Ελεύθερος ο 52χρονος που  έβαζε… χέρι στις εισπράξεις του πρατηριούχου

Ελεύθερος με περιοριστικούς όρους αφέθηκε χθες μετά την απολογία του στην αρμόδια ανακρίτρια Ηρακλείου ο 52χρονος υπάλληλος του πρατηρίου υγρών καυσίμων που κατηγορείται ότι για μεγάλο χρονικό διάστημα έκλεβε μέρος από τις εισπράξεις της επιχείρησης και μάλιστα κάτω από τη μύτη του 57χρονου εργοδότη του, κάθε πρωί με το άνοιγμα  του βενζινάδικου.

Στον 52χρονο, τον οποίο κατηγορεί ο ιδιοκτήτης  για κλοπή άνω των 200.000 ευρώ, επιβλήθηκαν οι περιοριστικοί όροι της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα, της εμφάνισης κάθε μήνα στο αστυνομικό τμήμα και της καταβολής χρηματικής εγγύησης, ύψους 7000 ευρώ.

Οι συνήγοροι υπεράσπισης του 52χρονου, κ. Γιώργος Κοκοσάλης και Μάρκος Σαριδάκης, μετά το πέρας της διαδικασίας, δήλωσαν σχετικά με την έκβαση της υπόθεσης: “Είμαστε απόλυτα ικανοποιημένοι από την ποινική μεταχείριση του εντολέα μας.

Κι αυτό διότι, παρά τις φιλότιμες κι ανεπανάληπτα επαγγελματικές προσπάθειες της προανακριτικής αρχής για τη στοιχειοθέτηση κακουργήματος εις βάρος του (κλοπή κατ’ εξακολούθηση άνω των 120.000 ευρώ), οι κυλιόμενες και παρασάγγας αντιφατικές καταθέσεις του παθόντος οδήγησαν στην έκπτωση της αξιοπιστίας του τόσο ως προς το ύψος όσο κι ως προς την φερόμενη χρονική διάρκεια των κλοπών, με αποτέλεσμα το “ξεφούσκωμα” της υπόθεσης ήδη από την προδικασία”.

Ο πρατηριούχος καταγγέλλει ότι  εδώ και μία διετία είχε αντιληφθεί ότι κάποιος έβαζε χέρι στις καθημερινές εισπράξεις, δεν είχε καταφέρει εντούτοις  να εντοπίσει τον δράστη.  Θεωρούσε ότι το άτομο που τον έκλεβε το έκανε τις ώρες που ο ίδιος απουσίαζε από το πρατήριο ή βρισκόταν στον περιβάλλοντα χώρο για διάφορες δουλειές.

Με το σκεπτικό αυτό ανέτρεχε στις κάμερες ασφαλείας τις επίμαχες ώρες με αποτέλεσμα να μην εντοπίζει κάτι μεμπτό. Επιπρόσθετα είχε διαπιστώσει ότι τα πρωινά  που έβαζε «χύμα» στο συρτάρι τις εισπράξεις της προηγούμενης ημέρας, έλειπε πάντα ένα σημαντικό ποσό. Όταν οι εισπράξεις της προηγούμενης ημέρας ήταν καταμετρημένες και τυλιγμένες με λαστιχάκι, ο δράστης δεν πείραζε τα χρήματα.

Το μυστήριο στην υπόθεση έμελλε να λυθεί όταν ο πρατηριούχος αποφάσισε πια, σε συνεννόηση με τη σύζυγο του που ήξερε να χειρίζεται τις κάμερες, να ελέγξουν κρυφά  το καταγραφικό της επιχείρησης και να δουν το υλικό από το άνοιγμα του πρατηρίου, δηλαδή με το «καλημέρα».