Οταν τον περασμένο Απρίλιο ο πρόεδρος των ΗΠΑ ανακοίνωσε την «Ημέρα Απελευθέρωσης», ο κόσμος μπήκε σε τροχιά γενικευμένης κρίσης. Μία εβδομάδα μετά ο Τραμπ αναδιπλώθηκε, παγώνοντας τους δασμούς, εξαναγκαζόμενος όχι από τρίτες αγορές, αλλά από τη δική του χώρα, καθώς το χρηματιστήριο κατέγραφε πτώση μεγαλύτερη ακόμη και από εκείνη της περιόδου της κρίσης και η αγορά ομολόγων πίεζε σε βαθμό ασφυκτικό το Οβάλ Γραφείο, αλλά το σχέδιο Τραμπ ουδέποτε μπήκε στα συρτάρια του Λευκού Οίκου.
Ο τρόπος με τον οποίο ο Αμερικανός πρόεδρος διαχειρίζεται τα οικονομικά είναι και ο βασικός λόγος που οι Αμερικανοί τον περασμένο Νοέμβριο του έδωσαν ξανά τα ινία της χώρας. Ο Τραμπ είναι ένας δεινός διαπραγματευτής σε ό,τι έχει να κάνει με τα οικονομικά δεδομένα και αυτό δεν μπορούν να το απομειώσουν ή να το αρνηθούν ούτε οι ορκισμένοι εχθροί του.
Παρά τις φωνές – ανοιχτά και χωρίς περιστροφές ακόμη και από πολύ στενούς του συνεργάτες -, ο Τραμπ έκανε περισσότερα από ένα βήματα πίσω και πάγωσε τον πόλεμο των δασμών που ο ίδιος επέλεξε να εκκινήσει, αλλά επί της ουσίας σήμερα κάνει περισσότερα βήματα προς την επίθεση… Η πρόσφατη μεγάλη συμφωνία με την Ιαπωνία είναι απόδειξη πως για τον Τραμπ, σε ό,τι έχει να κάνει με την οικονομία, δεν υπάρχει δρόμος πέρα από τη νίκη και αυτήν τη φορά δεν είναι μία νίκη στα «χαρτιά», αλλά μία νίκη ουσίας…
Προσωπική νίκη
Ο Αμερικανός πρόεδρος, που γενικότερα αρέσκεται στο να επαίρεται για διάφορα, αυτήν τη φορά έχει πραγματικό λόγο να το πράξει, καθώς το ακραίο σχέδιο -παγκόσμιος οικονομικός πόλεμος για άλλους- που ο ίδιος κήρυξε αρχίζει να αποδίδει απτά αποτελέσματα. Η συμφωνία για ενιαίους δασμούς προς την Ιαπωνία της τάξης του 15% δεν είναι ούτε αμελητέα ούτε «λογιστικά» έσοδα.
Ο Τραμπ επιλέγει σε όλη τη δημόσια ζωή του να κάνει «ζιγκ» εκεί που ο υπόλοιπος κόσμος κάνει «ζαγκ» και βρίσκεται κυριολεκτικά, πρακτικά και ουσιαστικά κερδισμένος σε σχέση με μία χώρα όχι απλά σύμμαχο, αλλά και μία χώρα το εμπορικό ισοζύγιο της οποίας κόστιζε αρκετά δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως στην αμερικανική οικονομία.
Ο Τραμπ κέρδισε ξεκάθαρα τη μεγάλη -πρώτη- παρτίδα με τη σύμμαχο Ιαπωνία, μία υπερδύναμη στον κλάδο της αυτοκινητοβιομηχανίας – και έχει μετατρέψει το 1,5% φόρο της περιόδου Μπάιντεν, αλλά και εκείνης του Ομπάμα, όχι σε ένα 10% όπως είχε αρχικά ανακοινώσει, αλλά σε ένα γενναίο και κυρίως πανάκριβο για το Τόκιο 15% σε κάθε εισαγόμενο είδος από τη χώρα του ανατέλλοντος ηλίου.
Οι λόγοι που οδήγησαν την Ιαπωνία σε αυτήν τη συμφωνία είναι αρκετοί, αλλά ο βασικότερος είναι πως το Τόκιο δεν μπορεί και κυρίως δεν έχει τον τρόπο να κάνει περισσότερη υπομονή με τις ΗΠΑ. Ο χρόνος που περνά όταν επικρέμονται ακόμη και υπόνοιες δασμών, είναι μία περίοδος αστάθειας και διαχρονικά η αστάθεια είναι ο κρυπτονίτης των αγορών, της ανάπτυξης και της κερδοφορίας – κοινώς ένας εφιάλτης για τους οικονομολόγους, αλλά και τα οικονομικά επιτελεία του πλανήτη.
Ο Τραμπ μετέτρεψε το 1,5% φόρου της περιόδου Μπάιντεν και Ομπάμα σε ένα γενναίο 15% σε κάθε εισαγόμενο είδος από το Τόκιο (εδώ με τον Ιάπωνα πρωθυπουργό Σιγκέρου Ισίμπα)
Ο Ντόναλντ Τραμπ διέσπειρε αυτόν ακριβώς τον τρόμο σε ολόκληρο τον κόσμο και σε αυτόν τον εφιάλτη δεν είχε κανένα θέμα ή συστολή να εντάξει και την οικονομία της ίδιας του της χώρας. Τη στιγμή που όλοι πίστεψαν πως το «μάθημα» θα ήταν «πικρό» και ιδιαιτέρως κοστοβόρο, ο πρόεδρος των ΗΠΑ επέλεξε να κάνει ένα βήμα πίσω όχι γιατί άλλαξε γνώμη, αλλά γιατί έδωσε χρόνο και χώρο σε όλους να ξαναγράψουν τους όρους με τους οποίους οι ΗΠΑ θα τους άκουγαν… Και ναι, ο Τραμπ τα κατάφερε.
Οι Ιάπωνες σήμερα μπορούν να ξεκινήσουν μία νέα διμερή σχέση με την Αμερική και εμφανίζονται ανακουφισμένοι και όχι θορυβημένοι, ανεξάρτητα από το γεγονός πως οι όροι της νέας σύμβασης με την Ουάσινγκτον είναι πολύ διαφορετικοί και, το σημαντικότερο, πολύ ακριβότεροι από αυτούς που υπήρχαν επί δεκαετίες και μέχρι τον περασμένο Απρίλιο.
Η Ιαπωνία είναι ένα απτό παράδειγμα – και μία δεδομένη σημαντική νίκη για τις ΗΠΑ του Τραμπ που από τη μία θέλουν να αλλάξουν και πάλι τη ροή του χρήματος και το κόστος των συναλλαγών και από την άλλη να διατηρήσουν μια σχέση στην οποία ο εταίρος (συμμάχους ο Τραμπ πιθανότατα δεν έχει και δεν θέλει) θα πιστεύει πως είναι και από τους τυχερούς…
Η νίκη Τραμπ απέναντι στην Ιαπωνία -αν και δεν είναι η μόνη, αλλά η πρώτη τέτοιου βεληνεκούς- θα χρησιμοποιηθεί από τον Αμερικανό πρόεδρο και προς όλους όσοι αναμένουν στον προθάλαμο του Οβάλ Γραφείου για να υπογράψουν τη δική τους συμφωνία. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ είναι επίσης κάτι περισσότερο από σίγουρο πως θα χρησιμοποιήσει την πρόσφατη συμφωνία με το Τόκιο για να κερδίσει ό,τι περισσότερο μπορεί και, το σημαντικότερο, για να αποκρούσει κάθε πίεση από το εξωτερικό, αλλά και το εσωτερικό.
Ο Ντόναλντ Τραμπ ήδη έχει ξεκινήσει να διαρρέει προς το πανίσχυρο οικονομικό λόμπι της χώρας του, το οποίο του δημιούργησε ουκ ολίγους πονοκεφάλους τον περασμένο Απρίλιο και Μάιο, «τα κατάφερα με την Ιαπωνία, θα τα καταφέρω με όλους». Το μήνυμα που έχει ήδη σταλεί προς όλους είναι πως οι ΗΠΑ επιστρέφουν από τις αρχές Αυγούστου και μάλιστα χωρίς χρονοτριβή και διακοπές, στα όσα έχουν ανακοινώσει και δεν πρόκειται να κάνουν αυτές πίσω.
Αγκάθι η Κίνα
Στον αντίποδα, ο λόγος για τον οποίο από την αρχή σχεδιάστηκε και τελικώς εκκίνησε η υλοποίηση του σχεδίου «Ημέρα Απελευθέρωσης», δηλαδή -για να μην κρυβόμαστε εμείς αφού δεν κρύβεται ο ίδιος ο Τραμπ- η αποδυνάμωση της Κίνας, είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιτευχθεί.
Το Πεκίνο, το οποίο σαν έτοιμο από καιρό απαντούσε σε κάθε αύξηση δασμών από το στόμα του Τραμπ με αντίστοιχη επιβολή δικών του φόρων και έφτασε στο σημείο δημόσια και επίσημα να δηλώσει πως πλέον δεν έχει κανένα νόημα η λεκτική αντιπαράθεση, αν αυτή δεν μεταφράζεται σε έργο και δεν πρόκειται να μπει υπό τους αμερικανικούς όρους σε κανένα αεροπλάνο για να μεταβεί στην πρωτεύουσα των ΗΠΑ.
Ο πρόεδρος της Κίνας δεν θα συζητήσει με τον Αμερικανό ομόλογό του το 2025 με όρους 1990 και αυτό δεν υπάρχει σήμερα «συμβατικός» τρόπος, μαγική συνταγή ή εργαλείο που να μπορεί να το αλλάξει. Ο Τραμπ και η παντοκρατορία -οικονομική και όχι μόνο- δεν απειλείται πλέον θεωρητικά από την ανερχόμενη αλλά «αόρατη» κινεζική αντεπίθεση.
Η Κίνα είναι δεδομένα παρούσα, ενεργή και το σημαντικότερο έτοιμη να διαγκωνιστεί και όχι να συμφωνήσει να παραμείνει και πάλι δεύτερη… Εχει διαβάσει σωστά όχι μόνο τα συμπτώματα, αλλά και την αιτία του αμερικανικού προβλήματος, αλλά σήμερα, δυστυχώς για τον ίδιο, τα «παυσίπονα» του παρελθόντος δεν λειτουργούν και το ίδιο θα συμβεί και στο «χειρουργείο» που ο ίδιος προτάσσει ως λύση.
Η Ευρώπη
Το γεγονός πως οι δασμοί Τραμπ δεν θα λειτουργήσουν (όχι τουλάχιστον όπως το σκέφτεται ο ίδιος) απέναντι στην Κίνα δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση πως δεν θα λειτουργήσουν γενικώς… Οσο περνούσαν οι μέρες και πλησίαζε η 1η Αυγούστου, η Ευρώπη ένιωθε όλο και πιο καυτή την ανάσα της Ουάσινγκτον…
Έτσι, την Κυριακή ο Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε μετά τη συνάντηση με την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες κατέληξαν σε εμπορική συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με τη νέα συμφωνία θα επιβάλλονται δασμοί 15% σε όλα τα προϊόντα εκτός από τον χάλυβα και το αλουμίνιο.
Το νέο πλαίσιο, που προβλέπει βασικό δασμό 15% στα περισσότερα ευρωπαϊκά προϊόντα που εισάγονται στις ΗΠΑ, είναι σημαντικά υψηλότερο από τον δασμό 10% που είχε επιβληθεί τον Απρίλιο, ενώ απέχει δραματικά από το μέσο όρο 1,2% πριν από την προεδρία Τραμπ.
«Τα καταφέραμε», δήλωσε ο Τραμπ. «Θα έχει καλό αποτέλεσμα». Από την πλευρά της, η φον ντερ Λάιεν ανέφερε: «Νομίζω ότι πετύχαμε ακριβώς αυτό που θέλαμε: μια ισορροπία που θα επιτρέψει το εμπόριο και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού».
Πίσω από τους αριθμούς, όμως, κρύβεται ένας επώδυνος συμβιβασμός. Όπως σημείωσε το Atlantic Council, οι δύο πλευρές «φαίνεται να απέφυγαν έναν αυτοκαταστροφικό εμπορικό πόλεμο» – αλλά αυτό από μόνο του δεν αρκεί. Η συμφωνία προβλέπει επενδύσεις 600 δισ. δολαρίων από την Ε.Ε. στις ΗΠΑ και αγορά αμερικανικών ενεργειακών προϊόντων ύψους 750 δισ., ενώ μηδενικοί δασμοί ισχύουν μόνο σε συγκεκριμένα προϊόντα: εξαρτήματα αεροσκαφών, ημιαγωγούς, γενόσημα φάρμακα, ορισμένα χημικά και αγροτικά είδη.
Σύμφωνα με τον οικονομολόγο Maury Obstfeld, «πολλές από τις επενδύσεις ήταν ήδη προγραμματισμένες», ενώ οι μη δασμολογικοί φραγμοί όπως οι ψηφιακοί και οι φόροι προστιθέμενης αξίας παραμένουν.
Οι βιομηχανίες που εξαιρέθηκαν από τους δασμούς εξέφρασαν ικανοποίηση. Όπως δήλωσαν οι Airlines for America: «Το μηδενικό καθεστώς δασμών ενισχύει την απασχόληση και την ασφάλεια της παραγωγής». Ωστόσο, για τα υπόλοιπα προϊόντα, το κόστος θα ανέβει. «Θα πληρώσετε ακριβότερα για τις ευρωπαϊκές εισαγωγές», προειδοποιεί ο Joe Brusuelas, επικεφαλής οικονομολόγος της RSM.
Ιδιαίτερα πλήγμα δέχονται και οι αυτοκινητοβιομηχανίες της Ε.Ε., καθώς τα ευρωπαϊκά αυτοκίνητα θα φορολογούνται με 15%, έναντι 25% των αμερικανικών που κατασκευάζονται στο Μεξικό. Επιπλέον, αν και τα φαρμακευτικά προϊόντα συμπεριλήφθηκαν αρχικά στη συμφωνία, η φον ντερ Λάιεν παραδέχθηκε ότι ο Τραμπ μπορεί να επιβάλει επιπλέον δασμούς αργότερα.
Η ΕΕ αποδέχεται το λιγότερο επώδυνο σενάριο
Όπως επισημαίνει το Reuters, η συμφωνία αποτελεί έναν «ανεκτό συμβιβασμό» για μια Ευρώπη που δεν είχε τη διαπραγματευτική ισχύ να επιβάλει τους όρους της. Η δασμολογική πραγματικότητα των 15% είναι μακριά από την εποχή προ Τραμπ, όπου οι μέσοι δασμοί ΗΠΑ-ΕΕ κυμαίνονταν στο 1,5%.
Παρά τις αρχικές προσδοκίες για συμφωνία «μηδέν-μηδέν», οι Ευρωπαίοι συνειδητοποίησαν ότι το 10% –όπως αυτό που είχε συμφωνηθεί με τη Βρετανία τον Μάιο– ήταν το καλύτερο δυνατό, και τελικά αποδέχθηκαν το 15%, όπως και η Ιαπωνία την προηγούμενη εβδομάδα.
«Η Ε.Ε. δεν έχει μεγαλύτερη διαπραγματευτική ισχύ από τις ΗΠΑ και η κυβέρνηση Τραμπ δεν βιάζεται», σχολίασε υψηλόβαθμος Ευρωπαίος αξιωματούχος. Ευρωπαίοι διπλωμάτες παραδέχονται ότι η πίεση από τις εξαγωγικές βιομηχανίες –όπως η Nokia και η SSAB– τους ανάγκασε σε ταχεία συμφωνία, καθώς η αβεβαιότητα έπληττε την οικονομία.
Η ευρωπαϊκή πλευρά υποσχέθηκε να αναστείλει τα αντίποινα ύψους 93 δισ. ευρώ, παρότι το εμπορικό της πλεόνασμα με τις ΗΠΑ αγγίζει τα 200 δισ. ευρώ. Σκέψεις για αντιμέτρα στις υπηρεσίες –όπου οι ΗΠΑ έχουν πλεόνασμα 75 δισ.– δεν ευοδώθηκαν, κυρίως επειδή οι ευρωπαίοι πολίτες εξαρτώνται από αμερικανικές υπηρεσίες όπως Netflix, Uber και Microsoft (Reuters).
Η συμφωνία αποτελεί «υπαρξιακή απειλή» για πολλές ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, σύμφωνα με τη γερμανική BGA. «Η Ευρώπη πρέπει να προετοιμαστεί στρατηγικά για το μέλλον», δήλωσε ο πρόεδρος του συνδέσμου Ντιρκ Γιαντούρα. «Χρειαζόμαστε νέες εμπορικές συμφωνίες με τις μεγάλες βιομηχανικές δυνάμεις του κόσμου».
Προς το παρόν, όμως, το δύσκολο μέρος μόλις ξεκινά: η εξειδίκευση των όρων της συμφωνίας και η διαχείριση των πολιτικών επιπτώσεων και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: Getty images / Ideal image