Ορκωτό Δικαστήριο

Η υπόθεση που έχει προσδιοριστεί να εκδικαστεί αύριο ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Ηρακλείου είναι από τις πιο συγκλονιστικές που έχουν δει το φως της δημοσιότητας τα τελευταία χρόνια, αναφορικά με τα όσα ανείπωτα και οδυνηρά συμβαίνουν πολλές φορές πίσω από κλειστές πόρτες και  όσο στόματα παραμένουν …σφραγισμένα.  Η ιστορία αποκαλύφθηκε τον Μάρτιο του 2022 σε χωριό της Μεσσαράς, προκάλεσε πανελλήνια αίσθηση και συντάραξε αστυνομικούς και διασώστες.

Όπως είχε γίνει τότε  γνωστό, μία 57χρονη μητέρα, μέσα στην απελπισία και την απόγνωσή της για τη μαρτυρική ζωή που φέρεται να ζούσε δεκαετίες δίπλα στον 63χρονο σύζυγό της, πήρε δεκάδες χάπια για να λυτρωθεί. «Εγώ πλέον εξαντλημένη, απογοητευμένη, νιώθοντας ότι δεν μπορώ να ζω άλλο αυτό το μαρτύριο, πήρα 50 χάπια για τον ύπνο με σκοπό να κοιμηθώ αλλά και  με την σκέψη ότι θα με βοηθούσαν να ηρεμήσω για πάντα…» φέρεται να είχε πει μεταξύ άλλων όταν συνήλθε στο νοσοκομείο όπου είχε διακομιστεί σε άθλια κατάσταση.

Σε βάρος του 63χρονου είχαν ασκηθεί ποινικές διώξεις για απόπειρα ανθρωποκτονίας από πρόθεση και για σκοπούμενη πρόκληση σωματικής βλάβης με μεθοδευμένη πρόκληση έντονου σωματικού πόνου και σωματικής εξάντλησης, επικίνδυνης για την υγεία, κατ’ εξακολούθηση. Είχε κριθεί προσωρινά κρατούμενος και παραμένει στη φυλακή μέχρι και σήμερα οπότε και περιμένει να δικαστεί.

Εξ αρχής ο 63χρονος είχε αρνηθεί τις αποδιδόμενες κατηγορίες, υποστηρίζοντας ότι  ουδέποτε είχε χτυπήσει την σύζυγό του, με την οποία ήταν πάντα αγαπημένοι.

Κάποιες πληροφορίες   αναφέρουν ότι η οικογένεια φέρεται να στηρίζει τον κατηγορούμενο, μη αποδεχόμενη το κατηγορητήριο, και μάλιστα τα παιδιά είχαν εκφράσει την πρόθεση τους να ταξιδέψουν στην  Κρήτη από το εξωτερικό όπου ζουν για τη δίκη.

Σπαρακτικό το περιεχόμενο της κατάθεσης της 57χρονης μητέρας

Με ενδιαφέρον αναμένεται φυσικά η κατάθεση της 57χρονης στο δικαστήριο και ποια στάση θα κρατήσει, καθώς το περιεχόμενο της κατάθεσης την οποία φέρεται να έδωσε στο νοσοκομείο, όταν συνήλθε, ήταν ανατριχιαστικό. «Είμαι γεμάτη από τα παράσημά του πάνω στο σώμα μου».  Ήταν μία πολύ χαρακτηριστική φράση που φέρεται να είχε χρησιμοποιήσει τότε.

Υποστήριζε ότι ο σύζυγος εξ αρχής συμπεριφερόταν πολύ άσχημα απέναντι της. Τα πρώτα χρόνια, μέχρι που τα παιδιά τους έφθασαν σε ηλικία 12-15 ετών, ασκούσε σε βάρος της αφόρητη ψυχολογική πίεση. Την εκφόβιζε, την τρόμαζε, την απειλούσε, την εξύβριζε, πάντα μπροστά στα παιδιά για να «μαθαίνουν». Παραδέχεται ότι ήταν εντελώς υποταγμένη στα θέλω του, ένα άβουλο πλάσμα, φοβισμένο σε μία ξένη χώρα και  πάντα σκεφτόταν τα παιδιά και πώς θα τα προστατεύσει.

Οι  ξυλοδαρμοί ξεκίνησαν στην πορεία και από ένα σημείο και μετά γίνονταν, όπως είχε αναφερθεί, όλο και πιο συχνοί, όλο και πιο έντονοι. Μία φορά, όπως αναφέρθηκε, πακέταρε πράγματα για ένα ταξίδι τους στην Ελλάδα, την χτύπησε άσχημα στο κεφάλι με ένα  κηροπήγιο. Άρχισε να αιμορραγεί και αν δεν πήγαινε στο νοσοκομείο, μπορεί και να είχε πεθάνει.

«Πολλές φορές θυμάμαι, παρά τα χτυπήματα του, το αίμα ή τις μελανιές, απέφευγα να πηγαίνω στο νοσοκομείο μην τυχόν με ρωτήσουν πώς συνέβησαν όλα αυτά. Με είχε απειλήσει ότι αν μιλούσα σε κανένα, θα με σκότωνε».

Για τα όσα συνέβησαν στη διάρκεια του μοιραίου Σαββατοκύριακου οπότε και αστυνομικοί την βρήκαν γυμνή, χωρίς τις αισθήσεις της, φέρεται να είχε περιγράψει ότι από το πρωί του Σαββάτου ο 63χρονος ξεκίνησε να την βρίζει και να την χτυπάει με αφορμή κάποιες εργασίες που έπρεπε να γίνουν στο σπίτι.

Ανά διαστήματα την χτυπούσε στο πρόσωπο με αποτέλεσμα να πρηστούν τα μάτια της, να σπάσει το μπροστινό δόντι, να σκιστούν τα χείλη της. Έσπασε ένα ακόμα σκουπόξυλο πάνω της, την άρπαξε από τα μαλλιά και άρχισε να βαράει το κεφάλι της στον τοίχο. Αυτά συνέβησαν επί ώρες. Ξημερώματα Κυριακής ο 63χρονος σταμάτησε να ασχολείται μαζί της και έπεσε να κοιμηθεί. Εξαντλημένη, καταπονημένη, απελπισμένη αποφάσισε να πάρει τα χάπια. Συνήλθε στο νοσοκομείο οπότε και ενημερώθηκε για την άθλια κατάσταση στην οποία βρέθηκε.

Ο 63χρονος αρνούμενος κάθε εμπλοκή στην κακοποίηση της γυναίκας του, είχε ισχυριστεί προανακριτικά: «Το βράδυ της 19ης προς 20ης Μαρτίου καθόμασταν με τη γυναίκα μου και κουβεντιάζαμε μέχρι τις 5 τα ξημερώματα και λέγαμε για τον επικείμενο  γάμο του παιδιού μας. Μετά πήγαμε για ύπνο. Εγώ πίνω κάποια χάπια για να μπορέσω να κοιμηθώ, πράγμα το οποίο και έκανα. Πιθανόν και η γυναίκα μου για να κοιμηθεί πήρε από τα δικά μου χάπια.

Περί τις 5 το απόγευμα που ξύπνησα, αυτή κοιμόταν ακόμα. Την σκούντησα να ξυπνήσει αλλά δεν ξυπνούσε. Πήρα ένα γιατρό φίλο στη Γερμανία και με συμβούλευσε να της ρίξω νερό για να την συνεφέρω. Την έγδυσα και την έσυρα να την πάω στο μπάνιο για να της ρίξω νερό αλλά δεν μπορούσε να συνέλθει. Τότε την ξανά έσυρα και την πήγα στο υπνοδωμάτιο και την έβαλα πάνω στο κρεβάτι μας. Στην συνέχεια ήρθαν οι αστυνομικοί, οι οποίοι κάλεσαν το ασθενοφόρο και την πήγαν στο νοσοκομείο».

Η ιστορία της 57χρονης, όπως προαναφέρθηκε, είχε συγκλονίσει τόσο τους αστυνομικούς του Α.Τ. Φαιστού που έσπευσαν σε πολύ γρήγορο χρόνο μαζί με τους διασώστες του ΕΚΑΒ στο σπίτι του ζευγαριού. Βρέθηκαν αντιμέτωποι με ένα σπαρακτικό θέαμα. Ήταν γυμνή, βρεγμένη και όλο το σώμα της, κυρίως το πρόσωπο, ήταν πληγωμένο από χτυπήματα. Το δέρμα της είχε «ποτίσει» από την έντονη μυρωδιά υγραερίου. Στο δωμάτιο υπήρχε μία σόμπα υγραερίου που δεν άναβε, ωστόσο η φιάλη ήταν ανοιχτή.

Αστυνομικοί εντόπισαν τον 63χρονο να κάθεται σε διπλανό δωμάτιο του σπιτιού. Τον πήραν όπως ήταν, με το φανελάκι και τις παντόφλες, και τον μετέφεραν στο Τμήμα.

Να σημειωθεί ότι η γυναίκα φρόντιζε έναν γέροντα στο χωριό, όμως είχε να πάει στη δουλειά 4-5 μέρες, χωρίς να έχει προηγηθεί κάποια σχετική ενημέρωση για την απουσία της. Ακόμα, επί τρεις ημέρες, μέλος της οικογένειας προσπαθούσε μάταια να συνομιλήσει τηλεφωνικά με την 57χρονη, κάτι που επέτεινε την ανησυχία του. Έτσι ενεργοποιήθηκε  η γραμμή έκτακτης ανάγκης 112, κίνηση  που αποδείχτηκε σωτήρια  για τη γυναίκα.