο τυπογραφείο του Στυλ. Αλεξίου.

Τρεις ακόμη εφημερίδες του Ηρακλείου εκδόθηκαν τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας, για τις οποίες διαθέτουμε μόνο βιβλιογραφικές πληροφορίες. Πρόκειται για τις εφημερίδες «Κνωσός» του Κ. Σιβάκη, «Ελευθερία» του Γ.Σ. Μαρκόπουλου και «Εύπολις» του Χ.Π.Λυδάκη. Η τελευταία ήταν σατιρική, ανάλογη με τη «Νίσσα» των Χανίων. (Δημ. Ν. Μουδατσάκη, Τα τυπογραφεία του Ηρακλείου).

Στο Ρέθυμνο εκδόθηκαν κατά την ίδια εποχή τέσσερις εφημερίδες. Τις περισσότερες ίδρυσε και εξέδιδε ο δραστήριος εκδότης Στυλ. Εμμ. Καλαϊτζάκης, ο οποίος διέθετε ιδιόκτητο τυπογραφείο, όπου τυπωνόταν η εφημερίδα «Νέος Ραδάμανθυς» από το 1881μέχρι το1884· φύλλα της υπάρχουν στη Δημόσια Βιβλιοθήκη Ρεθύμνου. Δεύτερη χρονολογικά είναι το «Αρκάδιον», από το 1884 έως το 1886, η οποία τυπωνόταν στο ίδιο τυπογραφείο και με τον ίδιο εκδότη.

Η έκδοσή της απαγορεύτηκε και συνελήφθηκε ο εκδότης για παράβαση διαταγών της τουρκικής διοίκησης. Μετά την παύση της εφημερίδας «Το Αρκάδι» ο Καλαϊτζάκης προχωρεί στην έκδοση νέας εφημερίδας με τον τίτλο «Παρρησία», από το 1886 έως το 1889, από την οποία δε σώθηκε κανένα φύλλο.

Τέταρτη εφημερίδα του Ρεθύμνου ήταν η «Ίδη» με διευθυντή και υπεύθυνο τον Χ.Α.Καλοειδά. Στην περιοχή του νομού Λασιθίου δεν αναφέρεται καμιά εφημερίδα πριν από το 1900. Αξίζει να προσθέσουμε ότι την ίδια εποχή τυπώνονται στα Χανιά και κυκλοφορούν και δυο τουρκόφωνες εφημερίδες η «Σαντάι Γκιρίτ» και «Ιντιμπάχ».

Αλλά δεν είναι μόνο οι κρητικές εφημερίδες που καλύπτουν δημοσιογραφικά τις εξελίξεις του κρητικού ζητήματος κρίνοντας και ελέγχοντας τις δολοπλοκίες της ευρωπαϊκής διπλωματίας. Όπως είναι γνωστό, το κρητικό ζήτημα είχε εξελιχτεί κατά την περίοδο αυτή σε μείζον πρόβλημα της ευρωπαϊκής διπλωματίας. Ήταν επομένως πρόβλημα διεθνές και δέσποζε στις μεγάλες εφημερίδες της Ευρώπης και της Αμερικής.

Ο παππούς Γουτεμβέργιος θα είναι υπερήφανος γι’ αυτούς. Το ίδιο είμαστε κι εμείς. Γιατί από τον καιρό της ανακάλυψης της τυπογραφίας όλοι εκείνοι οι άνθρωποι που ασχολήθηκαν με αυτήν συνέβαλαν συνειδητά στην εξέλιξη του κόσμου, της γνώσης, και των ιδεών.

* Ο Δημήτριος Ν. Μουδατσάκης είναι τυπογράφος, φοιτητής στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης