Μέχρι τα ξημερώματα δημοσιογράφοι και τηλεοπτικά δίκτυα περίμεναν μάταια τον Πρόεδρο των ΗΠΑ να μιλήσει στον προαύλιο χώρο του Λευκού Οίκου και στο μικρόφωνο που το γραφείο τύπου είχε στήσει, αναφορικά τόσο με το πολύωρο συμβούλιο ασφαλείας στην Ουάσιγκτον όσο και για το τηλεφώνημα του Αμερικανού Προέδρου με τον Μπέντζαμιν Νετανιάχου.
Την ίδια στιγμή σε μία αντίστοιχη ασυνήθιστα μακρά διαδικασία στο Ισραήλ, ο Πρωθυπουργός της χώρας και οι κορυφαίοι υπουργοί της Κυβέρνησής του όπως και οι επικεφαλής του Στρατού σχεδίαζαν κάτω από την ίδια «σιγή» τα επόμενα βήματα αναφορικά με την κρίση στη Μέση Ανατολή και συγκεκριμένα το Ιράν.
Μέσω διαρροών η Ουάσιγκτον σημείωσε πως ο Πρόεδρος της χώρας σήμερα είναι περισσότερο από ποτέ στο παρελθόν υπέρ της συνέχισης των βομβαρδισμών της Τεχεράνης αλλά και της ιρανικής μεθορίου και πως το σενάριο της Αμερικανικής εμπλοκής στην κρίση βρίσκεται ξεκάθαρα στο τραπέζι.
Κατά την αποχώρησή τους από τον Λευκό Οίκο τα κορυφαία στελέχη της Κυβέρνησης Τραμπ δεν άρθρωσαν το παραμικρό αρχικά, δίνοντας στίγμα πως ο ίδιος ο Πρόεδρος θα «καλύψει» όλες τις απορίες και θα απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις. Η τελική επιλογή Τραμπ να ανακοινώσει πως δεν θα μιλήσει καθόλου όλη την υπόλοιπη ημέρα για το ζήτημα ξεκάθαρα γέννησε περισσότερες ερωτήσεις από αυτές που απάντησε…
Ο Τραμπ σήμερα βρίσκεται μπροστά σε μία εξαιρετικά δύσκολη απόφαση όχι μόνο γιατί πρέπει να πάρει την απόφαση να γίνει ένας ακόμη Πρόεδρος που θα βάλει τις ΗΠΑ σε έναν πόλεμο στη Μέση Ανατολή αλλά και γιατί έχει ανοιχτά εδώ και αρκετά χρόνια εκφραστεί κάθετα ενάντια σε όποιον από τους προκατόχους του το έπραξε. Ο Τραμπ από το 2022 και μετά δημόσια έχει επικρίνει ακόμη και Ρεπουμπλικάνους Προέδρους που στο παρελθόν αποφάσισαν να μετέχουν σε πολεμικές επιχειρήσεις στη Μέση Ανατολή χαρακτηρίζοντας τις κινήσεις αυτές «καταστροφικές».
Ο Αμερικανός Πρόεδρος έχει μπροστά του μία κρίσιμη για το μέλλον του κόσμου – όπως τον ξέρουμε – επιλογή και φαίνεται διατεθειμένος να θυσιάσει ακόμη και την προεκλογική ρητορική του αναφορικά με τις εμπόλεμες συρράξεις, αυτή που πιστά ακολουθεί από την ημέρα που εξελέγη και αυτή πάνω στην οποία έχει οικοδομήσει και το σύνολο σχεδόν των ενεργειών του στην εξωτερική πολιτική. Ο Τραμπ θα πρέπει να κάνει στροφή 180 μοιρών στο εσωτερικό και να περάσει από το «εάν ήμουν εγώ Πρόεδρος δεν θα είχε ξεκινήσει κανένας πόλεμος» στο ξεκινάω και εγώ έναν από τους μεγαλύτερους του 21ου αιώνα…
Όποια κι αν είναι η απόφαση του Ντόναλντ Τραμπ – ο οποίος μεταξύ άλλων ζήτησε και ο ίδιος την εκκένωση της Τεχεράνης και δεν είχε κανένα πρόβλημα να αμφισβητήσει την αναφορά των υπηρεσιών του πως το Ιράν δεν είναι κοντά στην απόκτηση πυρηνικού όπλου – συντάχθηκε απόλυτα με το αφήγημα του Ισραήλ δίνοντας ένα μικρό δείγμα των προθέσεών του.
Το έργο που έχει μπροστά του ο Τραμπ είναι αρκετά περίπλοκο αλλά υπάρχει και νωπό προηγούμενο και αναλυτικός «οδηγός» τόσο για το τι ακολούθησε την προηγούμενη αμερικανική εμπλοκή στην περιοχή, όσο και τι συνέπειες είχαν πολιτικά όσοι πήραν την απόφαση. Σε ιστορικούς χρόνους άλλωστε το 2003 και το 1990 δεν είναι παρά μερικά «λεπτά» μακριά από το σήμερα.
Ο κρίσιμος «Γαλλοβρετανικός» παράγοντας
Το έργο των ΗΠΑ θα γίνει κατά τι ευκολότερο και το βάρος αισθητά ελαφρύτερο εάν στο «μπλοκ» που οικοδομείται τις τελευταίες ημέρες Γάλλοι και Βρετανοί πουν «oui» και «yes» στην αμερικανική πρόσκληση. Η Βρετανία που έχει ήδη ενισχύσει τις δυνάμεις της στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή μοιάζει ευκολότερο να πειστεί πως πρέπει να βρεθεί ξανά στο πλευρό των ΗΠΑ και του Ισραήλ προκειμένου το καθεστώς της Τεχεράνης να ηττηθεί.
Το Παρίσι στον αντίποδα μοιάζει και είναι σήμερα εξαιρετικά δύσκολο να συναινέσει όπως στις αρχές του 2000 σε αντίστοιχο αίτημα από ΗΠΑ και Βρετανία ο Πρόεδρος Σιράκ είχε διαχωρίσει πλήρως τη θέση του πριν την εισβολή στο Ιράκ. Ο Εμανουέλ Μακρόν δεν έχει την παραμικρή διάθεση να εμπλακεί σε έναν τέτοιο πόλεμο και υπάρχει μεγάλο ενδεχόμενο να πράξει ανοιχτά το αντίθετο από όσα σήμερα ο Τραμπ επιθυμεί ως στήριγμα.