Το μήνυμα του δικαστηρίου για τις συγκρούσεις των κοινωνικών ομάδων.
«Πού θα φθάσουμε ως κοινωνία αν πορευόμαστε με αυτές τις λογικές;». Το ερώτημα αυτό διατυπώθηκε επανειλημμένα από την έδρα του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου ενώπιον του οποίου εκδικάστηκε χθες σε δεύτερο βαθμό η υπόθεση για τα επεισόδια στο λιμάνι του Ηρακλείου το 2016 από αγρότες, διαρκούσης της πολυήμερης απεργίας των ναυτεργατών.
Οι 11 αγρότες που κάθισαν στο εδώλιο με την κατηγορία της διατάραξης κοινής ειρήνης από κοινού αρνήθηκαν όσα τους αποδίδονται, υποστηρίζοντας ότι δεν συμμετείχαν στα επεισόδια που διαδραματίστηκαν στο λιμάνι εκείνη τη νύχτα.
Επέμειναν ότι οι προθέσεις τους ήταν ειρηνικές, ενώ αγωνιούσαν για την τύχη των προϊόντων τους και τις εξαγωγές καθώς βρίσκονταν στο χείλος της καταστροφής με πολλά χρέη.
Από τους αγρότες που κάθισαν στο εδώλιο, αρκετοί είναι νέοι αγρότες και επιδοτούμενοι από την Ευρωπαϊκή Ένωση, κάθισαν και παλιές καραβάνες του συνδικαλισμού, οι οποίοι ανέφεραν στο δικαστήριο ότι μετέβησαν στο λιμάνι μετά από πρόσκληση ώστε να βοηθήσουν από την πλευρά τους στο έργο των λιμενικών για τη δρομολόγηση του πλοίου.
Το δικαστήριο εξ αρχής έδειξε ότι αντιμετωπίζει τους κατηγορούμενους ανθρώπινα, αντιλαμβανόμενο τη θέση τους, τις αγωνίες τους, τα προβλήματα της αγροτικής καλλιέργειας. Ωστόσο τόσο η πρόεδρος κ. Αθηνά Γαλιουδάκη όσο και ο εισαγγελέας της έδρας κ. Ευστάθιος Θεοφανίδης δεν μπορούσαν να μην αναφερθούν με έμφαση στο θέμα των ορίων και της υπέρβασης αυτών όταν μία κοινωνική ομάδα στρέφεται εναντίον μιας άλλης για τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων της.
«Τα πράγματα έχουν και ένα όριο που το βάζουν η κοινωνία και ο νόμος» τόνισε η πρόεδρος, υπενθυμίζοντας ότι είναι ωραίο να υπερασπιζόμαστε τα δικαιώματα και τις ελευθερίες μας αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι δικαιώματα και ελευθερίες έχουν και άλλοι άνθρωποι».
Εν προκειμένω οι αγρότες είχαν ένα δίκαιο αίτημα ωστόσο το διεκδίκησαν με λάθος τρόπο.
Θεοφανίδης: Η διεκδίκηση της μίας ομάδας δεν δικαιολογείται να οδηγεί στην εξόντωση της άλλης
Από την πλευρά του ο εισαγγελέας της έδρας κ. Ευστάθιος Θεοφανίδης πρότεινε την ενοχή των κατηγορούμενων, λέγοντας μεταξύ άλλων στην αγόρευση του: «Δεδομένου ότι δεν ζούμε στην ιδεατή Πολιτεία του Πλάτωνα, η κοινωνική συμβίωση υπακούει σε κανόνες και θεμελιώνεται σε μια συμφωνία: το κοινωνικό αυτό συμβόλαιο δεν λειτουργεί με όρους κοινωνικού αυτοματισμού παρά με ισορροπίες των αντίρροπων συμφερόντων.
Η διεκδίκηση της μιας ομάδας δεν δικαιολογείται να οδηγεί σε εξόντωση της άλλης, ούτε ιδίως στην κατάσταση της πανδημίας που όλοι πιέζονται οικονομικά και κοινωνικά, θα ήταν ανεκτό να δεχθούμε τέτοιες παράνομες ενέργειες που δεν δικαιολογούνται υπό καμία έννοια δικαιοπολιτικά.
Δεν επιτρέπεται να στρέφεται μια κοινωνική ομάδα έναντι των άλλων κι εν προκειμένω η αποτυχία συνεννόησης όσων είχαν αναλάβει τέτοιο ρόλο, αυτόβουλα ή και ανομιμοποίητα, οδήγησαν στην πυροδότηση της κοινωνικής έκρηξης στο λιμάνι και στα θλιβερά αυτά γεγονότα» τόνισε με νόημα, στέλνοντας μήνυμα προς διαφορετικές κατευθύνσεις.
Το δικαστήριο έκρινε ένοχους τους 11 κατηγορούμενους, μείωσε ωστόσο την πρωτόδικη ποινή από 12 μήνες σε 5 μήνες με αναστολή.
Ο συνήγορος των αγροτών κ. Μανόλης Καλαϊτζάκης δήλωσε ότι το δικαστήριο δεν δέχθηκε τους ισχυρισμούς περί αθωότητας, δέχθηκε όμως τις συνθήκες έκτακτης ανάγκης υπό τις οποίες εκτυλίχθηκαν τα γεγονότα εκείνο το βράδυ.