Μια μεγάλη μορφή της ελληνικής λαογραφίας ,ο Ηρακλειώτης καθηγητής και πρώην Διευθυντής του Κέντρου Έρευνας Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, Γεώργιος Αικατερινίδης, έφυγε από την ζωή, αφήνοντας μια πολύτιμη παρακαταθήκη πληροφοριών για ήθη, έθιμα, λαϊκές δοξασίες και θρησκευτικές τελετές από όλη την Ελλάδα που σβήνουν στο πέρασμα του χρόνου.
Η εξόδιος ακολουθία θα ψαλεί στον Άγιο Βασίλειο του Πειραιά, σήμερα Σάββατο, στις 11.00
Ο Γεώργιος Αικατερινίδης γεννήθηκε το 1936 στο Ηράκλειο. Παράλληλα με τις σπουδές του, κυρίως όμως μετά, πραγματοποίησε πληθώρα επιτόπιων ερευνών, με την καθοδήγηση του δασκάλου του Γ. Σπυριδάκη και αποθησαύρισε πλουσιότατο λαογραφικό υλικό, ιδιαίτερα στη Θράκη, τη Μακεδονία και την Κρήτη. Κατέλαβε επάξια τη θέση του Διευθυντή Ερευνών του Κέντρου Ερεύνης Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών και αναδείχθηκε Διδάκτωρ Λαογραφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και Επίτιμος Διδάκτωρ Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κρήτης. Το πάθος του για τη Λαογραφία το έκανε καθημερινή πράξη, στη συνεργασία του με το Ραδιόφωνο και την Τηλεόραση, στα μαθήματα που έδωσε στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο Δήμου Θεσσαλονίκης… και σε ποικίλους πολιτιστικούς φορείς, αλλά και στις πολυάριθμες δημοσιεύσεις του.
‘’Ο Γιώργος Αικατερινίδης έγραφε γι΄΄ αυτόν ο αείμνηστος Νίκος Ψιλάκης-βγήκε στον πηγαιμό χωρίς να περιμένει να φτάσει ποτέ στην Ιθάκη. Για κείνον κάθε μονοπάτι, κάθε ξεχασμένο έθιμο ήταν και μια καινούργια Ιθάκη. Ήξερε καλά πως ο κόσμος αλλάζει. Πως ο φαμπρικάρης του 1965 θα αποτελούσε παρελθόν σε σύντομο χρόνο, πως το παραδοσιακό (ζωοκίνητο) ελαιοτριβείο έμελλε να αντικατασταθεί από το ηλεκτροκίνητο. Ήξερε πως εκείνες οι γυναίκες που έζωναν το μικρό χωριό των Αστερουσίων, τους Παρανύμφους, με κλωστή για να σταματήσει ο άνεμος ήταν οι τελευταίες ιέρειες μιας τελετουργίας που είχε αρχίσει μερικές χιλιάδες χρόνια πριν. Η μηχανή λήψεως άρχισε… να βγάζει σπίθες. Σπάνια στην ιστορία του κινηματογράφου μερικά λεπτά εικόνας αντιστοιχούν σε τόσους αιώνες μαζί! Σήμερα η ταινία αυτή αποτελεί σπάνιο ντοκουμέντο, πολύτιμη παρακαταθήκη της παραδοσιακής ζωής. Έπρεπε να σταματήσει ο δυνατός άνεμος για να μπορέσουν να λιχνίσουν τα αλωνισμένα στάχυα τους. Τις βλέπεις να περπατούν γρήγορα, σα να τρέχουν, φτωχοντυμένες αλλά αυθεντικές με βλέμματα που σκλαβώνουν, έχοντας αποτυπώσει το χρόνο!
Λίγα χρόνια μετά σταματούσε με δέος μπροστά στις μεταμφιέσεις του βορειοελλαδικού χώρου. Από το Σοχό μέχρι τη Δράμα και τη Θράκη. Φωτογράφιζε και κατέγραφε σε φιλμ κινηματογραφικής μηχανής. Πόσοι, άραγε, ξέρουν ότι αυτές οι σπουδαίες φωτογραφίες που αποτυπώνουν τις τελευταίες στιγμές της αθωότητας είναι δικές του; Άγνωστα στον αστικό χώρο έθιμα και τελετουργίες, υλικό που εντυπωσίαζε, καθώς πέρα από την αισθητική λειτουργία της φωτογραφίας εμφανιζόταν και η εικόνα ως τεκμήριο.
Ο Γιώργος Αικατερινίδης ξεκίνησε από την Κρήτη, την αγαπημένη του γενέθλια γη, για να οργώσει ολόκληρη την Ελλάδα. Έθιμα και συνήθειες, πνευματικός και υλικός βίος, λέξεις τραγούδια και μουσικές αγαπημένες αποτελούσαν για χρόνια και χρόνια την πολύτιμη συγκομιδή του. Μια προσπάθεια καταγραφής υλικού που έπρεπε να διασωθεί για να αξιοποιηθεί από την επιστήμη. Ο Λαογράφος ήξερε καλά πως αύριο θα ήταν αργά.
Παρακολουθώ μέσα από δεκάδες βιβλία και άρθρα τη διαδρομή του. Σταματώ στους Αναστενάρηδες, βλέπω τους πυροβάτες να περπατούν πάνω στα αναμμένα κάρβουνα και φαντάζομαι τον επιστήμονα που εξακολουθεί να είναι και άνθρωπος, να σταματά στις πόρτες, να μιλά με τους ανθρώπους, να χαιρετά με κείνο το ηχηρό χαμόγελο που σε κάνει να τον νιώθεις με την πρώτη κιόλας κουβέντα σαν φίλο. Τώρα που το σκέφτομαι νομίζω πως αυτό το χαμόγελο μπορεί να είναι το κλειδί της επιτυχίας του. Ξέρει να προσεγγίζει τους ανθρώπους. Ίσως επειδή τους αγαπά και τους σέβεται.
Σταματώ στα μαρτιάτικα χελιδονίσματα. Το χελιδόνι που φέρνει την Άνοιξη το ήξερε από τα χωριά της Σητείας (το είχε καταγράψει ο άλλος μεγάλος συνεργάτης του ο αείμνηστος Γεώργιος Σπυριδάκης), το βρήκε στις Σέρρες στεφανωμένο με κλαδιά ελιάς. Άκουσε τις φωνές των παιδιών να τραγουδάνε τα ιδιότυπα κάλαντα, έζησε την αγωνία τους, περπάτησε μαζί τους στους δρόμους…
Η επιστημονική πορεία του δεν σταμάτησε στις καταγραφές. Έχοντας πλουτίσει το οπλοστάσιό του μπόρεσε να δει με πιο καθαρό βλέμμα τα πράγματα. Και να τα ερμηνεύσει. Αξιοποίησε τις πηγές, προσπάθησε να δει τα πράγματα στην ιστορική εξέλιξή τους, δεν είδε τα έθιμα και τις συνήθειες του λαϊκού ανθρώπου σαν μεμονωμένα περιστατικά αλλά τα αποτίμησε ως σύνολο, μελετώντας την εξέλιξη των κοινωνιών. Κάποτε τον είχαν ζητήσει σε ένα Πανεπιστήμιο. Να διδάξει Λαογραφία• δεν πήγε. Δεν ξέρω γιατί. Τώρα που το σκέφτομαι, νομίζω ότι δεν θα άφηνε με τίποτα την έρευνα, αυτή τη βιωματική σχέση που διατηρεί με την ελληνική ύπαιθρο, τη σχέση που μετουσιώνει την εργασία και την έρευνα σε έρωτα!
Σήμερα αισθάνεται αρκετά ώριμος αφού έχει καταφέρει να συνδυάσει το βίωμα με την επιστημονική γνώση αλλά και αρκετά νέος για να συμπληρώνει διαρκώς τις μελέτες του και να αναδεικνύει τις άγνωστες πτυχές του λαϊκού πολιτισμού.
Τον τελευταίο καιρό επέστρεψε για μια ακόμη φορά στις ρίζες του και έγραψε ένα εκτενές άρθρο για τη λαογραφία της Κρήτης σε ένα τόμο που ετοιμάζεται από το Κέντρο Κρητικής Λογοτεχνίας. Έτσι ξεφύλλισε και πάλι τα παλιά του τετράδια… Είδε τον παπά του Κρουσώνα να ευλογεί τα σταφύλια στις έξι τ’ Αυγούστου, όπως τον είχε φωτογραφίσει το 1964. Είδε την ηλικιωμένη γυναίκα να ξεματιάζει την αίγα της στο Ζαρό, όπως την είχε απαθανατίσει κάπου στα 1965. Είδε το χρόνο να επιστρέφει. Και την Κρήτη του παλιού καιρού να προβάλει μέσα από κιτρινισμένα χαρτιά και ασπρόμαυρες φωτογραφικές μνήμες, αγέρωχη, όμορφη, νοσταλγική!’’
