Απλησίαστες οι κατοικίες στο Ηράκλειο – «Βουνό» η αγορά, βάσανο τα ενοίκια

Στο «διάστημα» έχουν εκτοξευθεί οι τιμές των ακινήτων στο Ηράκλειο.

Ένα τσεκάρισμα στις διαδικτυακές πλατφόρμες, που εξειδικεύονται στις αγοραπωλησίες ακινήτων, είναι αρκετό για να αντιληφθεί κάποιος που ζει με τον μισθό του, ότι δεν μπορεί ούτε να ενοικιάσει, ούτε να αγοράσει σπίτι.

Σε αγγελία διαβάσαμε ότι διαμέρισμα 92 τ.μ. με 2 υπνοδωμάτια, 2 μπάνια, 2 θέσεις πάρκινγκ και εντυπωσιακή θέα στο λιμάνι, εκεί που δένουν τα επιβατηγά πλοία, πωλείται 620.000 ευρώ, δηλαδή 6.739 το τ.μ.

Άλλο διαμέρισμα, στις Μεσαμπελιές, 93 τ.μ. πωλείται 300.000 ευρώ.

Στα Καμίνια, παλιό διαμέρισμα 100 τ.μ. κοστίζει 230.000 ευρώκαι στην Λ. Δημοκρατίας, διαμέρισμα του 2005 85 τ.μ. πωλείται 300.000 ευρώ, δηλαδή προς 3.529 το τ.μ.

«Οι τιμές έχουν ξεφύγει τελείως», έχει επισημαίνει η Χαρούλα Αρχοντουλάκη, πρώην αντιπρόεδρος του Συλλόγου Κτηματομεσιτών Ανατολικής Κρήτης, σχολιάζοντας ότι ο κόσμος είναι πραγματικά απογοητευμένος που δεν μπορεί να βρει ένα αξιοπρεπές σπίτι να μείνει, σε λογική τιμή.

Σήμερα, το ενοίκιο για μια γκαρσονιέρα ξεπερνάει τα 400 ευρώ, ένα 2άρι τα 500-550 ευρώ, ένα 3αρι των 60 τ.μ. τα 650 ευρώ και για ένα παλιό σπίτι των 100 τ.μ., οι τιμές αρχίζουν από τα 700 ευρώ και αν πρόκειται για καινούριο, τα 1.000 ευρώ.

«Μόλις αδειάσει ένα σπίτι, ο επόμενος ενοικιαστής καλείται να πληρώσει υψηλότερο ενοίκιο, γιατί ο ιδιοκτήτης αυξάνει αυτόματα την τιμή», ανέφερε η ίδια, σημειώνοντας ότι το σχόλιο των ιδιοκτητών είναι ότι κάνουν αύξηση «γιατί έτσι είναι η αγορά, όλα ακριβαίνουν».

Έντονα ανοδική

Σε όλη την Κρήτη η τάση στην αγορά ακινήτων παραμένει έντονα ανοδική.

Σύμφωνα με το indomio.gr, η μέση τιμή για κατοικίες προς πώληση τον Φεβρουάριο, ήταν € 2.268 ανά τ.μ., με μια αύξηση του 10,85% σε σύγκριση με την περίοδο Φεβρουάριο 2024 (2.046 €/τ.μ.). Μόλις τρία χρόνια πριν, η μέση τιμή διαμορφωνόταν στα € 1.616 ανά τ.μ.

Τι δείχνει μελέτη

Σύμφωνα με μελέτη του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών, ο λόγος των δυσκολιών στην απόκτηση κατοικίας από τα ελληνικά νοικοκυριά είναι η ταχύτερη αύξηση των τιμών των κατοικιών και των ενοικίων, σε σχέση με τον ρυθμό αύξησης των εισοδημάτων.

Όπως παρατηρεί η συντάκτρια της έκθεσης της Άρτεμις Στρατοπούλου, σύμφωνα με το Sofokleous in,από το 2018, οι τιμές των κατοικιών αυξάνονται ταχύτερα από το διαθέσιμο εισόδημα, με τη διαφορά να διευρύνεται σημαντικά το 2022 και το 2023.

Ενδεικτικά, αναφέρει ότι το 2023, ο ρυθμός αύξησης των τιμών κατοικιών ξεπέρασε τον ρυθμό αύξησης του διαθέσιμου εισοδήματος κατά πέντε ποσοστιαίες μονάδες, καθώς διαμορφώθηκαν αντίστοιχα σε 13,9% έναντι 9%.

Επίσης, ο λόγος τιμής προς εισόδημα, έφτασε στο 104,8 το 2024, ξεπερνώντας τον μακροπρόθεσμο μέσο όρο το 100, εξέλιξη που υποδηλώνει ότι η αγορά κατοικίας καθίσταται ολοένα και λιγότερο προσιτή για τα νοικοκυριά.

Αναφορικά δε με τον «Δείκτη Στεγαστικής Προσιτότητας», στην Ελλάδα βρίσκεται σημαντικά κάτω από το 100 (με μέσο δείκτη 60), σε αντίθεση με την Ιταλία (113), Πορτογαλία (109) και Ισπανία (140).

Αυτό σημαίνει ότι το μέσο ελληνικό νοικοκυριό δεν διαθέτει επαρκές εισόδημα, για να πληροί τις προϋποθέσεις για ενυπόθηκο δάνειο για μια μέσης τιμής κατοικία. Η κατάσταση επιδεινώνεται περαιτέρω από την απότομη άνοδο των τιμών ενοικίασης, με τα πραγματικά ενοίκια να καταγράφουν μέση ετήσια αύξηση 4,8% το 2023 και 5,1% το 2024.

Ως απάντηση, η Kυβέρνηση ανακοίνωσε την επιστροφή ενός μηνιαίου ενοικίου στους ενοικιαστές, αρχής γενομένης από το Νοέμβριο του 2025.

Οι εγχώριες επενδύσεις σε οικιστικά ακίνητα, μετά την πτώση της περιόδου της κρίσης, έχουν επιστρέψει σε θετικό πρόσημο από το 2018, με τις υψηλότερες τιμές να καταγράφονται το 2022 και το 2023. Ωστόσο, το 2024 σημειώθηκε μια μείωση, φτάνοντας το 0,4% της συνολικής επένδυσης.

Παρά την ανάκαμψη, η επένδυση σε ακίνητα στην Ελλάδα παραμένει σημαντικά χαμηλότερη σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης που είναι στο 5,8% του ΑΕΠ το 2024 και άλλων ευρωπαϊκών χωρών.

Παράλληλα, η ζήτηση για δάνεια αγοράς κατοικίας από τα νοικοκυριά, μετά από μια ανοδική πορεία, η τάση αντιστράφηκε από το τρίτο τρίμηνο του 2022, πιθανόν λόγω των αυξανόμενων επιτοκίων, των πληθωριστικών πιέσεων και των υψηλών τιμών κατοικιών, ιδιαίτερα τα έτη 2022 και 2023.

Παρ’ όλα αυτά, το τρίτο τρίμηνο του 2023 υπήρξε μια αύξηση στη ζήτηση στεγαστικών δανείων, όπως καταγράφηκε από τις τράπεζες που συμμετέχουν στην έρευνα, αντικατοπτρίζοντας πιθανότατα την εφαρμογή του επιδοτούμενου στεγαστικού προγράμματος «Σπίτι μου», το οποίο ξεκίνησε τον Απρίλιο του 2023 (δεύτερο τρίμηνο του 2023).

Διευκρινίζεται πως η ζήτηση για στεγαστικά δάνεια αντανακλά μόνο τη ζήτηση για δάνεια, ανεξάρτητα εάν το δάνειο έχει εκδοθεί ή όχι. Παρ’ όλα αυτά, η χρηματοδότηση δανείων σημειώνει αρνητικούς ρυθμούς μεταβολής τα τελευταία χρόνια, σύμφωνα με στοιχεία από την Τράπεζα της Ελλάδος (-3,7% το 2022, -3,6% το 2023 και -2,6% το 2024).

Η μελέτη του ΚΕΠΕ συμπεραίνει πως η ελληνική αγορά ακινήτων βρίσκεται σε μια περίοδο δυναμικής ανάκαμψης, με τις τιμές να αυξάνονται σταθερά και τις επενδύσεις να επανέρχονται. Ωστόσο, η ραγδαία άνοδος των τιμών, σε συνδυασμό με το χαμηλότερο διαθέσιμο εισόδημα και την περιορισμένη χρηματοδότηση, δημιουργεί ένα όλο και μεγαλύτερο «πρόβλημα προσιτότητας» για τα ελληνικά νοικοκυριά.

Η επίδραση του προγράμματος της «Χρυσής Βίζας» στην άνοδο των τιμών, ειδικά σε επιλεγμένες περιοχές, υπογραμμίζει την ανάγκη για προσεκτική διαχείριση της ζήτησης.

Επίσης, η αναπροσαρμογή των ορίων επένδυσης αποτελεί ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά απαιτούνται περαιτέρω στοχευμένες πολιτικές παρεμβάσεις για να επιτευχθεί μια ισορροπία μεταξύ της προσφοράς ακινήτων, της προσιτότητας κατοικίας και της βιώσιμης επένδυσης.