Σκληρή κριτική απέναντι στην προκλητικότητα του Ταγίπ Ερντογάν άσκησε ο πρώην πρόεδρος της Γαλλίας Φρανσουά Ολάντ.
Αναφερόμενος στον Τούρκο πρόεδρο στο τελευταίο του βιβλίο με τίτλο «Ανατροπές», ο πρώην πρόεδρος ισχυρίζεται ότι ο Ερντογάν θεωρεί «τις ασάφειες πλεονέκτημα» και τα «στριφογυρίσματα διπλωματία».
Σε κεφάλαιο του βιβλίου με τίτλο «Η οθωμανική νοσταλγία» ο Ολάντ αναφέρει πως «αυτός που ενίοτε τον εμφανίζουν ως νέο σουλτάνο», κατά καιρούς και στο όνομα του πολιτικού Ισλάμ, «χάιδεψε πολλές αντιφατικές φιλοδοξίες». Από τότε που έφτασε στην εξουσία ο Ερντογάν έδειξε, κατά τον Ολάντ, δύο πρόσωπα.
Σε πρώτη φάση εμφανίστηκε ως ένας σύγχρονος ηγέτης, ανοιχτός και ικανός να συμφιλιώσει το Ισλάμ με τη Δημοκρατία. Προώθησε το ζήτημα της προσχώρησης της Τουρκίας στην ΕΕ, βελτίωσε τα οικονομικά της χώρας του και εκμεταλλευόμενος την Αραβική Άνοιξη επιχειρούσε την αύξηση της επιρροής του στη Μέση Ανατολή.
Σε δεύτερη φάση ο Ερντογάν βλέποντας, κατά τον Ολάντ, «τα άνθη της αραβικής άνοιξης να μαραίνονται» και τις εξελίξεις στη Συρία, στην Αίγυπτο, στη Λιβύη και στις χώρες του Κόλπου να μη συμβαδίζουν προς τα τουρκικά συμφέροντα, αποξενώθηκε από τους πάντες και χάραξε μία νέα στρατηγική βασισμένη στην επιθετικότητα και στην οθωμανική νοσταλγία.
Αναφερόμενος στην συνέχεια στο αποτυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα του 2016 κατά του Ερντογάν, ο Ολάντ επισημαίνει πως η εμμονή του Τούρκου προέδρου ότι οι ΗΠΑ και η Ευρώπη στηρίζουν την σέκτα του Γκιουλέν είναι ανυπόστατη και χρησιμοποιείται ως πρόσχημα για την περαιτέρω απομάκρυνση της Τουρκίας από την Δύση. Κατά τον Ολάντ, ο Ερντογάν στην επιδίωξη του να ανασυστήσει έστω και εικονικά την οθωμανική αυτοκρατορία αποφάσισε να εμπλακεί σε ποικίλες συρράξεις, από την Αφρική ως την Βοσνία Ερζεγοβίνη και τον Καύκασο.
Ασάφεια χαρακτηρίζει και την παρουσία της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ η οποία, όπως σημειώνει ο Ολάντ, αγοράζει όπλα από τη Ρωσία, θέτει όρους για την ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας, επιδιώκει την λεκτική, προς το παρόν, αντιπαράθεση με την Ελλάδα, επιμένει στην κατοχή της βόρειας Κύπρου εμποδίζοντας κάθε προσπάθεια προσέγγισης των δυο κοινοτήτων και αμφισβητεί το δικαίωμα της Κύπρου, που είναι μέλος της Ε.Ε., να εκμεταλλευτεί τα πετρελαϊκά κοιτάσματα της ναυτικής της ζώνης.