Στην πρώτη της αντίδραση μετά αυτή τη δικαστική απόφαση, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απάντησε:
«Η διαφάνεια ήταν πάντα ύψιστης σημασίας για την Επιτροπή και την Πρόεδρο, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν» και τόνισε ότι «θα μελετήσει προσεκτικά την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου και θα αποφασίσει για τα επόμενα βήματα», ενώ προσθέτει ότι «θα εκδώσει νέα απόφαση που θα παρέχει μια πιο λεπτομερή εξήγηση» για τους λόγους για τους οποίους δεν έδωσε στη δημοσιότητα τα ζητηθέντα γραπτά μηνύματα.
Νομοθέτες της ΕΕ έχουν επικρίνει τον χειρισμό των συμφωνιών που υπέγραψε η Επιτροπή στην κορύφωση της πανδημίας, την ίδια ώρα που ακτιβιστικές ομάδες κατηγορούν την ΕΕ για έλλειψη διαφάνειας η οποία θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την εμπιστοσύνη του κόσμου στα θεσμικά όργανα της Ευρώπης.
Η δήλωση της Επιτροπής:
«Η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τη σημερινή απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με αίτημα πρόσβασης σε έγγραφα.
Το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να είχε παράσχει μια πιο λεπτομερή εξήγηση στην απόφασή της ότι δεν κατέχει έγγραφα του αιτούμενου τύπου.
Το Γενικό Δικαστήριο δεν αμφισβητεί την πολιτική καταχώρισης της Επιτροπής σχετικά με την πρόσβαση σε έγγραφα. Αυτοί οι κανόνες στοχεύουν στη διασφάλιση της ακεραιότητας των αρχείων της Επιτροπής και της πλήρους διαφάνειας, διασφαλίζοντας ότι τα σημαντικά έγγραφα που συντάσσονται ή παραλαμβάνονται από την Επιτροπή καθίστανται εύκολα προσβάσιμα στους ενδιαφερόμενους πολίτες της ΕΕ.
Η Επιτροπή θα μελετήσει τώρα προσεκτικά την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου και θα αποφασίσει για τα επόμενα βήματα. Προς τούτο, η Επιτροπή θα εκδώσει νέα απόφαση που θα παρέχει μια πιο λεπτομερή εξήγηση.
Η διαφάνεια ήταν πάντα ύψιστης σημασίας για την Επιτροπή και την Πρόεδρο, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. Θα συνεχίσουμε να τηρούμε αυστηρά το ισχυρό νομικό πλαίσιο που ισχύει για την επιβολή των υποχρεώσεών μας. Παραμένουμε πλήρως προσηλωμένοι στη διατήρηση της διαφάνειας, της λογοδοσίας και της σαφούς επικοινωνίας με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, συμπεριλαμβανομένων των θεσμικών οργάνων της ΕΕ, της κοινωνίας των πολιτών και των εκπροσώπων συμφερόντων».
Το Pfizergate
Τα επίμαχα μηνύματα φέρεται να ανταλλάχθηκαν στις αρχές του 2021, εν μέσω σκληρών διαπραγματεύσεων για τη μεγαλύτερη σύμβαση εμβολίων της Ε.Ε., η οποία προέβλεπε την προμήθεια έως 1,8 δισ. δόσεων του εμβολίου Pfizer-BioNTech, αξίας δισεκατομμυρίων ευρώ. Η ύπαρξή τους αποκαλύφθηκε από συνέντευξη του ίδιου του Μπουρλά στους New York Times, ο οποίος τα χαρακτήρισε ως εργαλείο «βαθιάς εμπιστοσύνης» που διευκόλυνε τη συμφωνία.
Όταν η εφημερίδα κατέθεσε αίτημα πρόσβασης στα μηνύματα, η Κομισιόν απάντησε ότι δεν τα καταχώρισε ως επίσημα έγγραφα. Το 2022, η Ευρωπαία Διαμεσολαβήτρια Έμιλι Ο’Ράιλι χαρακτήρισε τη στάση της Επιτροπής «κακοδιοίκηση» και «καμπανάκι αφύπνισης», ενώ κατηγόρησε προσωπικά την φον ντερ Λάιεν για καλλιέργεια κουλτούρας πολιτικής αδιαφάνειας.
Στον πυρήνα της υπόθεσης βρίσκεται το ερώτημα αν τα μηνύματα μέσω κινητού μπορούν να θεωρηθούν «επίσημα έγγραφα» που εμπίπτουν στο δικαίωμα πρόσβασης των πολιτών. Ενώ οργανώσεις όπως η Transparency International υποστηρίζουν πως κάθε μορφή επικοινωνίας που αφορά λήψη αποφάσεων πρέπει να είναι προσβάσιμη, η Κομισιόν επιμένει πως δεν πρόκειται για ουσιώδες περιεχόμενο.
Κατά τη διάρκεια της ακρόασης στο Γενικό Δικαστήριο στο Λουξεμβούργο, οι δικαστές εξέφρασαν ανοιχτά τον εκνευρισμό τους για την έλλειψη επαρκών απαντήσεων από την Κομισιόν. «Αν δεν έχουν σημασία τα μηνύματα, τότε γιατί δεν τα δώσατε;» ρώτησαν, ενώ ένας εξ αυτών κατηγόρησε την Επιτροπή ότι δεν επέδειξε «κατάλληλα και επιμελή μέτρα» για να τα αναζητήσει.
Η υπεράσπιση της Κομισιόν παραδέχθηκε τελικά την ύπαρξη των SMS, προκαλώντας ειρωνικά σχόλια στην αίθουσα.
Πηγή: Lifo.gr (Με πληροφορίες από Reuters)