Αυξήσεις-«φωτιά» στα κρέατα συνθέτουν την πιο εκρηκτική εικόνα της τελευταίας τριετίας, στην αγορά του Ηρακλείου. Από τον Οκτώβριο του 2022 έως σήμερα, οι τιμές σε βασικά είδη κρέατος έχουν εκτοξευθεί από 15% έως και 65%, με το βόειο να πρωταγωνιστεί στις ανατιμήσεις και το αρνί να ακολουθεί ανοδικά. Στα ράφια και στα κρεοπωλεία, το βόειο χωρίς κόκαλα φτάνει πλέον τα 16 έως 18 ευρώ το κιλό, ενώ το αρνί κυμαίνεται γύρω στα 13 ευρώ, επιβαρύνοντας σημαντικά το οικογενειακό τραπέζι.
Όμως, πίσω από τα ποσοστά βρίσκονται οι ίδιοι οι επαγγελματίες της αγοράς, που προσπαθούν να συγκρατήσουν τις τιμές και να κρατήσουν την εμπιστοσύνη των πελατών τους. Οι 120 κρεοπώλες του Νομού Ηρακλείου, μέλη του συλλόγου τους, δίνουν τη δική τους μάχη με την ακρίβεια, απορροφώντας μέρος του κόστους και επιμένοντας στην ποιότητα. Όπως αναφέρει ο πρόεδρός τους, Λευτέρης Ντουράκης, «εμείς είμαστε που ακούμε πρώτοι τα παράπονα του κόσμου». Με την εγχώρια παραγωγή να μην ξεπερνά το 2% στο βόειο και την κτηνοτροφία να φθίνει, η ακρίβεια δεν είναι πια συγκυριακή -είναι το νέο καθεστώς της αγοράς κρέατος.
Η μάχη των κρεοπωλών σε δύσκολες συνθήκες
Ενώ η ακρίβεια στα κρέατα συνεχίζει να πιέζει τα νοικοκυριά, τη δική τους «μάχη επιβίωσης» δίνουν καθημερινά και οι 120 κρεοπώλες του Νομού Ηρακλείου, μέλη του τοπικού Συλλόγου τους.
Όπως τονίζει ο πρόεδρος του Συλλόγου, Λευτέρης Ντουράκης, οι επαγγελματίες του κλάδου προσπαθούν με κάθε τρόπο να συγκρατήσουν τις τιμές, απορροφώντας μέρος του αυξημένου κόστους, ώστε να προσφέρουν στους πελάτες τους την καλύτερη δυνατή ποιότητα σε προσιτές τιμές.
«Εμείς είμαστε αυτοί που ακούμε τα παράπονα των καταναλωτών, γιατί είμαστε οι άνθρωποι που τους λέμε την τελική τιμή στο ταμείο», επισημαίνει ο κ. Ντουράκης.
«Η τιμή είναι πράγματι αυξημένη -δεν μπορούμε να το κρύψουμε. Σήμερα στα κρεοπωλεία του Ηρακλείου, το βόειο χωρίς κόκαλα κυμαίνεται από 16 έως 18 ευρώ το κιλό. Παρ’ όλα αυτά, ο κόσμος εξακολουθεί να το αγοράζει, έστω σε μικρότερες ποσότητες».
Ο πρόεδρος των Κρεοπωλών αναδεικνύει μια διαχρονική αδυναμία της ελληνικής κτηνοτροφίας:
«Αν υπήρχε παραγωγή βοείων στην Ελλάδα, η κατάσταση θα ήταν σαφώς καλύτερη. Όμως, δεν υπάρχουν εκτροφές, με αποτέλεσμα το 80% του βοείου κρέατος στη χώρα να είναι εισαγόμενο. Στην Κρήτη ειδικά, η τοπική παραγωγή δεν ξεπερνά το 2% από αυτό που καταναλώνεται».
Ο ίδιος σημειώνει πως αυτό το πρόβλημα θα μπορούσε να είχε προληφθεί, εάν τα προηγούμενα χρόνια είχε υπάρξει σχεδιασμός για σταβλισμένη βοοτροφία:
«Την τελευταία δεκαετία δεν έγινε καμία σοβαρή προσπάθεια ανάπτυξης του τομέα. Έτσι, σήμερα βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα σύστημα που βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά στις εισαγωγές, και άρα στις διεθνείς διακυμάνσεις τιμών».
Η αύξηση των τιμών δεν περιορίζεται στο βόειο.
Όπως εξηγεί ο κ. Ντουράκης, τα αρνιά και τα κατσίκια ακολουθούν επίσης ανοδική πορεία:
«Οι τιμές των αιγοπροβάτων έχουν αυξηθεί, κυρίως επειδή η παραγωγή δεν επαρκεί. Η Κρήτη συνεχίζει να εξάγει αρνιά και κατσίκια, όμως η προσφορά έχει μειωθεί, καθώς πολλά ζώα καταστράφηκαν λόγω της ευλογιάς στην υπόλοιπη Ελλάδα».
Το αποτέλεσμα είναι να ανεβαίνει η τιμή του εγχώριου κρέατος, ενώ παράλληλα τα κόστη παραγωγής παραμένουν υψηλά: οι ζωοτροφές, η ενέργεια και οι μεταφορές επιβαρύνουν το κάθε κιλό που φτάνει στο ράφι. Παρά την ακρίβεια, ορισμένα προϊόντα δείχνουν σταθερή πορεία ζήτησης.
Το χοιρινό παραμένει το πιο προσιτό, ενώ ιδιαίτερα καλά πηγαίνουν τα παράγωγα κρέατος που βασίζονται σε τοπικές συνταγές:
το απάκι, τα σύγλινα και τα καπνιστά προϊόντα Κρήτης, που πλέον χρησιμοποιούνται όλο τον χρόνο, όχι μόνο τις γιορτές.
Το αυξημένο κόστος παραγωγής
Οι αυξήσεις, πάντως, δεν ξεκινούν από το κρεοπωλείο, αλλά από το χωράφι και τη στάνη.
«Οι κτηνοτρόφοι έχουν δηλώσει επανειλημμένα ότι δεν μπορούν να αντέξουν το σημερινό κόστος παραγωγής.
Οι ζωοτροφές είναι ακριβότερες στην Κρήτη, τα καύσιμα παραμένουν στα ύψη και το εισόδημά τους δεν επαρκεί», λέει ο κ. Ντουράκης.
Η κατάσταση επιδεινώνεται, όπως προσθέτει, επειδή εγκαταλείπεται σταδιακά η αιγοπροβατοτροφία:
«Όταν ένας μεγάλος κτηνοτρόφος αποχωρεί, δεν αντικαθίσταται πάντα από κάποιον νεότερο. Άλλοι μειώνουν τα κοπάδια τους, κρατώντας λιγότερα ζώα. Έτσι, η παραγωγή φθίνει χρόνο με τον χρόνο».
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, οι κρεοπώλες του Ηρακλείου προσπαθούν να κρατήσουν ζωντανή τη σχέση εμπιστοσύνης με τους πελάτες τους.
Προσφέρουν όσο το δυνατόν καλύτερες τιμές, απορροφούν μέρος του κόστους και επιμένουν στην ποιότητα.
«Η μάχη με την ακρίβεια δεν δίνεται μόνο από τους καταναλωτές, αλλά και από εμάς», τονίζει ο κ. Ντουράκης.
«Είμαστε ο τελευταίος κρίκος της αλυσίδας, αυτός που αντικρίζει τον πελάτη.
Και αυτόν τον πελάτη θέλουμε να τον κρατήσουμε κοντά μας, με τιμές δίκαιες και προϊόν που να αξίζει τα λεφτά του».
Το βόειο διπλασιάστηκε, το αρνί πλησιάζει τα 13 ευρώ, ενώ το μοσχάρι έγινε «πολυτέλεια»
Αυξήσεις, που αγγίζουν τα όρια του εξωπραγματικού, καταγράφουν οι τιμές του κρέατος την τελευταία τριετία στην Περιφερειακή Ενότητα Ηρακλείου.
Από τον Οκτώβριο του 2022 μέχρι και τον Οκτώβριο του 2025, οι τιμές αυξήθηκαν από 15% έως και 65%, μεταβάλλοντας δραματικά τον οικογενειακό προϋπολογισμό.
Τα στοιχεία της Περιφέρειας Κρήτης (Διεύθυνση Ανάπτυξης-Τμήμα Εμπορίου) αποτυπώνουν με ακρίβεια την άνοδο: το φθηνό κοτόπουλο, το «σταθερό» χοιρινό, το μοσχάρι και το αρνί έχουν ακριβύνει αισθητά, ενώ το βοδινό κρέας έχει εξελιχθεί σε είδος πολυτελείας.
Το 2022, το μπούτι κοτόπουλου κόστιζε 3,85 ευρώ το κιλό, ενώ το ολόκληρο κοτόπουλο 3,62 ευρώ.
Τον Οκτώβριο του 2025, οι ίδιες κατηγορίες διαμορφώνονται στα 4,46 και 4,42 ευρώ/κιλό αντίστοιχα.
Η αύξηση ξεπερνά το 15%, χωρίς σημάδια αποκλιμάκωσης.
Οι εκτροφείς αποδίδουν τη διαφορά σε ζωοτροφές που αυξήθηκαν 30%, ενεργειακό κόστος και μεταφορικά που διογκώθηκαν από τη διεθνή αναταραχή.
Το κοτόπουλο παραμένει η πιο οικονομική επιλογή, ωστόσο έχει πάψει να είναι «φτηνό» είδος για το εβδομαδιαίο τραπέζι.
Μοσχάρι: Ο πρωταθλητής της ακρίβειας
Καμία άλλη κατηγορία δεν ανέβηκε τόσο σταθερά και απότομα όσο το μοσχάρι.
Το μπούτι άνευ οστού (Α/Ο) από 10,25 ευρώ/κιλό το 2022, φτάνει στα 15,48 ευρώ το 2025, αύξηση 51%.
Ακόμη μεγαλύτερη άνοδος παρατηρείται στο νουά, που εκτινάχθηκε από 9,65 ευρώ στα 15,99 ευρώ (+65%).
Η άνοδος αυτή δεν οφείλεται μόνο στο κόστος παραγωγής.
Η μειωμένη εγχώρια παραγωγή, τα ακριβότερα μεταφορικά για εισαγωγές, αλλά και η απορρόφηση ποιοτικού κρέατος από τον τουρισμό, έχουν ωθήσει τις τιμές σε επίπεδα που θυμίζουν χώρες της Κεντρικής Ευρώπης.
Πλέον, το μοσχάρι έχει μετατραπεί σε προϊόν πολυτελείας για το μέσο νοικοκυριό.
Χοιρινό: Ανθεκτικό, αλλά όχι «φτηνό»
Το μπούτι χοιρινό Α/Ο από 5,80 ευρώ/κιλό το 2022 διαμορφώθηκε στα 6,70 ευρώ το 2025, με αύξηση περίπου 15,5%.
Αν και πιο συγκρατημένη, η μεταβολή αυτή δεν αφήνει ανεπηρέαστους τους καταναλωτές, αφού πρόκειται για το πιο διαδεδομένο κρέας στην αγορά.
Ωστόσο, η παρατεταμένη ενεργειακή κρίση και οι ανατιμήσεις στις μεταφορές επηρεάζουν σταθερά την τιμή του κιλού.
Το χοιρινό έχει γίνει πλέον «μεσαία επιλογή», φθηνότερο από το μοσχάρι, αλλά όχι οικονομικό όπως άλλοτε.
Διπλασιασμός τιμών στο βοδινό κρέας
Η εντυπωσιακότερη μεταβολή της τετραετίας αφορά το βόειο κόντρα (Μ/Ο).
Από 6,30 ευρώ/κιλό τον Οκτώβριο του 2022, έφτασε στα 17,90 ευρώ/κιλό το 2025, μια εκτόξευση άνω του 65%.
Το βόειο έχει γίνει πλέον είδος πολυτελείας. Οι έμποροι μιλούν για «αγορά δύο ταχυτήτων», καθώς οι καταναλωτές περιορίζονται σε μικρότερες ποσότητες ή σε φθηνότερα κομμάτια.
Ως αιτίες αναφέρονται το αυξημένο κόστος μεταφοράς και περιορισμένες εισαγωγές και η απουσία επαρκούς εγχώριας παραγωγής.
Αρνί: Από το παραδοσιακό στο απλησίαστο
Το αρνί, που το 2022 πωλούταν 9,50 ευρώ/κιλό, έφτασε στα 12,99 ευρώ/κιλό τον Οκτώβριο του 2025.
Η συνολική άνοδος κατά 37% καθιστά το παραδοσιακό κρέας των γιορτών πολυτελή επιλογή.
Η μείωση των κοπαδιών στην Κρήτη, οι θανατώσεις πολλών ζώων εξαιτίας της ευλογιάς στην υπόλοιπη Ελλάδα, οι υψηλές τιμές ζωοτροφών και η αύξηση των εξαγωγών ελληνικού αρνιού έχουν περιορίσει την εγχώρια προσφορά.
Το αποτέλεσμα είναι ένα προϊόν που, από το Πάσχα ως τα Χριστούγεννα, πωλείται πλέον σε τιμές που ξεπερνούν το 13 ευρώ το κιλό, πιέζοντας νοικοκυριά και επαγγελματίες εστίασης.
Οι τιμές το τελευταίο εξάμηνο
Το εξάμηνο Μαΐου-Οκτωβρίου χαρακτηρίστηκε από αύξηση τιμών σε όλα σχεδόν τα είδη, με κορύφωση τον Οκτώβριο.
Η μεγαλύτερη ποσοστιαία άνοδος εντοπίζεται στο βόειο και στο μοσχαρίσιο, ενώ το χοιρινό εμφάνισε τις πιο ασταθείς τιμές, αντικατοπτρίζοντας τον ανταγωνισμό των εισαγωγών.
Τα δελτία τιμών του 2025 δείχνουν ότι η αγορά δεν σταθεροποιήθηκε από τον Μάιο ως τον Οκτώβριο της τρέχουσας χρονιάς, ενώ τα συμπεράσματα που καταγράφονται είναι:
- Το μοσχάρι αυξήθηκε κατά περίπου 10%.
- Το βόειο εκτοξεύθηκε κατά 43%.
- Το αρνί κινήθηκε επίσης ανοδικά, περίπου +4%.
- Μόνο το κοτόπουλο και το χοιρινό κράτησαν σταθερές τιμές.
