Γιάννης Σπινθάκης: Ιστορίες από μια ολόκληρη ζωή στη λαϊκή

Ήταν ένα από εκείνα τα ήσυχα, καθημερινά πρωινά στο Ηράκλειο, που ξεκινούν αθόρυβα αλλά καταλήγουν να σε παρασύρουν σε έναν κόσμο γεμάτο φωνές, χρώματα και μυρωδιές. Χωρίς ιδιαίτερο προγραμματισμό, βρεθήκαμε σε μια από τις γειτονικές λαϊκές αγορές.

Ο δρόμος έσφυζε από ζωή — άνθρωποι κάθε ηλικίας με καρότσια και πάνινες τσάντες, μικροπωλητές πίσω από πάγκους γεμάτους καρπούζια, ντομάτες, βερίκοκα, χόρτα και λουλούδια.

Από παντού αντηχούσαν οι γνώριμες, σχεδόν κλασικές φράσεις: «Προλαβαίνετε! Μόνο 5 ευρώ το τελάρο!», «Γλυκό καρπούζι, δοκίμασέ το, μέλι σκέτο!»

Ανάμεσα στους πάγκους και τις πολύχρωμες φωνές, συναντήσαμε τον Γιάννη Σπινθάκη — παραγωγό, έμπορο, και για πολλά χρόνια πρόεδρο του Σωματείου Εμπόρων Οπωροκηπευτικών Ηρακλείου. Με καταγωγή από τα Πιτσίδια, όπως λέει και ο ίδιος, είναι «ένας πιστός υπηρέτης της φύσης».

Τον πετύχαμε σε μια χαλαρή στιγμή, ανάμεσα σε πελάτες και προϊόντα. Χωρίς περιστροφές, άνοιξε τη συζήτηση:

«Καλλιεργώ τα δικά μου προϊόντα στα Σταυράκια», μας λέει. «Αλλά για να μπορέσω να προσφέρω μια ολοκληρωμένη ποικιλία, προμηθεύομαι και από άλλους παραγωγούς της περιοχής. Είναι θέμα εμπιστοσύνης.»

Η εμπειρία του, σχεδόν μισού αιώνα, δίνει βάθος στα λόγια του. Οι προκλήσεις δεν σταμάτησαν ποτέ — απλώς άλλαξαν μορφή:

«Ο κόσμος έρχεται και αγοράζει. Όπως παλιά δεν είναι — σαφώς δεν είναι όπως παλιά, δεν το συζητάμε. Δεν μπορεί να σταματήσει το φαΐ, αυτό είναι λογικό, δεν κόβεται ποτέ», λέει με ρεαλισμό.

Και συνεχίζει: «Οι ποσότητες που περνούσαν στις αγορές έχουν πέσει στο ένα τρίτο με το ένα τέταρτο. Οι τιμές είναι ίδιες, όμως τα έξοδα έχουν εκτοξευθεί. Δεν μπορείς κάθε φορά να ανοίγεις με τις ίδιες τιμές, γιατί ανεβαίνουν τα πάντα — κοστολόγια, λιπάσματα, τα πάντα.»

Παρά τις δυσκολίες, οι σχέσεις εμπιστοσύνης με τους καταναλωτές παραμένουν σταθερές.

«Υπάρχει εμπιστοσύνη στο πρόσωπό μου και σε κάθε έναν από εμάς που σεβόμαστε τον πελάτη. Καλλιεργώ στα Σταυράκια — έτσι με ξέρουν όλοι εδώ», λέει με περηφάνια.

Καθώς μιλά, ξεπηδούν εικόνες από άλλες εποχές: Μια πρόσφατη δημοσίευση στο Patris.gr ξύπνησε μνήμες από μια άλλη εποχή — τότε που οι μικροί πωλητές μετέφεραν τα προϊόντα τους με γαϊδουράκια, διασχίζοντας τα στενά και τις εξοχές της Κρήτης. Κι ο ίδιος ο Γιάννης, παιδί τότε, είχε το δικό του γαϊδουράκι. Η οικογένειά του, ωστόσο, δεν είχε ακόμη ενταχθεί πλήρως στον κόσμο της λαϊκής αγοράς. Ήταν τα πρώτα του βήματα σ’ έναν χώρο που αργότερα θα γινόταν τρόπος ζωής.

 

Ο Γιάννης Σπινθάκης, ωστόσο, δεν περιορίστηκε μόνο στο να πουλά. Υπήρξε από τους ανθρώπους που διαμόρφωσαν την εικόνα της λαϊκής αγοράς στο Ηράκλειο όπως τη γνωρίζουμε σήμερα.

«Το 1979 ξεκινήσαμε να στήνουμε νέες αγορές. Τότε υπήρχαν μόνο δύο: μία στο Ατσαλένιο κάθε Τετάρτη και μία στον Πόρο κάθε Παρασκευή. Μετά ήρθαν τα Καμίνια, η Θέρισσος, ο Άη Γιάννης, η Αλικαρνασσός. Μία-μία, τις στήσαμε όλες.»

Ίσως είναι από τους παλαιότερους ανθρώπους στον χώρο. Σίγουρα, όμως, είναι από εκείνους που κουβαλούν τη δουλειά αυτή μέσα τους — όχι μόνο ως επάγγελμα, αλλά ως τρόπο ζωής. Μέσα από αυτή τη διαδρομή μεγάλωσε, δούλεψε, ανέθρεψε τέσσερα παιδιά. Και συνεχίζει.

Ο Γιάννης Σπινθάκης υπηρέτησε ως πρόεδρος του Σωματείου Εμπόρων Οπωροκηπευτικών Ηρακλείου για 24 ολόκληρα χρόνια, από το 1979 έως το 2003. Η εμπειρία του διαπερνά κάθε κουβέντα του. Και παρότι οι εποχές αλλάζουν, η πίστη του στον κόπο, στη γη και στον άνθρωπο παραμένει ακλόνητη.