Από τις σπηλιές των Ματάλων της εποχής των παιδιών των λουλουδιών στην Ελούντα του 2025: ένα ταξίδι μνήμης και συνέχειας
Μερικές φορές, οι πιο όμορφες ιστορίες ξεκινούν από μια σύμπτωση. Έτσι ακριβώς άρχισε κι αυτή, ένα απόγευμα μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή μου, όταν ψάχνοντας κάτι άσχετο, έπεσα τυχαία πάνω σε ένα γαλλικό άρθρο με τίτλο “La Crète en 1970”.
Ήταν δημοσιευμένο στο διαδικτυακό περιοδικό “Paris Côte d’Azur”, κι έφερε μια υπογραφή που μου ήταν άγνωστη: Alain. Το άνοιξα από περιέργεια -και βρέθηκα, λέξη τη λέξη, μέσα σε μια Κρήτη που δεν υπάρχει πια. Ο Αλαίν περιέγραφε με θαυμασμό και ευαισθησία το ταξίδι του στο νησί, τον Οκτώβριο του 1970.
Είχε μόλις τελειώσει τη δημοσιογραφική του άσκηση στη Γενεύη, όταν ο πατέρας του, Φερνάν, έμπειρος δημοσιογράφος και εκδότης, του χάρισε ένα εισιτήριο της Pan Am: Γενεύη-Αθήνα. «Ένα δώρο που άλλαξε τη ζωή μου», μου είπε αργότερα ο ίδιος.
Ο Αλαίν γνώριζε την Ελλάδα μόνο μέσα από τα βιβλία του Χένρι Μίλλερ και τις εικόνες του Ζορμπά του Καζαντζάκη. Δεν ήξερε ότι εκείνο το εισιτήριο θα τον οδηγούσε σ’ ένα νησί που θα του έμενε αξέχαστο: την Κρήτη.
Η Κρήτη του 1970 πριν την «τουριστική εποχή»
Στο άρθρο του, που ανασύρει σχεδόν ημερολογιακά τις εντυπώσεις εκείνου του ταξιδιού, ο νεαρός Γάλλος περιπλανιέται σ’ ένα νησί φτωχό αλλά φωτεινό, «σαν να μην είχε αλλάξει τίποτα εδώ και εκατό χρόνια».
Η περιγραφή του Ηρακλείου είναι γεμάτη από μυρωδιές, πρόσωπα και ήχους:
«Μόλις το πλοίο πλησίασε το λιμάνι, οι μυρωδιές των αγριόχορτων μάς καλωσόρισαν. Μου θύμισαν την Κορσική… Στους δρόμους της πόλης, είχα την αίσθηση πως βρίσκομαι στα σύνορα της Ανατολής. Οι άντρες παίζουν τάβλι, χαϊδεύουν το κομπολόι τους, καπνίζουν. Οι παπάδες, με τις μακριές μαύρες γενειάδες τους, μοιάζουν με φιγούρες από άλλη εποχή».
«Η Κρήτη ζει με ρυθμό αιώνων, χωρίς ρολόγια, χωρίς βιασύνη. Ο χρόνος εδώ απλώνεται σαν το φως»
Η φωτογραφική του μηχανή καταγράφει ακριβώς αυτό το κλίμα: καφενεία με ξύλινες καρέκλες, κουρεία με πτυσσόμενες καρέκλες μπροστά στο δρόμο, παιδιά που τρέχουν ξυπόλυτα, γυναίκες με μαύρα ρούχα και ποδιές. Μια Κρήτη αγέρωχη, φτωχή, αλλά γεμάτη ψυχή.
Από το Ηράκλειο κατηφορίζει προς τη Μεσσαρά. Η Κνωσός τον απογοητεύει με την «υπερβολική της αναστήλωση», αλλά η Φαιστός τον μαγεύει: «Έμεινα να δω το φως να αλλάζει στα ερείπια μέχρι που η νύχτα σκέπασε την πεδιάδα. Ήμουν μόνος -κι ένιωσα ότι εκεί, κάτι από τη μινωική ψυχή ακόμα ανέπνεε».
Από τη Φαιστό συνεχίζει με λεωφορείο και έπειτα με τα πόδια προς τα Μάταλα, τότε μικρό ψαροχώρι, που είχε καταληφθεί από χίπηδες. «Οι σπηλιές τους ήταν άδειες πια. Οι αρχές δεν τους ήθελαν εδώ. Εγώ βρήκα ένα απλό δωμάτιο με γεννήτρια. Το φως έσβηνε το βράδυ -όχι από επιλογή, αλλά από ανάγκη».
Ο Αλαίν αποφασίζει να φτάσει περπατώντας ως την Αγία Γαλήνη, τότε σχεδόν άγνωστο χωριό. Στον δρόμο συναντά ένα ζευγάρι Κρητικών, που μαζεύει αλάτι με κουτάλι από τους βράχους. «Το σακίδιο του άνδρα, τρίγωνο και πολύχρωμο, μου φάνηκε ιδιοφυές. Δεν ήξερα ότι χρόνια αργότερα αυτό το σχέδιο θα γινόταν της μόδας».
Το βράδυ κοιμάται στο Τυμπάκι «σε σεντόνια όχι πολύ καθαρά, αλλά στο σπίτι ανθρώπων με καλή καρδιά». Η διαδρομή του τον οδηγεί τελικά σε ένα νησί που «ζει με ρυθμό αιώνων, χωρίς ρολόγια, χωρίς βιασύνη. Ο χρόνος εδώ απλώνεται σαν το φως».
Στον Άγιο Νικόλαο βλέπει για πρώτη φορά την ομορφιά της Ανατολικής Κρήτης. «Η θάλασσα μπαίνει μέσα στην πόλη· καΐκια, ψαράδες, παιδιά που μαθαίνουν να κολυμπούν σε γραμμές… Δεν ήξερα τότε ότι πενήντα χρόνια μετά, θα ξαναγυρνούσα εδώ».
Ο τόνος του είναι νοσταλγικός, αλλά καθαρός. Η Ελλάδα του 1970 ζει ακόμη κάτω από το καθεστώς των συνταγματαρχών -κι εκείνος το νιώθει. «Στην Αγία Γαλήνη, ένα στρατιωτικό φυλάκιο στην είσοδο του χωριού μού θύμιζε ότι η χώρα ζούσε υπό επιτήρηση. Κι όμως, οι άνθρωποι ήταν ελεύθεροι μέσα τους. Το καταλάβαινες από το βλέμμα τους».
Η επιστροφή στην Ελούντα το 2017
Περίπου πενήντα χρόνια αργότερα, ο Αλαίν ξαναπατά στην Κρήτη. Αυτή τη φορά όχι ως περιπλανώμενος νεαρός με σακίδιο, αλλά ως ώριμος δημοσιογράφος, συντάκτης και εκδότης. Το 2017, στο ίδιο blog, δημοσιεύει το άρθρο “Une oasis de luxe dans l’été crétois”, αφιερωμένο στο Elounda Mare Hotel, το πρώτο Relais & Châteaux της Ελλάδας.
Το κείμενό του είναι ύμνος στη νέα Κρήτη -αυτή του τουρισμού, της γαστρονομίας, της φιλοξενίας. Όμως, πίσω από τις περιγραφές του Elounda Mare, της πολυτέλειας, των μπουκαμβίλιων και των γιασεμιών, υπάρχει κάτι πιο βαθύ: η συνάντηση με την ίδια ψυχή του τόπου.
«Ναι, το νησί είχε αλλάξει», μου έγραψε όταν επικοινωνήσαμε. «Αλλά το χαμόγελο των Κρητικών είναι το ίδιο. Η γενναιοδωρία τους, η φυσική τους ευγένεια -τίποτα δεν την αλλοίωσε. Ο τουρισμός έφερε άνεση, αλλά δεν αφαίρεσε την ψυχή».
Μου περιέγραψε την εντύπωσή του από τον σημερινό Άγιο Νικόλαο:
«Περισσότερα μαγαζιά, περισσότερα χρώματα, αλλά η ίδια γαλήνη στο λιμάνι.
Η πόλη μεγάλωσε, χωρίς να χάσει τον χαρακτήρα της».
Όταν τον ρώτησα αν η Κρήτη του 2017 τού θύμιζε εκείνη του ’70, χαμογέλασε: «Είναι σαν να βλέπεις ένα αγαπημένο πρόσωπο μετά από πολλά χρόνια. Αναγνωρίζεις το βλέμμα, ακόμα κι αν οι ρυτίδες το έχουν αλλάξει».
Ποιος είναι ο Alain Dartigues
Ο Alain Dartigues είναι Γάλλος δημοσιογράφος και εκδότης, γιος του Fernand Dartigues, ιδρυτή του περιοδικού “Paris Côte d’Azur”. Ζει στη Νότια Γαλλία, στην περιοχή των Καννών, απ’ όπου συνεχίζει να διευθύνει το ομώνυμο διαδικτυακό μέσο, μαζί με τη σύζυγό του Louise.
Ο πατέρας του, Φερνάν Νταρτίγκ (Fernand Dartigues), υπήρξε από τις εμβληματικές μορφές της γαλλικής τοπικής δημοσιογραφίας. Δημιούργησε το 1959 την έντυπη έκδοση του “Paris Côte d’Azur” -αρχικά υπό τον τίτλο Cannes-Festival- ένα κοσμικό και πολιτιστικό περιοδικό αφιερωμένο στην Κυανή Ακτή, στο Φεστιβάλ των Καννών, στις τέχνες και στον μεσογειακό τρόπο ζωής.
Μετά τον θάνατό του το 2000, ο Αλαίν και η Λουίζ αποφάσισαν να συνεχίσουν το έργο του. Το περιοδικό πέρασε σταδιακά στη νέα εποχή και το 2003 έγινε αποκλειστικά διαδικτυακό. Από τότε έχει δημοσιεύσει πάνω από 8.500 άρθρα, με ύλη που εκτείνεται από τον πολιτισμό και τα ταξίδια μέχρι την οικολογία, τη γαστρονομία και την ιστορία.
Παρά την ψηφιακή του μορφή, το “Paris Côte d’Azur” διατηρεί την αισθητική και το πνεύμα της έντυπης εποχής: καλαίσθητη γλώσσα, προσεκτικά επιλεγμένες φωτογραφίες και μια νοσταλγία για την «παλιά δημοσιογραφία», που αφουγκράζεται τον κόσμο με ρυθμό ανθρώπινο.
Ο πατέρας και το blog
Ο Αλαίν μεγάλωσε μέσα στον κόσμο της δημοσιογραφίας. Ο πατέρας του, Φερνάν, ίδρυσε το περιοδικό “Paris Côte d’Azur” το 1959 -μια εποχή που η Κυανή Ακτή ζούσε την άνθηση της κοσμοπολίτικης λάμψης.
Μετά τον θάνατο του Φερνάν, το 2000, ο Αλαίν και η σύζυγός του Λουίζ, αποφάσισαν να κρατήσουν ζωντανό το έργο του. Το περιοδικό μεταφέρθηκε στο διαδίκτυο το 2003 και από τότε έχει δημοσιεύσει πάνω από 8.500 άρθρα. «Το blog είναι ένας τρόπος να συνεχίζουμε τη φωνή του πατέρα μου», λέει. «Μια μαρτυρία συνέχειας, όπως η ζωή, όπως η ίδια η Κρήτη».
Κάποιες από τις φωτογραφίες του 1970 είχαν αναρτηθεί εκεί, σιωπηλά, ανάμεσα σε ταξιδιωτικά και πολιτιστικά κείμενα. Όμως, οι φωτογραφίες που συνοδεύουν αυτό το αφιέρωμα δημοσιεύονται για πρώτη φορά στην Ελλάδα, στην εφημερίδα «Πατρίς».
Ασπρόμαυρες, με την απλότητα και την ευγένεια των πραγμάτων που δεν επιδιώκουν να εντυπωσιάσουν. Φωτογραφίες ενός νησιού που κοιτά τον φακό χωρίς να ποζάρει -ενός τόπου όπου ο χρόνος είχε σταματήσει για λίγο, πριν έρθει η θύελλα της ανάπτυξης.
Η συνομιλία μας έκλεισε με μια μικρή εξομολόγηση.
«Ήθελα τότε να αγοράσω ένα μικρό σπίτι στην Κρήτη. Ίσως τελικά να το απέκτησα, όχι με συμβόλαιο, αλλά με την καρδιά»
«Ήθελα τότε να αγοράσω ένα μικρό σπίτι στην Κρήτη», μου είπε. «Είχα μαγευτεί από τη φύση, από την ιστορία και τους ανθρώπους της. Όμως εκείνη την εποχή, με τη δικτατορία, οι ξένοι δεν μπορούσαν να είναι ιδιοκτήτες. Ίσως τελικά να το απέκτησα -όχι με συμβόλαιο, αλλά με την καρδιά».
Ο Αλαίν, όπως και ο πατέρας του, ανήκει σε μια γενιά δημοσιογράφων που πίστευαν πως το ταξίδι είναι πάνω απ’ όλα μια πράξη κατανόησης. Κι αυτό ακριβώς δείχνουν οι φωτογραφίες του: ένα βλέμμα που σέβεται, που παρατηρεί χωρίς να κρίνει, που ανακαλύπτει χωρίς να κατακτά.
Κι ίσως, μέσα από το βλέμμα του Γάλλου ταξιδιώτη, που περπάτησε κάποτε στα σοκάκια του Ηρακλείου και της Μεσσαράς, να αναγνωρίσουμε κι εμείς τη δική μας Κρήτη -αυτή που παραμένει, παρά τα χρόνια, ένας παράδεισος της φιλοξενίας με ξεχωριστούς ανθρώπους.
*Οι φωτογραφίες του Αλαίν δημοσιεύονται για πρώτη φορά στην Ελλάδα, στην εφημερίδα «Πατρίς». Κάποιες είχαν παρουσιαστεί στο blog “Paris Côte d’Azur”, το οποίο διατηρεί ο ίδιος προς τιμήν του πατέρα του, Φερνάν.
