Ένα δροσερό αεράκι από το παρελθόν, τα χρόνια της νιότης, της ελευθερίας και της επανάστασης εισβάλλει στις αναμνήσεις του συνταξιούχου πλέον Ηρακλειώτη, Γιάννη Νικολακάκη, και τις αναστατώνει ευχάριστα. Σούρουπο προς βράδυ και στην παραλία των Ματάλων, με φόντο τις ιστορικές σπηλιές, ανάβουν φωτιές κοπελιές και νεαροί, κάθονται γύρω γύρω, οι κιθάρες… παίρνουν φωτιά.
Εκεί, στην κόχη του νότιου Κρητικού πελάγους, «παιδιά των λουλουδιών» συναντιώνται από τη μια άκρη της γης ως την άλλη, μοιράζονται το φαγητό τους, τα ποτά, τη ζωή τους και τα όνειρά τους πάνω σε μια παραλία που θα αποτελέσει σημείο αναφοράς που διασχίζει τις δεκαετίες και φθάνει ως τις μέρες μας.
Ο κ. Νικολακάκης, νεαρό παιδί, μετά τα 15 του χρόνια ξεκινούσε από το Ηράκλειο με τους φίλους του με το λεωφορείο της γραμμής για να φθάσει στον τόπο που πήγαιναν όλοι οι νέοι της εποχής, που αποτελούσαν τα «παιδιά των λουλουδιών».
Μιλώντας στην «Π» και ξετυλίγοντας το κουβάρι των αναμνήσεων αλλά και το αποτύπωμα που άφησαν στην ψυχή του εκείνα τα χρόνια, ο κ. Νικολακάκης θα πει: «Δεν ήμασταν μια γενιά που ζήσαμε αυτό το όνειρο, ήμασταν πολλές τυχερές γενιές που το μοιραστήκαμε.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη ζεστασιά και την άνεση να επικοινωνείς και να «δένεσαι» με ανθρώπους που ως την προηγούμενη στιγμή δεν ήξερες. Κατέβαινες σούρουπο στην παραλία και ξαφνικά ένοιωθες να γίνεται μια τεράστια αγκαλιά που τους έκλεινε όλους. Το σύνθημα της εποχής “Make love all the world” γινόταν πράξη σε λίγα λεπτά, χωρίς καμία προετοιμασία και χωρίς καμία πρόθεση».
Ήταν η εποχή που οι νέοι άνθρωποι στα Μάταλα έγραφαν τη δική τους ιστορία που γράφτηκε με ανεξίτηλα γράμματα στον παγκόσμιο χάρτη. Πώς, όμως, πήγαιναν ο κ. Νικολακάκης και οι φίλοι του στα Μάταλα, αφού οι διακοπές χρειάζονται χρήματα; Όπως θα πει ο ίδιος: «Εγώ στα 17 μου είχα χρήματα γιατί δούλευα νυχτερινός στο Εσπέρια, αλλά θα ήθελα να πω ότι αυτό δεν ήταν πάντα απαραίτητο· μιλάμε για πιο αγνές και πιο αθώες εποχές, τότε που, αν είχε ένας, είχαμε όλοι.
Αυτό το σύστημα του μοιράσματος και της κοινοκτημοσύνης υπήρχε και στα παιδιά των Ματάλων κι έτσι κανένας δεν ήταν παραπονούμενος. Είχε μια ξενοιασιά και μια ανεμελιά η ζωή εκείνα τα χρόνια, που σήμερα -φυσικά- δεν μπορούμε να τη βρούμε».
Στις αναμνήσεις του Γιάννη Νικολακάκη υπάρχουν άνθρωποι, πολλοί άνθρωποι, αφού, εκτός από τα παιδιά των Ματάλων, ήταν και οι ντόπιοι, που ζούσαν από τον εν εξελίξει μύθο που πλάθονταν σε μια όμορφη παραλία. Ο ίδιος θυμάται τους ντόπιους χωρικούς που έφταναν ως εκεί, με τα γαϊδουράκια τους φορτωμένα από τις δύο πλευρές του σαμαριού με ζεμπίλια γεμάτα με αγγούρια, ντομάτες, σταφύλια και άλλα λαχανικά και φρούτα.
Κι αν καμιά φορά ξέμενες στο δρόμο, τα λιγοστά αυτοκίνητα που υπήρχαν σταματούσαν με ευκολία και προθυμία για να σε μεταφέρουν. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο κ. Νικολακάκης: «εμείς το ωτοστόπ το μάθαμε από τα “παιδιά των λουλουδιών”. Εντασσόταν δε σε μία άλλη φιλοσοφία και κουλτούρα ζωής, διαφορετική, με αγάπη και εμπιστοσύνη, χωρίς υστεροβουλία. Ήταν μια ζωή πιο φυσική και πιο κοντά στη φύση».
Στο ερώτημα αν ο χρόνος γύριζε πίσω, αν θα ξαναπήγαινε στα Μάταλα, η απάντηση δεν είναι απλώς καταφατική αλλά ενθουσιώδης: «Φυσικά, ακόμα και τώρα που βλέπω κάποιους από τους ανθρώπους εκείνης της εποχής με τα «σταφιδιασμένα» πρόσωπα, βλέπω τη λάμψη στα μάτια τους. Βλέπω να καθρεπτίζεται σε αυτά ό,τι ζήσαμε εκείνα τα χρόνια στα Μάταλα και ήμουν τυχερός που το μοιράστηκα με άλλους ανθρώπους».