Σε επεισόδιο του Κόκκινου Κύκλου παραπέμπουν οι ανατριχιαστικές πτυχές της υπόθεσης της δολοφονίας του 70χρονου Παντελή Δουρουντάκη από τα Σφακιά, το πτώμα του οποίου βρέθηκε θαμμένο μαζί με το τζιπ του πολλά μέτρα κάτω από τη γη, σχεδόν 3,5 μήνες μετά τη μυστηριώδη εξαφάνισή του.
«Δεν είχα άλλη επιλογή για τον φόνο. Για τα υπόλοιπα ντρέπομαι…» υποστήριξε στην έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Ρεθύμνου ο 45χρονος βασικός κατηγορούμενος, πατέρας τεσσάρων μικρών παιδιών.
Ο 45χρονος προβάλλει τον ισχυρισμό ότι βρισκόταν σε άμυνα και ότι αναγκάστηκε να πυροβολήσει τον Δουρουντάκη, εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι το όπλο του θύματος έπαθε εμπλοκή. Ισχυρίζεται ακόμα ότι ουδείς γνώριζε το παραμικρό, ούτε ο μικρότερος αδερφός του ούτε και ο ιδιοκτήτης του χωραφιού όπου «έθαψε» το θύμα, οι οποίοι επίσης κάθονται στο εδώλιο με την κατηγορία της υπόθαλψης εγκληματία.
Χήρα: «Έκαναν παράνομες δουλειές»
Φορτισμένη συναισθηματικά ήταν η κατάθεση της χήρας του Παντελή Δουρουντάκη, η οποία μετά από τρεις και πλέον μήνες αγωνίας και αναζητήσεων παρέλαβε ένα διαμελισμένο πτώμα. Ανέφερε ότι στο παρελθόν οι σχέσεις του θύματος με την οικογένεια των κατηγορουμένων ήταν καλές.
Προέκυψαν όμως προστριβές μεταξύ τους επειδή οι κατηγορούμενοι χρησιμοποιούσαν για τη διέλευσή τους τα βοσκοτόπια της οικογένειάς της. Υποστήριξε ότι τα δύο αδέρφια ασχολούνταν με παράνομες δραστηριότητες γι’ αυτό και περνούσαν από τα βοσκοτόπια τους τις νύχτες.
Είπε ακόμα ότι κατά τη διάρκεια των πολύμηνων ερευνών οι δύο κατηγορούμενοι παρακολουθούσαν τα τεκταινόμενα αμετανόητοι ενώ εμφανίζονταν ενοχλημένοι από το γεγονός ότι η χήρα τους έβαζε στο στόμα της καθώς είχε γίνει γνωστό ότι την ημέρα της εξαφάνισης οι δύο πλευρές είχαν διαπληκτιστεί. «Δεν δέχομαι τη συγνώμη! Τριαντάφυλλο έκοψε;».
Κηλίδες αίματος που εντοπίστηκαν στον χώρο της επιχείρησής των δύο αδερφών και ταυτοποιήθηκαν ότι ανήκαν στο θύμα, στάθηκαν καταλυτικές για τη λύση του μυστηρίου. Στο πλαίσιο των ερευνών, ήρθε στην Κρήτη ειδικό κλιμάκιο του έγκληματολογικού της Αθήνας όπου, με τη χρήση ειδικών υγρών, κατάφερε να ανιχνεύσει τις επίμαχες κηλίδες.
Πού ήταν όμως το πτώμα; Τα δύο αδέρφια προσάγονται και ανακρίνονται, όμως αρνούνται σθεναρά οποιαδήποτε εμπλοκή με την εξαφάνιση του 70χρονου. Όσο βρίσκονται υπό καθεστώς κράτησης ενόψει των απολογιών τους στην αρμόδια ανακριτική Αρχή, ο μεγαλύτερος από τα δύο αδέρφια αποφασίζει να λύσει τη σιωπή του και υποδεικνύει στους αστυνομικούς το ακριβές σημείο όπου έχει θάψει τον 70χρονο μαζί με το αυτοκίνητό του.
Δράστης: Πήγε σε ψυχίατρο και τρεις φορές στο Άγιο Όρος για να κάνει μνημόσυνο
Η «Π» παρουσιάζει αποσπάσματα της απολογίας που είχε δώσει μετά την αποκάλυψη του εγκλήματος ο 45χρονος.
«Είμαι άνθρωπος της εκκλησίας και ήμουν συντετριμμένος με αυτό που συνέβη. Εγώ δεν έχω σκοτώσει ούτε μυρμήγκι και βρέθηκα να έχω σκοτώσει άνθρωπο. Πήγα σε ψυχίατρο το επόμενο διάστημα, ο οποίος μου συνταγογραφούσε φάρμακα για κατάθλιψη και στο Άγιο Όρος πήγα δύο-τρεις φορές για να κάνω μνημόσυνο στον Παντελή.
Αν δεν είχα γυναίκα και παιδιά θα αυτοκτονούσα. Μόλις οι αστυνομικοί μου είπαν ότι η οικογένεια του θανόντος θέλει να τον βρουν για να τον κηδέψουνε, τότε το είπα στον αδερφό μου και υπέδειξα στους αστυνομικούς το μέρος.
Το σώμα του νεκρού και το αυτοκίνητο του δεν θα βρίσκονταν ποτέ αν δεν τα είχα υποδείξει με την βούληση μου. Θα το έλεγα κάποια στιγμή και χωρίς την προηγούμενη σύλληψη γιατί το είχα βάρος στην συνείδηση μου. Πλέον ξελάφρωσα και μπορώ να κοιμηθώ».
«Φίλε, τι να κάνω; Να πάω μαζί σου;»
Σε σχέση με τα όσα συνέβησαν ισχυρίζεται ότι ο 70χρονος πήγε σούρουπο στο λατομείο με άγριες διαθέσεις. Καταριόταν τα κόκαλα του πατέρα του. «Ήταν η χειρότερη βρισιά που μπορεί να πει κάποιος για την οικογένεια σου. Εγώ είμαι άνθρωπος της εκκλησίας και δεν μπορώ να ακούω τέτοια πράγματα.
Τότε βλέπω τον Παντελή να βγάζει ένα πιστόλι από τη μέση και να με πυροβολεί, λέγοντας “πουτ… παιδί θα σε σκοτώσω”. Η πρώτη σφαίρα δεν με πέτυχε, μετά τον βλέπω να προσπαθεί να οπλίσει ξανά και να με σημαδεύει.
Εκείνη την στιγμή, ενστικτωδώς, άρπαξα την καραμπίνα που βρισκόταν κρεμασμένη στο γραφείο, δίπλα από την πόρτα και πυροβόλησα ενώ στεκόμουν πιο ψηλά από αυτόν, πάνω στο κοντέινερ όπου βρίσκεται το γραφείο. Πυροβόλησα με κατεύθυνση προς τα κάτω, χωρίς να σημαδεύω. Δεν είδα σε ποιο σημείο τον πέτυχα. Ξέρω μόνο ότι αν δεν ήταν αυτός νεκρός, θα ήμουν εγώ.
Μετά κατευθείαν σκέφτηκα “τι έγινε τώρα, τι έκανα;”, έλεγα στο Παντελή “φίλε, τι να κάνω, να πάω μαζί σου;”. Εκείνη την ώρα τα είχα χαμένα. Τον έβαλα στην καρότσα του φορτηγού, χρησιμοποιώντας φορτωτή για να φύγουμε. Σκέφτηκα τα παιδιά μου, τη μάνα μου, τα αδέρφια μου και λέω είμαι χαμένος αν μας βρουν μαζί.
Εκεί, μέσα στην σύγχυση σκέφτηκα να κρύψω τον Παντελή. Σκέφτηκα ότι έπρεπε να κρύψω και το αυτοκίνητο του. Το πήρα με ένα γερανό και το τοποθέτησα πάνω στην καρότσα του φορτηγού, όμως επειδή δεν έκλεινε η κουκούλα, χρησιμοποίησα ένα μηχάνημα απ’ αυτά που είχα στο λατομείο και πάτησα λίγο την οροφή για να χωρέσει». Η δίκη συνεχίζεται στις 4 Οκτωβρίου.