Τον κατακρεούργησαν με 57 μαχαιριές μέσα στο σπίτι του, στις Μοίρες, για μόλις 100 ευρώ. Σχεδόν 6,5 χρόνια από την άγρια δολοφονία του 71χρονου συνταξιούχου Όθωνα Ανδρουλιδάκη, τα ισόβια «έσπασαν» για τον 27χρονο σήμερα Βούλγαρο, ο οποίος πρωτόδικα είχε καταδικαστεί σε δις ισόβια για την ανθρωποκτονία και τη ληστεία. Ο συγκατηγορούμενος του, για τον οποίο διαχωρίστηκε η δικογραφία λόγω ανηλικότητας τότε, καταδικάστηκε πρωτόδικα σε 25 έτη κάθειρξης.
Χθες, η φριχτή υπόθεση εκδικάστηκε σε δεύτερο βαθμό ως προς τον 27χρονο και το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Ανατολικής Κρήτης ναι μεν τον έκρινε ένοχο σύμφωνα με το κατηγορητήριο, αναγνώρισε ωστόσο το ελαφρυντικό της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη και αυτό είχε ως συνέπεια να αλλάξει την ποινική του αντιμετώπιση. Τα ισόβια «έσπασαν» και του επιβλήθηκε ποινή κάθειρξης 22 ετών (εκτιτέα τα 20).
Νωρίτερα, ο εισαγγελέας της έδρας κ. Νίκος Μαρκάκης εισηγήθηκε στο δικαστήριο να μην αναγνωρίσει κανένα ελαφρυντικό στον κατηγορούμενο. «Αν του αναγνωρίσετε ελαφρυντικό, θα εκτίσει 20 έτη. Είναι ποινή αυτή για έναν άνθρωπο που εσείς δεχθήκατε με την απόφαση σας ότι κατέσφαξε με 57 μαχαιριές το θύμα; Αν του γνωρίσετε ελαφρυντικό, είναι σαν να σκοτώνετε ξανά τον Ανδρουλιδάκη».
Πάντως, ο 27χρονος με «τσαμπουκά» στο ύφος και στην ομιλία του, επέμεινε ότι δεν σκότωσε εκείνος τον άτυχο συνταξιούχο, ρίχνοντας την αποκλειστική ευθύνη για το μαχαίρωμα στον ανήλικο. «Θέλετε με το ζόρι να πω ότι είμαι δολοφόνος για να ηρεμήσετε; Δεν είμαι δολοφόνος. Δεν κρατούσα μαχαίρι ούτε μαξιλάρι. Πανικοβλήθηκα με αυτό που είδα. Ξέρω ότι αυτό που έγινε είναι πολύ κακό, ζητάω συγνώμη από την οικογένεια, δεν σκότωσα όμως εγώ τον άνθρωπο», ισχυρίστηκε μεταξύ άλλων στην απολογία του.
Όπως έχει γράψει η «Π», από την προανάκριση προέκυψε ότι οι δύο φίλοι είχαν μπει και στο παρελθόν στο σπίτι του ηλικιωμένου (η μητέρα του ανήλικου διατηρούσε φιλικές σχέσεις με το θύμα) και ενώ κοιμόταν ο 71χρονος, έκλεψαν από το παντελόνι του 200 ευρώ. Τη νύχτα του εγκλήματος αποφάσισαν να τον «επισκεφθούν» για μία ακόμα φορά καθώς είχαν ξεμείνει από χρήματα. Γνώριζαν τα κατατόπια και ήξεραν ότι η πίσω πόρτα της οικίας ήταν πάντα ξεκλείδωτη. Σύμφωνα με τα όσα έγιναν γνωστά από την Αστυνομία, πήδηξαν το μαντρότοιχο της πίσω αυλής, άνοιξαν σαν κύριοι αφού το κλειδί ήταν στην πόρτα και μπήκαν στο σπίτι.
Ο ηλικιωμένος κοιμόταν, αντιλήφθηκε το θόρυβο και προσπάθησε να σηκωθεί από το κρεβάτι. Άρπαξαν ένα μαξιλάρι από την ντουλάπα, το πίεσαν στο πρόσωπο του και άρχισαν να τον μαχαιρώνουν μέχρι που εξέπνευσε. Προσπάθησε να αντισταθεί, όμως ήταν ανήμπορος να αντιμετωπίσει τη βιαιότητα των δύο νεαρών.
Έβαλαν το μαξιλάρι στη θέση του (υπήρχαν ίχνη), έπλυναν και σκούπισαν τα χέρια σε μία πετσέτα, στην οποία επίσης βρέθηκαν ίχνη αίματος, και στη συνέχεια τράπηκαν σε φυγή, πετώντας σε παρακείμενο οικόπεδο με ξερόχορτα το φονικό μαχαίρι, το κλειδί της πόρτας και ένα ζευγάρι κάλτσες, τις οποίες στην αρχή φορούσε ο ανήλικος και ύστερα τις έβγαλε για να τις φορέσει σαν γάντια στα χέρια, στοιχείο το οποίο ήταν κομβικό για την εξιχνίαση της υπόθεσης.