Αναβρασμός επικρατεί στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, με αφορμή το νέο νομοσχέδιο του Υπουργείου Εσωτερικών, που αφορά στις πειθαρχικές ποινές των υπαλλήλων του δημόσιου τομέα, καθώς, όπως καταγγέλλουν οι εργαζόμενοι, προκαλείται καίριο πλήγμα στις δημόσιες υπηρεσίες, που είναι υπό κατάρρευση, ενώ την ίδια στιγμή δομείται ένα περιβάλλον φόβου και παράλυσης σε κάθε αντίδραση.
Το νέο σχέδιο νόμου δεν λύνει κανένα πρόβλημα· αντίθετα, δημιουργεί νέα και μάλιστα πάρα πολύ σοβαρά, όπως τονίζει με συνέντευξή της στην «Π» η επικεφαλής της ΑΜΑΚ, Ειρήνη Βρέντζου, σημειώνοντας ότι είναι αντισυνταγματικό στην ουσία του, καθώς καταργεί το τεκμήριο της αθωότητας.
-Ολοκληρώθηκε η δημόσια ηλεκτρονική διαβούλευση για το σχέδιο νόμου του Υπουργείου Εσωτερικών με τίτλο: «Αναμόρφωση του πειθαρχικού δικαίου των υπαλλήλων του δημόσιου τομέα, σύσταση Ελληνικού Κέντρου Εμπειρογνωμοσύνης Διοικητικών Μεταρρυθμίσεων και λοιπές διατάξεις». Ποια είναι η νέα πραγματικότητα που δημιουργεί;
«Είχαν προηγηθεί επί μήνες οι αναφορές του πρωθυπουργού, αλλά και στελεχών της Κυβέρνησης στην κατάργηση της μονιμότητας, στο πλαίσιο της επικείμενης συνταγματικής αναθεώρησης και η συστηματική προσπάθεια χειραγώγησης της κοινής γνώμης, αναφορικά με την αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων και των δημοσίων υπηρεσιών, με μοναδικό σκοπό να αποπροσανατολιστούν η κοινωνία και οι εργαζόμενοι από τα πραγματικά προβλήματα της ακρίβειας, της φτωχοποίησης του λαού, της λειτουργίας των δημοσίων δομών, αλλά και την εμπλοκή στελεχών της Κυβέρνησης σε ενέργειες, που ελέγχονται στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών.
Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να πούμε ότι προφανώς να τιμωρηθούν οι πραγματικά “επίορκοι δημόσιοι υπάλληλοι”, όμως το σχέδιο Νόμου, όχι μόνο δεν θα συμβάλει καθοριστικά, όπως ευαγγελίζεται η Κυβέρνηση, στην τιμωρία των “επίορκων δημοσίων υπαλλήλων” αλλά αντίθετα αναμένεται να πλήξει καίρια τις δημόσιες υπηρεσίες, που -εδώ και πολύ καιρό- είναι υπό κατάρρευση λόγω της υποστελέχωσης και της έλλειψης υλικών και μέσων για την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους και τους ίδιους τους δημοσίους υπαλλήλους, οι οποίοι καθίστανται έρμαια των ορέξεων της εκάστοτε πολιτικής, αλλά και διοικητικής ηγεσίας και ιεραρχίας. Η μονιμότητα είναι ο μόνος θεσμός που κατοχυρώνει την ανεξαρτησία της δημόσιας διοίκησης από τις πολιτικές πιέσεις. Στόχος του νέου πειθαρχικού: να δημιουργήσει φόβο και ανασφάλεια στην ελεύθερη έκφραση και στην ανάδειξη προβλημάτων».
-Εξηγήστε μας, πιο συγκεκριμένα, πώς χτίζεται αυτό το περιβάλλον φόβου και ανασφάλειας στους εργαζόμενους, μέσα από το νέο νομοσχέδιο.
«Στο άρθρο 7 του νομοσχεδίου, παραμένει η “αυτοδίκαιη αργία”, αυξάνοντας μάλιστα το πλήθος των αδικημάτων που δύνανται να οδηγήσουν σε αυτή. Μόνο με επιβολή μιας σύλληψης ή περιοριστικών όρων, κάποιος υπάλληλος τίθεται σε αυτοδίκαιη αργία.
Η άμεση θέση σε αργία του διωκόμενου υπαλλήλου και ειδικά για αδικήματα που διώκονται μόνο κατ’ έγκληση, χωρίς έστω την κλήση του υπαλλήλου σε απολογία στο πειθαρχικό συμβούλιο του φορέα του, λειτουργεί ενάντια στο σκοπούς του κράτους δικαίου και ειδικότερα με το τεκμήριο της αθωότητας και την αρχή της αναλογικότητας.
Μια σύλληψη υπαλλήλου, στο πλαίσιο της συνδικαλιστικής του δράσης είτε κατηγορίες για αδικήματα ιδιωτικού, προσωπικού ή οικογενειακού χαρακτήρα μπορούν να οδηγήσουν στην αυτοδίκαιη αργία.
Υπάρχουν πάρα πολλές περιπτώσεις, όπου μηχανικοί βρισκόμαστε κατηγορούμενοι για υπηρεσιακές μας υποθέσεις από μηνύσεις, που δεχτήκαμε από πολίτες, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, κατηγορούμενοι ως εξιλαστήρια θύματα για τις διαχρονικές ευθύνες της πολιτείας, π.χ. φυσικές καταστροφές, υποστελέχωση, υποχρηματοδότηση κ.ά. Το άρθρο αυτό θα οδηγήσει στην απομάκρυνση δεκάδων ή και εκατοντάδων συναδέλφων μας».
-Υπάρχουν και άλλα -αντίστοιχης κατεύθυνσης- άρθρα μέσα στο σχέδιο νόμου;
«Στο άρθρο 8 του νομοσχεδίου περιλαμβάνεται σύνολο ατομικών διοικητικών μέτρων και πειθαρχικών ποινών, οι οποίες εκδίδονται από το “ανώτατο μονοπρόσωπο όργανο του φορέα”, για “λόγους επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος”.
Η αόριστη διατύπωση διατάξεων, που αφορούν σε έκδοση ατομικών διοικητικών μέτρων, εντείνει την αδιαφάνεια και αντίκειται σε όλες τις αρχές της χρηστής διοίκησης. Το ανώτατο μονοπρόσωπο όργανο σε πολλούς φορείς προέρχεται από την εκτελεστική εξουσία, με αποτέλεσμα η κρίση του να αντίκειται τόσο στη δημοκρατική αρχή (διάκριση των λειτουργιών), όσο και στην αρχή του κράτους δικαίου.
Η λήψη μέτρων, ακόμη και σε επείγουσες περιπτώσεις, από ένα μόνο πρόσωπο είναι επικίνδυνη, γιατί δεν υφίσταται δικλείδα ασφαλείας για τον υπάλληλο και δεν μπορεί να αποκλεισθούν περιπτώσεις αυθαίρετης άσκησης εξουσίας, εκβιαστικής ή εκδικητικής συμπεριφοράς εκ μέρους του προσώπου».
-Από ό,τι φαίνεται, στο νέο σχέδιο νόμου προκαλούνται εκρηκτικά προβλήματα, σε σχέση με τη συγκρότηση και λειτουργία των πειθαρχικών συμβουλίων… Θέλετε να μας περιγράψετε τι ακριβώς συμβαίνει;
«Η αντικατάσταση των πειθαρχικών συμβουλίων από συμβούλια, τα οποία θα στελεχώνονται αποκλειστικά από μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Ν.Σ.Κ.), αποτελεί ένα σημαντικό πλήγμα στην αντικειμενικότητα, την αμεροληψία και την διαφάνεια στην κρίση των πειθαρχικών υποθέσεων, αφού είναι προφανές, ότι τα μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Ν.Σ.Κ.) ως δικηγόροι του Δημοσίου, ενεργούν στο όνομα “του εντολέα τους”, δηλαδή του Δημοσίου. Επιπροσθέτως, οι δικηγόροι του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Ν.Σ.Κ.), σε καμία περίπτωση δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν την καθημερινότητα των δημοσίων υπηρεσιών αλλά και τα προβλήματα, με τα οποία έρχεται αντιμέτωπος ένας δημόσιος υπάλληλος.
Είναι απορίας άξιο, συνεπώς, με βάση ποιες γνώσεις, ποια εικόνα της πραγματικότητας, αλλά και με ποια αμεροληψία, οι εν λόγω εκπρόσωποι του Δημοσίου καλούνται να στελεχώσουν τα πειθαρχικά συμβούλια και να λάβουν αποφάσεις, που καθορίζουν την προσωπική αλλά και υπηρεσιακή ζωή των υπαλλήλων. Στο ίδιο πλαίσιο κινείται και η απομάκρυνση των εκπροσώπων των εργαζομένων από τα πειθαρχικά συμβούλια, οι οποίοι αποτελούσαν μία “ουσιαστική” φωνή, εμποδίζοντας την αυθαιρεσία εις βάρος των συναδέλφων τους. Η μη συμμετοχή αιρετών εκπροσώπων στα συμβούλια δεν αιτιολογείται και δεν τεκμηριώνεται ουσιαστικά.
Είναι τελείως αυθαίρετη, ενώ η θεσμοθέτηση του μέτρου εγείρει ερωτηματικά ως προς την πρόθεση του νομοσχεδίου. Δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να μην συμμετέχουν στα πειθαρχικά συμβούλια, εκπρόσωποι των εργαζομένων.
Λόγοι δημοκρατίας, δικαιοσύνης και διαφάνειας επιβάλλουν να συμπεριλαμβάνονται στη σύνθεση των πειθαρχικών συμβουλίων οι αιρετοί εκπρόσωποι των εργαζομένων της υπηρεσίας, από την οποία προέρχεται ο εκάστοτε διωκόμενος υπάλληλος.
Και σαν να μην ήταν αυτό αρκετό, το Σχέδιο Νόμου, αν και προβλέπει, ότι δεν αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα η άσκησης κοινωνικής ή συνδικαλιστικής κριτικής, την ίδια στιγμή, διατηρεί το αναχρονιστικό και τελείως “γενικό και αόριστο” πειθαρχικό αδίκημα της “αναξιοπρεπούς συμπεριφοράς εντός και εκτός υπηρεσίας”, το οποίο αποτελεί “πολυεργαλείο” στα χέρια κάθε πειθαρχικού προϊστάμενου.
Ποια γνωρίσματα την καθιστούν χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπή συμπεριφορά, ώστε να δύναται να επιβληθεί για αυτήν η ποινή της οριστικής παύσης; Ποιος άραγε κρίνει ποια είναι η αξιοπρεπής συμπεριφορά ενός υπαλλήλου και πώς τελικώς σταθμίζεται τι είναι αναξιοπρεπές εκτός υπηρεσίας; Με ποιον τρόπο άραγε, εμποδίζεται η αυθαιρεσία κάθε πειθαρχικού προϊσταμένου, να αξιοποιήσει το εν λόγω αδίκημα εις βάρος των μη αρεστών υπαλλήλων, για τυχόν πράξεις τους στην προσωπική τους ζωή ή την συνδικαλιστική τους δράση; Απάντηση μέχρι σήμερα δεν έχει δοθεί από την πλευρά της Κυβέρνησης».
-Το νομοσχέδιο εισάγει την «πειθαρχική συνδιαλλαγή». Τι ακριβώς σημαίνει αυτό και τι σηματοδοτεί;
«Το νομοσχέδιο προβλέπει επίσης εξοντωτικές ποινές, όπως πρόστιμα έως 100.000 ευρώ, υποβιβασμό στη μισθολογική εξέλιξη, αργία ή και απόλυση χωρίς επαρκή τεκμηρίωση και χωρίς εχέγγυα δίκαιης διαδικασίας.
Η εισαγωγή της “πειθαρχικής συνδιαλλαγής”, δηλαδή η μείωση ποινής με αντάλλαγμα την ομολογία ενοχής, συνιστά μορφή διοικητικού εκβιασμού που πλήττει την αξιοπρέπεια του υπαλλήλου και εντείνει το κλίμα φόβου και υποταγής. Ο θεσμός της “πειθαρχικής συνδιαλλαγής”, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να οδηγήσει σε ατιμωρησία όσων τυγχάνουν της εύνοιας της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας, που θα μπορεί να συμφωνεί με τον διωκόμενο ελαφρές ποινές.
Παραβιάζει το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη και καλλιεργεί την αδιαφάνεια και την ατιμωρησία. Ευνοεί τον ένοχο και βλάπτει τον αθώο. Η θεσμοθέτηση κοινοποιήσεων εγγράφων μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, εντός προθεσμίας τριών ημερών και χωρίς απόδειξη παραλαβής, δημιουργεί σοβαρά ζητήματα αυθαιρεσίας και παραβιάζει το δικαίωμα του υπαλλήλου σε επαρκή και ουσιαστική υπεράσπιση.
Φαίνεται να μην λαμβάνεται καθόλου υπόψη ότι ο υπάλληλος μπορεί να τελεί σε άδεια ή να απεργεί το συγκεκριμένο διάστημα, ακόμα και να συμβαίνουν σφάλματα στη λειτουργία της πλατφόρμας του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου».
-Εσείς, κυρία Βρέντζου, σαν επικεφαλής της ΑΜΑΚ, τι θέση παίρνετε στη νέα πραγματικότητα που «χτίζει» το σχέδιο νόμου του Υπουργείου Εσωτερικών;
«Διαφωνούμε με την κατάργηση του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου και την εξέταση του συνόλου των υποθέσεων σε πρώτο και τελικό βαθμό. Λόγοι δημοκρατίας και δικαιοσύνης επιβάλλουν ο διωκόμενος υπάλληλος να έχει το δικαίωμα της προσφυγής στο δευτεροβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο και να μην αποτελεί μονόδρομο για αυτόν η προσφυγή στα αρμόδια δικαστήρια, που είναι και χρονοβόρα και δαπανηρή.
Διαφωνούμε με την απαγόρευση υποβολής ένστασης κατά των αποφάσεων του Πειθαρχικού Συμβουλίου. Το δικαίωμα της ένστασης του διωκόμενου υπαλλήλου ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου είναι επιβεβλημένο να θεσμοθετηθεί για λόγους δημοκρατίας και δικαιοσύνης.
Η παροχή μόνο της δυνατότητας της προσφυγής στα αρμόδια δικαστήρια δεν επαρκεί, καθώς αποτελεί χρονοβόρα και δαπανηρή διαδικασία. Το μόνο που κάνει το νέο σχέδιο νόμου είναι να εισάγει ένα αυστηρότερο πειθαρχικό πλαίσιο, σε σχέση με τον ισχύοντα Κώδικα Δημοσίων Υπαλλήλων.
Όχι μόνο διατηρεί τις υφιστάμενες πειθαρχικές ποινές, αλλά τις επεκτείνει με νέες μορφές κυρώσεων, κυρίως σε μισθολογικό και οργανωτικό επίπεδο, όπως η αφαίρεση έως τεσσάρων μισθολογικών κλιμακίων, η στέρηση μισθολογικής εξέλιξης έως και 5 έτη, καθώς και η απαγόρευση άσκησης καθηκόντων προϊσταμένου με οποιονδήποτε τρόπο.
Επιπλέον, ενισχύονται σημαντικά οι πρόσθετες ποινές με οικονομικά πρόστιμα που μπορούν να φτάσουν έως και 30.000 ευρώ ή ακόμη και 100.000 ευρώ, σε σοβαρές περιπτώσεις οικονομικής φύσης. Το πεδίο των πειθαρχικών παραπτωμάτων διευρύνεται και περιλαμβάνει -πλέον- ρητές προβλέψεις για τη “χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπή ή ανάξια διαγωγή εντός ή εκτός υπηρεσίας”, “την άρνηση συμμετοχής ή διευκόλυνσης της διαδικασίας αξιολόγησης για δύο συνεχόμενες περιόδους”, “τη δημόσια, γραπτή ή προφορική κακόβουλη άσκηση κριτικής προς την προϊσταμένη αρχή”».
-Κατά την άποψή σας, ποια είναι η βαθύτερη στόχευση του σχεδίου νόμου;
«Το σίγουρο είναι ότι το κράτος δεν στοχεύει στους επίορκους. Θωρακίζει έναν πειθαρχικό μηχανισμό που θα λειτουργεί ως φόβητρο για όσους τολμούν να σηκώνουν κεφάλι, να διεκδικούν, να αντιστέκονται, να μη σιωπούν. Για ποιο λόγο καταργείται το τεκμήριο της αθωότητας; Για ποιο λόγο θα τίθεται ο υπάλληλος σε διαθεσιμότητα, χωρίς να έχει τελεσιδικήσει η υπόθεση της καταγγελίας του; Δεν έχει ιδιαίτερο νόημα να επιχειρηματολογήσουμε περί της αντισυνταγματικότητας ενός άρθρου, που καταργεί το τεκμήριο αθωότητας.
Συνοπτικά, η προτεινόμενη τροποποίηση του άρθρου 103 του ν. 3528/2007, με την οποία επεκτείνεται η αυτοδίκαιη αργία στον υπάλληλο που παραπέμπεται αμετάκλητα στο ακροατήριο για κακούργημα (προσθήκη στην παρ. αβ΄, περ. δ΄), εγείρει σοβαρά ζητήματα συμβατότητας με:
- το τεκμήριο αθωότητας του άρθρου 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων
του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ),
- τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 §1 Σ),
- τη νομολογία των ελληνικών ανώτατων δικαστηρίων.
Εν κατακλείδι:
Το νέο πειθαρχικό:
- Εισάγει γενικευμένες πειθαρχικές διατάξεις, με ασαφείς ορισμούς και εύκολη παρερμηνεία.
- Ανοίγει τον δρόμο σε αυθαίρετες ερμηνείες και καταχρηστικές πειθαρχικές διώξεις.
- Δημιουργεί κλίμα φόβου και ανασφάλειας, ειδικά στους συναδέλφους που αναδεικνύουν προβλήματα ή ασκούν συνδικαλιστικά καθήκοντα.
- Θέτει εν αμφιβόλω την ελευθερία έκφρασης και τον δημοκρατικό διάλογο εντός των υπηρεσιών, ενώ θα έπρεπε να έχουμε μια δημόσια διοίκηση δημοκρατική, αξιοκρατική, ανθρώπινη, υπεύθυνη και συμμετοχική».