Ανοίχτηκε η διαθήκη της φιλολόγου Στέλλας Κατσαράκη – Λουλάκη: Είχε διηγηθεί στην «Π» την συγκλονιστική ζωή της
Ανοίχτηκε η διαθήκη της σπουδαίας δωρήτριας Στέλλας Κατσαράκη - Λουλάκη

Η φιλόλογος Στέλλα Κατσαράκη – Λουλάκη, έγινε γνωστή σε όλη την Κρήτη από τις μεγάλες δωρεές της σε εκκλησία, νοσοκομεία και πανεπιστημιακά ιδρύματα, στη μνήμη του συζύγου και των δύο παιδιών της που χάθηκαν πρόωρα.

Η ίδια έφυγε από την ζωή τον Ιούνιο του 2025 και πριν λίγες μέρες ανοίχτηκε η διαθήκη της, η οποία συντάχθηκε στις 10-12-2015, στην συμβολαιογράφο κυρία Βασιλάκη.

Σύμφωνα με την επιθυμία της, παραχωρεί οικόπεδο έκτασης 6.867,53 μ2 στο Δημοτικό Σχολείο της Άρβης, το παραθαλάσσιο χωρίο του Δήμου Βιάννου.

Στην δημόσια διαθήκη, η οποία δημοσιεύθηκε πριν από λίγες ημέρες από το Πρωτοδικείο Ηρακλείου, στις 31 Οκτωβρίου του 2025, η σπουδαία δωρήτρια κάνει μνεία στο ακίνητο του Μασταμπά, που μεταβίβασε αργότερα (2017) και με συμβόλαιο στην εκκλησία, ενώ παραχωρεί ένα οικόπεδο – φιλέτο στο Δημοτικό Σχολείο της Άρβης, το οποίο βρίσκεται στο καλύτερο σημείο του χωριού, με πανοραμική θέα σε όλο τον κόλπο.

Οικόπεδο - φιλέτο στο Δημοτικό Σχολείο Άρβης

Η ίδια, μαζί με την αδελφή της Αικατερίνη Λυριντζάκη, η οποία απεβίωσε το 2020, είχαν παραχωρήσει και ένα άλλο οικόπεδο εντός του οικισμού της Άρβης στον Πολιτιστικό Σύλλογο του χωριού, περίπου ένα στρέμμα, στην μνήμη των γονιών της.

Οι άνθρωποι αυτοί, έζησαν και μεγαλούργησαν τα περισσότερα χρόνια της ζωής τους σε αυτόν τόπο. Μάλιστα ο πατέρας τους, Σταύρος Λουλάκης, γνωστός για την αντιστασιακή του δράση, διετέλεσε για πολλά χρόνια γυμνασιάρχης στην Βιάννο.

Τρία θετά παιδιά

Σύμφωνα με τη διαθήκη, την υπόλοιπη περιουσία της την αφήνει κατά το μεγαλύτερο ποσοστό στην οικογένεια του ανιψιού της, Τιμοθέου Λυριντζάκη και κατά ένα ποσοστό στον άλλο ανιψιό της, Σταύρο Λυριντζάκη, παιδιά της αδελφής της.

Με δικαστικές αποφάσεις είχε υιοθετήσει τόσο τον Τιμόθεο Λυριντζάκη και την σύζυγό του Μαρία, όσο και την σύζυγο του Σταύρου Λυριντζάκη, Ειρήνη, έχοντας με τον τρόπο αυτό τρία θετά παιδιά.

Η συγκλονιστική ιστορία τής ζωής της, όπως τη διηγήθηκε στην «Π»

Η Στέλλα Κατσαράκη – Λουλάκη, μίλησε για πρώτη και τελευταία φορά στη ζωή της στην εφημερίδα «Πατρίς» και μοιράστηκε μαζί μας τη συγκλονιστική ιστορία της ζωής της.

Τον Μάιο του 2017, που την επισκεφθήκαμε στο σπίτι της στο κέντρο του Ηρακλείου, το τηλέφωνο της τότε 90χρονης φιλολόγου, δεν σταματούσε να χτυπά.

Συγγενείς, φίλοι, γνωστοί, όχι μόνο από το Ηράκλειο, αλλά ολόκληρη την  Κρήτη, της τηλεφωνούν για να της πουν λίγα λόγια αγάπης και συμπάθειας για την απόφασή της να δώσει ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας της σε πανεπιστημιακά ιδρύματα, την εκκλησία, νοσοκομεία, για τη σκέψη της να στηρίζει ανθρώπους που έχουν ανάγκη.

«Τα σάβανα δεν έχουν τσέπες. Κι έπειτα ο πόνος, οι πίκρες, σε κάνουν καλύτερο άνθρωπο, σε μαλακώνουν, σου δημιουργούν την ανάγκη να σκύψεις και να βοηθήσεις τον διπλανό σου», μας είπε με τη σοφία των 90 χρόνων της η Σ. Κατσαράκη και μοιράστηκε μαζί μας τον αγώνα και τις αγωνίες μιας ολόκληρης ζωής.

«Σας ανοίγω την καρδιά μου»

«Σας ανοίγω την καρδιά μου, γιατί πάντα για μένα αυτό που λέμε τα “εν οίκω μη εν δήμω“ ήταν τρόπος ζωής» είπε και μας εξιστόρησε τα όσα πέρασε η ίδια και όλη της η οικογένεια μετά τη γέννηση του  Σταύρου, του δεύτερου παιδιού της:

«Γεννήθηκα στη Βιάννο, ο πατέρας μου Σταύρος Λουλάκης ήταν επίσης εκπαιδευτικός και σπουδαίος αγωνιστής. Και στα άρματα και στα γράμματα.

Αποφάσισα να γίνω κι εγώ φιλόλογος και σπούδασα στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Δίδαξα σε πολλά σχολεία και παντρεύτηκα τον επίσης φιλόλογο Γιάννη Κατσαράκη, έναν καλό και δραστήριο άνθρωπο.

Αποκτήσαμε δύο παιδιά, τον Γιώργο και τον Σταύρο, και τα καμαρώναμε. Ζούσαμε μια καλή ζωή».

«Η αρρώστια – κεραυνός, που έπεσε πάνω μας»

«Όλα άλλαξαν όταν ο Σταύρος έγινε 15 ετών.  Ήταν έναν έξυπνο, ομιλητικό, κοινωνικό παιδί, ένας καλός μαθητής γυμνασίου, ένα θαυμάσιο αγόρι.

Ξαφνικά, την πρώτη ημέρα του Αγιασμού, στο σχολείο άρχισε να μας λέει “Φοβάμαι, φοβάμαι πολύ, δεν μπορώ να πάω στο σχολείο, έχω δαιμόνια μέσα μου“. Αμέσως κατάλαβα ότι συμβαίνει κάτι σοβαρό. Τρέξαμε εκεί που έπρεπε να πάμε. Σε έναν καλό ψυχίατρο.

Αφού τον εξέτασε, χωρίς περιστροφές μάς είπε ότι ο γιος μας πάσχει από ένα βαρύ ανίατο ψυχιατρικό νόσημα, ότι η κατάστασή του ήταν πολύ σοβαρή, ότι πρέπει να αρχίσει αμέσως φαρμακευτική αγωγή. Μας το είπε τόσο απότομα, που πάθαμε σοκ. Ήταν ένας κεραυνός που έπεσε πάνω στον Σταύρο και μας έκαψε όλους μέσα στο σπίτι».

Ο Γολγοθάς για την οικογένεια είχε μόλις αρχίσει. «Ήταν ένας Γολγοθάς χωρίς Ανάσταση», μας είπε η Σ. Κατσαράκη, η οποία συνέχισε να εξιστορεί τα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν και περιλάμβαναν εισαγωγές σε ψυχοθεραπευτήρια, πόνο και απέραντη θλίψη σε όλη την οικογένεια.

Τρεις θάνατοι, του συζύγου και των παιδιών της

Ο Γιάννης Κατσαράκης με τους γιους Γιώργο και Σταύρο

Η κατάσταση χειροτέρεψε ακόμη περισσότερο με τον θάνατο του συζύγου της το 1980, λόγω νεφρικής ανεπάρκειας. «Όταν έχασα τον άνδρα μου, συνειδητοποίησα ότι έχω να σηκώσω μόνη μου ένα τεράστιο βάρος. Δεν ήθελα να καταρρεύσω, γιατί είχα ανθρώπους να στηρίξω. Τα δυο παιδιά μου.

Ο Σταύρος ήταν 25 χρόνια άρρωστος. Όλοι οι γιατροί -γιατί πήγαμε σε πολλούς και στους καλύτερους- μας έλεγαν ότι πρέπει να νοσηλεύεται και να παρακολουθείται στενά, να παίρνει πάντα τα φάρμακά του, γιατί η κατάστασή του ήταν από τις πολύ σοβαρές, γιατί δεν είναι βέβαια όλες οι περιπτώσεις ίδιες.

Τα τελευταία 10 χρόνια της ζωής του, τον είχαμε πάει στο καλύτερο ιδιωτικό ψυχιατρικό κατάστημα που υπήρχε τότε στην Αθήνα, με σπουδαίους πανεπιστημιακούς γιατρούς.

Επί 10 χρόνια, 15 ημέρες κάθε μήνα βρισκόμουν στην Αθήνα για να είμαι δίπλα του να τον βλέπω, να μιλάμε, να πηγαίνουμε βόλτες.

Τις υπόλοιπες 15 ημέρες έτρεχα να γυρίσω στο Ηράκλειο για να συμπαραστέκομαι στον πρώτο γιο μου, τον Γιώργο, που ήταν τόσο πονεμένος και πικραμένος από όσα συνέβαιναν με τον αδελφό του.

Ο Γιώργος σπούδασε στην Ανώτατη Γεωπονική Σχολή Αθηνών και διορίστηκε στη Γεωργική Υπηρεσία του Ηρακλείου. Αλλά δεν μπόρεσε να σηκώσει το βάρος του Γολγοθά της οικογένειας και εγκατέλειψε τον εαυτό του.

Ο Σταύρος έφυγε από τη ζωή, στα 40 χρόνια του, λόγω παθολογικών προβλημάτων, το 1999. Ο Γιώργος πέθανε από την καρδιά του σε ηλικία περίπου 52 ετών, το 2008.

Τρεις θάνατοι μέσα σε ένα σπίτι από όπου είχε χαθεί το γέλιο, είχε χαθεί η χαρά και μια ζωή που είχε τη διαδρομή σπίτι – ψυχοθεραπευτήριο και ήταν βυθισμένη στη σιωπή».

Το στίγμα: «Ζούσα αποκομμένη από τον κόσμο»

«Ζούσα αποκομμένη από τον κόσμο, γιατί όλα αυτά τα χρόνια, τι να πεις σε συγγενείς και φίλους και τι να καταλάβουν. Μπορεί να μην το κουβέντιαζα… τι να έλεγα, κανένας δεν ρωτούσε αλλά όλοι ήξεραν…

Αυτή η προκατάληψη μακάρι να μην υπήρχε. Όλοι μας χρειαζόμαστε ανθρώπους δίπλα μας και δεν πρέπει οι ασθενείς και οι οικογένειές τους να νιώθουν στιγματισμένοι», τόνισε, υπογραμμίζοντας ότι σε τέτοιες περιπτώσεις ψυχικών νοσημάτων, βαριές ή ελαφρύτερες, οι άνθρωποι θα πρέπει να απευθύνονται αμέσως σε έναν ειδικό γιατρό, για να ζητήσουν βοήθεια».

«Νιώθω τους πονεμένους ανθρώπους»

Τότε, στα 90 χρόνια της, μας είχε πει ότι ζει μια ζωή γεμάτη. «Μου αρέσει να κάθομαι σπίτι, να διαβάζω, να βλέπω τηλεόραση, να λύνω σταυρόλεξα, να σκέφτομαι να γράφω. Έχω τόσα πολλά να κάνω, που δεν μου μένει χρόνος. Όλα αυτά που έχω βιώσει με έχουν κάνει να νιώθω τους πονεμένους ανθρώπους, να τους καταλαβαίνω, να θέλω να τους βοηθήσω».

«Αισθάνομαι γαλήνη προσφέροντας»

«Η οικογένειά μου και η οικογένεια του άνδρα μου, εργάστηκαν σκληρά και άφησαν μια μεγάλη περιουσία. Πουλάω ακίνητα και κάνω δωρεές». «Έτσι -μας είπε τότε- έκανα τη δωρεά των 100.000 ευρώ για υποτροφίες στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, έτσι θα γίνει η αγορά των ιατρικών μηχανημάτων στο Γαστρεντερολογικό Τμήμα του Βενιζελείου και θα δώσω άλλες 50.000 ευρώ σε άλλη κλινική του νοσοκομείου.

Όσο για την τριώροφη οικοδομή που έκανα δωρεά στον Ιερό Ναό της Παναγίτσας του Μασταμπά, έχω απόλυτη εμπιστοσύνη στους ανθρώπους της εκκλησίας ότι θα την αξιοποιήσουν άριστα, για να βοηθήσουν τον κόσμο».

«Σκοπεύω να συνεχίσω τις δωρεές στη μνήμη των δικών μου ανθρώπων και το μόνο που θέλω είναι να πιάνουν τόπο», μας είπε η δωρήτρια,  που στα 90 χρόνια της είχε ένα κοφτερό μυαλό, αγάπη για τη ζωή και καλοσύνη που συγκινούσε.

«Νιώθω ανακούφιση και εσωτερική γαλήνη όταν προσφέρω στη μνήμη των παιδιών μου.  Με αυτές τις αξίες τα ανέθρεψα», ανέφερε και συμπλήρωσε: «Είμαι σίγουρη ότι και εκείνα, θα έκαναν το ίδιο.»