Το 2019 η Ισλανδία εισήγαγε την τετραήμερη εβδομάδα εργασίας, επιβεβαιώνοντας σχεδόν έξι χρόνια αργότερα όλες τις προβλέψεις της Generation Z για ένα διαφορετικό εργασιακό μέλλον.
Αυτό που το 2015 ξεκίνησε ως μικρό πιλοτικό πρόγραμμα με περίπου 2.500 εργαζόμενους, εξελίχθηκε σε ένα εθνικό μοντέλο που σήμερα καλύπτει σχεδόν το 90% του εργατικού δυναμικού της χώρας. Η μεταρρύθμιση μείωσε τον εβδομαδιαίο χρόνο εργασίας από τις 40 στις 36 ώρες χωρίς καμία μείωση μισθού, ενώ η παραγωγικότητα όχι μόνο δεν μειώθηκε, αλλά σε ορισμένους τομείς σημείωσε ακόμη και άνοδο.
Η εκπαιδευτικός και ακτιβίστρια María Hjálmtýsdóttir τόνισε ότι η εφαρμογή του νέου ωραρίου υπήρξε καθολική επιτυχία και ότι για τη συντριπτική πλειονότητα των εργαζομένων η 36ωρη εβδομάδα σήμανε λιγότερο άγχος, περισσότερη ικανοποίηση από την εργασία και περισσότερο χρόνο για ζωή. Σε αντίθεση με το βελγικό μοντέλο, όπου οι 40 ώρες απλώς συμπιέστηκαν σε τέσσερις μεγαλύτερες ημέρες, η Ισλανδία διατήρησε το κανονικό ημερήσιο ωράριο, δημιουργώντας πραγματική ισορροπία ανάμεσα στη δουλειά και την ιδιωτική ζωή.
Παράλληλα, η περιβαλλοντική επιβάρυνση μειώθηκε λόγω λιγότερων μετακινήσεων και χαμηλότερης κατανάλωσης ενέργειας στους χώρους εργασίας. Οι Ισλανδοί αναφέρουν πλέον υψηλότερη ποιότητα ζωής και περισσότερο χρόνο για προσωπική ανάπτυξη, επιβεβαιώνοντας ότι η εργασία μπορεί να λειτουργεί συμπληρωματικά προς τη ζωή και όχι να την απορροφά.
Η επιτυχία του εγχειρήματος ενέπνευσε ανάλογες πρωτοβουλίες σε χώρες όπως η Γερμανία, η Πορτογαλία, η Ισπανία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Καθώς πλησιάζουμε στο μέσον της δεκαετίας του 2020, το παράδειγμα της Ισλανδίας αποτελεί πλέον υπόδειγμα για ένα νέο εργασιακό μοντέλο που συνδυάζει ανθρώπινη ευημερία και οικονομική βιωσιμότητα.
Όσα κάποτε θεωρήθηκαν αισιόδοξες προβλέψεις—τεχνολογική ευελιξία, βελτιωμένη ισορροπία ζωής και εργασίας, ενίσχυση της ψυχικής υγείας—έχουν μετατραπεί σε απτές, μετρήσιμες πραγματικότητες. Το ισλανδικό μοντέλο δείχνει ότι μια πιο ανθρώπινη και βιώσιμη εργασιακή κουλτούρα όχι μόνο είναι εφικτή, αλλά μπορεί να λειτουργήσει προς όφελος όλων: εργαζομένων, επιχειρήσεων και κοινωνίας.
Παράλληλα, η περιβαλλοντική επιβάρυνση μειώθηκε λόγω λιγότερων μετακινήσεων και χαμηλότερης κατανάλωσης ενέργειας στους χώρους εργασίας. Οι Ισλανδοί αναφέρουν πλέον υψηλότερη ποιότητα ζωής και περισσότερο χρόνο για προσωπική ανάπτυξη, επιβεβαιώνοντας ότι η εργασία μπορεί να λειτουργεί συμπληρωματικά προς τη ζωή και όχι να την απορροφά.
Η επιτυχία του εγχειρήματος ενέπνευσε ανάλογες πρωτοβουλίες σε χώρες όπως η Γερμανία, η Πορτογαλία, η Ισπανία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Καθώς πλησιάζουμε στο μέσον της δεκαετίας του 2020, το παράδειγμα της Ισλανδίας αποτελεί πλέον υπόδειγμα για ένα νέο εργασιακό μοντέλο που συνδυάζει ανθρώπινη ευημερία και οικονομική βιωσιμότητα.
Όσα κάποτε θεωρήθηκαν αισιόδοξες προβλέψεις—τεχνολογική ευελιξία, βελτιωμένη ισορροπία ζωής και εργασίας, ενίσχυση της ψυχικής υγείας—έχουν μετατραπεί σε απτές, μετρήσιμες πραγματικότητες. Το ισλανδικό μοντέλο δείχνει ότι μια πιο ανθρώπινη και βιώσιμη εργασιακή κουλτούρα όχι μόνο είναι εφικτή, αλλά μπορεί να λειτουργήσει προς όφελος όλων: εργαζομένων, επιχειρήσεων και κοινωνίας.
Πηγή: iefimerida.gr
