Όλο και πιο βαθιά αναγκάζονται να βάλουν το χέρι στην τσέπη οι Ηρακλειώτες, για να προμηθευτούν τα απαραίτητα φρούτα και λαχανικά του καθημερινού τους τραπεζιού. Οι αυξήσεις των τελευταίων μηνών φτάνουν ακόμη και το 77%, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Διεύθυνσης Ανάπτυξης της Περιφερειακής Ενότητας Ηρακλείου, για το διάστημα Μαΐου – Οκτωβρίου 2025.
Η τουριστική περίοδος, οι καύσωνες του καλοκαιριού και η αυξημένη τιμή των καυσίμων, ανέβασαν αισθητά το κόστος στα περισσότερα βασικά οπωροκηπευτικά. Η αγορά κινήθηκε με διαρκείς μεταπτώσεις και μια σταθερή τάση ανόδου, κάνοντας την εβδομαδιαία λαϊκή αγορά στο Ηράκλειο να μοιάζει όλο και περισσότερο με «πολυτελές σούπερ μάρκετ».
Οι πίνακες της Διεύθυνσης Ανάπτυξης Π.Ε. Ηρακλείου αποτυπώνουν ξεκάθαρα μια εικόνα θερινής ακρίβειας και φθινοπωρινής αστάθειας: οι ντομάτες, οι πατάτες και τα κολοκύθια παραμένουν στις κορυφές των τιμών, ενώ τα προϊόντα εποχής, όπως τα σταφύλια και τα ροδάκινα, εμφανίζουν απότομες αυξομειώσεις.
Ντομάτα, το «βαρόμετρο» της αγοράς
Καμία άλλη τιμή δεν αποτυπώνει καλύτερα τη δυναμική της αγοράς όσο η ντομάτα. Από τον Μάιο μέχρι τον Αύγουστο, η μέση τιμή κυμάνθηκε γύρω στα 2,60 ευρώ το κιλό, με κορυφώσεις που ξεπέρασαν τα 3 ευρώ στις αρχές του καλοκαιριού.
Οι υψηλές θερμοκρασίες μείωσαν την παραγωγή, ενώ οι τουριστικές ανάγκες απορρόφησαν μεγάλο μέρος της παραγωγής νωρίς, αφήνοντας τα ράφια της λιανικής «στεγνά». Το αποτέλεσμα ήταν ένα ντόμινο αυξήσεων που άρχισε να αποκλιμακώνεται μόλις τον Οκτώβριο, όταν οι νέες φυτεύσεις έφεραν μεγαλύτερη επάρκεια.
Πατάτα με σταθερά ψηλή τιμή
Η πατάτα διατήρησε σταθερά υψηλές τιμές σε όλη τη διάρκεια του εξαμήνου. Με μέσο όρο 1,90-2,00 ευρώ/κιλό, δεν έδειξε ουσιαστική αποκλιμάκωση ούτε το φθινόπωρο. Οι παραγωγοί επικαλούνται το ακριβό πετρέλαιο και το μεταφορικό κόστος από τις βόρειες περιοχές, ενώ το ντόπιο προϊόν είχε μικρότερη διάθεση λόγω χαμηλής απόδοσης και αυξημένων εξαγωγών προς τουριστικές περιοχές.
Η πατάτα, αν και «αθόρυβη» σε μεταβολές, αποτελεί δείκτη κόστους ζωής: σταθερά ακριβή, χωρίς εντυπωσιακά σκαμπανεβάσματα, αλλά και χωρίς πραγματική αποκλιμάκωση.
Αγγούρι και κολοκύθι
Στην καρδιά του καλοκαιριού, τα αγγούρια και τα κολοκύθια έζησαν τη δική τους περιπέτεια τιμών. Το αγγούρι, που ξεκίνησε στα 1,20 ευρώ, έφτασε να πωλείται 2,30 ευρώ/κιλό τον Ιούλιο, για να επιστρέψει σταδιακά κοντά στο 1,60 τον Σεπτέμβριο.
Παρόμοια πορεία και στα κολοκύθια: τιμές έως και 2,70 ευρώ/κιλό τον Ιούνιο, με μέσο όρο γύρω στα 2,10. Οι διακυμάνσεις αποδόθηκαν στη θερμική πίεση που μείωσε τη διάρκεια ζωής των προϊόντων και στην αυξημένη ζήτηση από ξενοδοχεία και εστιατόρια.
Μαρούλια και χόρτα
Το μαρούλι αποδείχτηκε εξαιρετικά ευαίσθητο στο καλοκαίρι. Από τα 0,75 ευρώ το τεμάχιο τον Μάιο, εκτοξεύτηκε στα 1,30-1,40 ευρώ τον Ιούλιο, πριν σταθεροποιηθεί ξανά το φθινόπωρο. Οι παρατεταμένοι καύσωνες του Ιουνίου και του Ιουλίου έκαναν τη διατήρηση του προϊόντος δύσκολη, ενώ οι ποσότητες από θερμοκήπια δεν επαρκούσαν για την κάλυψη της αυξημένης ζήτησης.
Αντίστοιχα, στα χόρτα εποχής (σπανάκι, λάπαθα, ρόκα) παρατηρήθηκαν αυξήσεις άνω του 20% μέσα σε δύο μήνες. Οι παραγωγοί της Μεσσαράς και των Μαλίων μιλούν για ένα «δύσκολο καλοκαίρι», με χαμηλές αποδόσεις και υψηλό κόστος νερού.
Ακριβά και τα φρούτα
Η φρουτένια πλευρά του εξαμήνου αποδείχτηκε εξίσου ευμετάβλητη. Τα σταφύλια έφτασαν τα 2,80 ευρώ/κιλό στις αρχές Σεπτεμβρίου, ενώ τα ροδάκινα και τα βερίκοκα κινήθηκαν σε υψηλά επίπεδα (1,90-2,20 ευρώ/κιλό).
Οι καρπούζια και τα πεπόνια, που παραδοσιακά ρίχνουν το μέσο κόστος του καλοκαιρινού καλαθιού, συγκράτησαν εν μέρει την ακρίβεια, όμως κι εκεί οι αυξήσεις στα μεταφορικά επιβάρυναν τις τελικές τιμές.
Η εικόνα της φθινοπωρινής περιόδου, με τα πρώτα μήλα και ακτινίδια, έφερε σταδιακά σταθερότητα, αλλά χωρίς επιστροφή στις τιμές προ του καλοκαιριού.
Οι αιτίες πίσω από το κύμα ακρίβειας
Η έκρηξη των τιμών δεν οφείλεται μόνο στον τουρισμό ή στα καύσιμα. Οι ειδικοί της αγοράς επισημαίνουν μια σειρά παραγόντων που διαμορφώνουν τη νέα πραγματικότητα:
- Κλιματική αστάθεια: Οι παρατεταμένοι καύσωνες μείωσαν τη διάρκεια ζωής και τις αποδόσεις των προϊόντων.
- Ενέργεια και μεταφορές: Το κόστος καυσίμων και ηλεκτρισμού αυξάνει την τελική τιμή έως και 7%.
- Έλλειψη εργατικών χεριών: Καθυστέρηση συγκομιδών και αύξηση απορρίψεων.
- Τουριστική κατανάλωση: Απορροφά μεγάλο ποσοστό της τοπικής παραγωγής.
