Έχουμε την άποψη ότι το θέμα της ύπαρξης ή μη του «κρυφού σχολειού» δεν επιδέχεται μία και αποκλειστική ερμηνεία, π.χ. μόνον ιστορική. Μάλιστα θεωρούμε ότι πρόκειται για μία εν μέρει πραγματικότητα, που στο διαρρεύσαν χρονικό διάστημα έγινε εν μέρει μύθος, και που τα τελευταία χρόνια επιχειρείται, αντί έστω να απομυθοποιηθεί, να αποδομηθεί τελείως.
Αυτοί που υποστηρίζουν ότι δεν υπήρξε κρυφό σχολειό, προφανώς κρίνουν τις Οθωμανικές (εκπαιδευτικές και διοικητικές) συνθήκες της εποχής με όρους όχι του 1821 αλλά του 2021: η άρτια διοικητική και φιλελεύθερη εκπαιδευτική πολιτική της Υψηλής Πύλης δεν άφηνε ζωτικό χώρο για την ανάπτυξη φαινομένων όπως το κρυφό σχολειό, καθιστώντας συνεπώς εντελώς περιττή την ύπαρξή του. Το παραπάνω με την έννοια ότι, αφού το «ντοβλέτι» σε αφήνει ελεύθερο να λειτουργήσεις απρόσκοπτα φανερά σχολεία, γιατί, βρε ζευζέκη, καταφεύγεις στα κρυφά! Εκτός κι αν δεχτούμε, όλα είναι πλέον πιθανά, ότι επί Οθωμανοκρατίας δεν υπήρχε καταπίεση των ραγιάδων στον Ελλαδικό χώρο. Είναι όμως έτσι;
Είναι γεγονός ότι οι Οθωμανοί σαν κράτος, μη έχοντας ούτως ή άλλως καλή σχέση ούτε με την εκπαίδευση ούτε με την παιδεία, δεν ασχολήθηκαν θεσμικά και σε μόνιμη βάση με την εκπαίδευση των Ελλήνων, αλλά μόνον περιστασιακά και εξ αντανακλάσεως. Δηλαδή:
Περιστασιακά, όταν, με μπαξίσια, χρηματισμούς, ταξίματα και δώρα, έλεγαν το ναι στη δημιουργία ή την λειτουργία σχολείων των υπόδουλων Ελλήνων, οι οποίοι, όπως και σήμερα άλλωστε, φαίνεται ότι είχαν από πάντα το «ψώνιο» να βάζουν το χέρι τους βαθειά στην τσέπη για τη μόρφωση των παιδιών τους. Ως εκ τούτου δεν ανταποκρίνεται εντελώς στην αλήθεια ότι η Οθωμανική αυτοκρατορία κατά την μακραίωνη δεσποτεία της επέτρεπε την ελεύθερη δημιουργία ή την απρόσκοπτη λειτουργία σχολείων στους Έλληνες. Δεν πρέπει να μας μπερδεύει το γεγονός της αμέσως μετά την άλωση ανακήρυξης του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ως αρχηγού του μιλλέτ των Ρωμιών και συνομιλητή του Σουλτάνου, με αρμοδιότητες όχι μόνον θρησκευτικές αλλά και δικαστικές και εκπαιδευτικές κ.λπ. Η κατάσταση στις επαρχίες της αχανούς Οθωμανικής αυτοκρατορίας, μεταξύ των οποίων και οι Ελλαδικές, δεν είχε καμία σχέση ούτε με την Κωνσταντινούπολη ούτε με την Μεγάλη του Γένους Σχολή. Στην πραγματικότητα εκ μέρους της επίσημης Οθωμανικής αυτοκρατορίας δεν υπήρξε ποτέ θεσμοθετημένη κεντρική και πάγια θέση για την εκπαίδευση (και των Οθωμανοπαίδων γενικότερα), πράγμα το οποίο συνέβαινε από πολύ νωρίτερα στη Δυτική Ευρώπη, όπου από πολύ πρώιμα λειτουργούσαν θεσμοθετημένα, όχι μόνον πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια σχολεία, αλλά και πανεπιστήμια.
Δεν υπήρχε λοιπόν θεσμοθετημένη θέση για ελεύθερη εκπαίδευση των ραγιάδων, αλλά ούτε και θεσμοθετημένη επίσημη και πάγια απαγόρευσή της. Αυτό που στην πραγματικότητα συνέβαινε είναι ότι, όπως σε όλα τα άλλα θέματα, πλην αυτού της φοροδότησης των υπηκόων το οποίο βασικά ενδιέφερε τους Τούρκους, το θέμα των Ελληνικών σχολείων απασχολούσε την Οθωμανική διοίκηση μόνον όταν με πρωτοβουλία των Ελλήνων ετίθετο θέμα ίδρυσης ή λειτουργίας σχολείων. Άρα όλως περιστασιακά, και μάλιστα μόνον για να επωφεληθούν οικονομικά οι αξιωματούχοι της Οθωμανικής διοίκησης, ζητώντας και παίρνοντας μεγάλα χρηματικά ποσά – πολλά πουγκιά άσπρα – συνηθέστατα για να κάνουν τα «στραβά μάτια» και σπανίως για να δώσουν πραγματικά σχετική άδεια.
Εξ αντανακλάσεως δε, διότι η περιστασιακή απαγόρευση υπήρχε πράγματι, όχι όμως για λόγους αντιεκπαιδευτικούς, αλλά είτε διότι οι πάντα συνομωσιολόγοι Τούρκοι, εύκολα πείθονταν ότι στα σχολεία των ραγιάδων Ελλήνων γίνονταν προπαγάνδα και προπαρασκευή για την επόμενη επανάστασή τους, είτε διότι απλούστατα ήθελαν μπαξίσι για την επαναλειτουργία τους.
Η ορθή λοιπόν απάντηση στο ερώτημα εάν υπήρξαν ή όχι κρυφά σχολειά είναι ότι δεν ήταν θεσμός, υπήρξαν όμως σε πολλές – πάμπολλες περιπτώσεις, είτε διότι περιστασιακά καταδιώκονταν από το Οθωμανικό κράτος και κυρίως από τους αξιωματούχους του, είτε διότι οι Ελληνικές κοινότητες βρίσκονταν σε αδυναμία να πληρώσουν μπαξίσι στον εκάστοτε αξιωματούχο της Οθωμανικής επαρχίας από τον οποίο εξαρτιόταν η ανοχή του στη λειτουργία φανερών σχολείων. Δεν ήταν δε καθόλου σπάνιο το φαινόμενο, το ίδιο σχολείο ενίοτε να λειτουργεί ως φανερό, όπως π.χ. μετά την Ρωσσοτουρκική συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρζή του 1770 με την οποία η Ρωσία αναγορεύτηκε σε προστάτη των δικαίων των Γραικών, και ενίοτε ως κρυφό, όπως π.χ. στις περιόδους των πολλών Ελληνικών επαναστάσεων.
Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, πράγματι οι Έλληνες κατέφευγαν στην ανεπίσημη και κατά το δυνατόν κρυφή λειτουργία τους, με φυσικό επακόλουθο αυτά να λειτουργούν σε μέρη σκοτεινά και απόμερα, που δεν μπορούσαν εύκολα να αποκαλυφθούν, όπως π.χ. στα απομονωμένα και απόμακρα συνήθως μοναστήρια, τα οποία ούτως ή άλλως λειτουργούσαν παγίως και για άλλες παράνομες διαδικασίες, όπως π.χ. κέντρα καταφυγής, περίθαλψης και τροφοδοσίας κλεφτών, επαναστατικά κέντρα κ.λπ.. Με δασκάλους, όπως είναι φυσικό, τους ιερωμένους, οι οποίοι κατά πάγια και αναμφισβήτητη παραδοχή, αποτελούσαν την μακράν όλων των άλλων, εκτός των Φαναριωτών, κατηγορία Ελλήνων μορφωμένων, αν και όχι πλήρως αλλά πλημμελώς. Σίγουρα πάντως δίδασκαν στους φτωχούς μαθητές τα γνωστά μας μέχρι πριν κάποιες δεκαετίες, «κολλυβογράμματα».
Όπως ακριβώς εξ άλλου γινόταν και με το κτίσιμο ή την λειτουργία των εκκλησιών. Ποτέ δεν απαγορεύτηκαν πλήρως από την επίσημη Οθωμανική διοίκηση, ποτέ όμως δεν επιτράπηκαν και ελεύθερα. Πάντα και πολλαπλώς, τόσον η οικοδόμησή τους όσο και η συνέχιση της λειτουργίας τους εξαρτιόταν από την διάθεση των άμεσα ενδιαφερομένων: το πουγκί των Ελλήνων πιστών και την πλεονεξία των Τούρκων αξιωματούχων. Ο κατά καιρούς μαζικός εξισλαμισμός Ρωμιών, κυρίως στην Θράκη, Μακεδονία, Ήπειρο και Κρήτη, μόνον σε ελεύθερη βούλησή τους δεν μπορεί να αποδοθεί.
Είναι αλήθεια βέβαια ότι τόσο το κρυφό σχολειό όσο π.χ. και ο «μετασχηματισμός» των μέχρι το 1821 κατοίκων, της Ελλαδικής γής, Γραικών ή Ρωμιών, σε Έλληνες, αποτελούν τις τελευταίες δεκαετίες πεδίο ιδεολογικής μάλλον παρά ιστορικής αντιπαράθεσης στη χώρα μας.
Η όποια συνεπώς ιδεολογική φόρτιση του καθενός μας για την Ελληνική επανάσταση ή η «politically correct» άποψή του για την Οθωμανική αυτοκρατορία, δεν πρέπει να αποβαίνει σε βάρος της σωστής προσέγγισης θεμάτων όπως η ύπαρξη του κρυφού σχολειού ή η γέννηση της Νεοελληνικής εθνικής ταυτότητας.
Σ.Σ. Και ένα αισθητικής και όχι ιστορικής φύσεως επιχείρημα: Η όντως μοναδικά αποδοθείσα ατμόσφαιρα στον ομώνυμο πίνακα του Νικολάου Γύζη, δεν θα ήταν τόσο πραγματική εάν το θέμα ήταν παντελώς ανύπαρκτο ή τόσο υποβλητική εάν ήταν σκέτος μύθος.